ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ
Επομένως περιττεύει η εδώ παρουσίασή τους. Θα θέλαμε μόνο στο σημερινό μας δημοσίευμα να ασχοληθούμε με ορισμένες πτυχές της απόφασης αυτής. Κυρίως εκείνο που ενδιαφέρει είναι η συνδρομή των μηχανισμών της ΕΕ στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας μας. Καθώς χωρίς ανάπτυξη δεν πρόκειται ποτέ να φτάσουμε στην εξυγίανση του δημοσιονομικού τομέα.
Τ ο πρώτο λοιπόν ερώτημα που προκύπτει είναι εάν υπάρχει βούληση των συνεταίρων μας να μας βοηθήσουν να μπούμε σε αναπτυξιακή τροχιά το συντομότερο δυνατόν. Οι μακροχρόνιες διευκολύνσεις στην εξόφληση των δανειακών μας υποχρεώσεων είναι κατ’ αρχάς μια ένδειξη ότι οι ηγέτες της Ευρωζώνης επιθυμούν τη διατήρησή της με τη σημερινή μορφή, και προς το παρόν τουλάχιστον δεν εκδηλώνουν καμία πρόθεση αποχώρησης από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα (ευρώ) και επανόδου στα εθνικά τους νομίσματα. Διαφορετικά δεν εξηγείται το γεγονός ότι επιμηκύνουν τον χρόνο εξόφλησης του ελληνικού χρέους μέχρι και 30 χρόνια. Αυτή η βούληση διατήρησης της Ευρωζώνης θα σημάνει ότι και τώρα και στο μέλλον θα λαμβάνονται αποφάσεις που θα στηρίζουν τις οικονομίες των κρατών-μελών της, με απώτερο στόχο όμως τη στήριξη και διατήρηση του ευρώ. Θα ήταν σφάλμα να νομίσει κανείς ότι η Ευρωζώνη ξαφνικά απέκτησε ευαισθησία για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση ο ελληνικός λαός.
Εάν πραγματικά υπήρχε ενδιαφέρον στήριξης του ελληνικού λαού και κυρίως των εργαζομένων, οι απαιτήσεις των δανειστών μας θα ήταν περισσότερο λογικές. Και θα είχαν και κάποια επενδυτική ευαισθησία. Όμως από το κείμενο της τελικής απόφασης εξαφανίστηκε η πρόθεση παροχής βοήθειας προς την Ελλάδα για επενδύσεις. Αυτό δηλαδή που είχε αποκληθεί, κακώς βέβαια, «Σχέδιο Μάρσαλ», δεν περιλήφθηκε στο ανακοινωθέν των αποφάσεων. Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής είναι προσαρμοσμένες στον στόχο της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των δανειστών μας. Και ένα από τα σκοτεινά σημεία των αποφάσεων είναι οι όροι που θα συνοδεύουν τα πακέτα στήριξης της οικονομίας μας. Πάντα, από αρχαιοτάτων χρόνων, οι όροι που έθεταν οι δανειστές για τη χορήγηση δανείων ήταν σκληροί και εξοντωτικοί για τον οφειλέτη. Αυτήν την απάνθρωπη συμπεριφορά των δανειστών τη μετρίασε στην Αθήνα η νομοθεσία του Σόλωνα το 594 π.Χ. και στη Ρώμη το 321 π.Χ. με την περίφημη LEX POETELIA PAPIRIA.
Δυστυχώς και ο σημερινός άνθρωπος, ως οφειλέτης, είναι αναγκασμένος να υφίσταται αυτήν τη σκληρή μεταχείριση κατ’ απαίτηση του δανειστή του. Πολύ λίγο έχει προχωρήσει η πολιτιστική ευαισθησία των δανειστών από την προ Χριστού εποχή. Με το δεδομένο αυτό και με την εμπειρία που έχουμε από τα δύο Μνημόνια που έχουν προηγηθεί, μάς συνέχει ένας προβληματισμός γύρω από τους όρους χορήγησης του νέου δανείου στην Ελλάδα. Είναι δύσκολο, βέβαια, να αμφισβητήσει κανείς τις διευκολύνσεις που δόθηκαν στη χώρα μας. Αλλά αυτό σίγουρα μας οδηγεί στην υπερχρέωση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τη μείωση του εθνικού μας πλούτου και για την εκποίηση των πλουτοπαραγωγικών μας πηγών και για την καθίζηση της αναπτυξιακής μας προσπάθειας.
Οι διευκολύνσεις που δίδονται στις ελληνικές τράπεζες εκ μέρους της ΕΚΤ αποβλέπουν κυρίως στη διευκόλυνση των αποκρατικοποιήσεων για να συγκεντρωθούν τα χρήματα που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των δανειστών μας. Πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι τα χρήματα που θα εισπράξει το ελληνικό κράτος από τις αποκρατικοποιήσεις δεν προωθούν καθόλου την επενδυτική προσπάθεια. Ούτε μεγιστοποιούν την παραγωγική βάση της χώρας. Για τον αγοραστή μιας δημόσιας επιχείρησης το τίμημα της αγοράς της αποτελεί πράγματι επένδυση γι’ αυτόν! Όμως η διεθνής πρακτική έχει δεχθεί ότι για την οικονομία γενικότερα η πώληση μιας κρατικής επιχείρησης δεν αποτελεί επένδυση. Η αποκρατικοποίηση υφισταμένων ΔΕΚΟ, είτε ζημιογόνων και τεχνολογικά παρωχημένων, δεν αποτελεί επένδυση, αν δεν υπάρχει ο όρος της ανασυγκρότησης μέσα στα πλαίσια των σύγχρονων πορισμάτων της επιστήμης της διοίκησης των επιχειρήσεων. Διαφορετικά η αποκρατικοποίησή τους δεν συντελεί στη βελτίωση και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος και στην καταπολέμηση της ανεργίας. Επομένως η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να εγκρίνει την αποκρατικοποίηση των ΔΕΚΟ, εφόσον οι επενδυτές θα αναλάβουν την υποχρέωση να εκσυγχρονίσουν αμέσως τις επιχειρήσεις που θα αγοράσουν. Καθ’ όσον αφορά την ιδιωτικοποίηση των δικτύων, των αεροδρομίων και των λιμένων, θα πρέπει αυτή να συνοδεύεται και από την υποχρέωση εκτέλεσης εκ μέρους των αγοραστών συγκεκριμένων έργων υποδομής, που να βελτιώνουν ουσιαστικά και να προσαυξάνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Δεν πρέπει η δημόσια περιουσία, οιασδήποτε μορφής, να πωλείται εσπευσμένα μέσα σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια, γιατί αυτό θα οδηγήσει στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, χωρίς αυτό να βοηθήσει καθόλου στην επενδυτική μας προσπάθεια και στην αναπτυξιακή μας πορεία. Απλώς θα γίνει για να βρει διέξοδο η πλεονάζουσα χρηματική ρευστότητα του κερδοσκοπικού κεφαλαίου και να παρουσιαστεί το γεγονός αυτό σαν τάχα επενδυτική ευκαιρία! Είναι μέσα στο πλαίσιο των μεθόδων εξαπάτησης, που εφαρμόζει σήμερα ο διεθνής καπιταλισμός.
Οι διευκολύνσεις που δίδονται στις ελληνικές τράπεζες εκ μέρους της ΕΚΤ δεν αποβλέπουν μόνο στη διευκόλυνση των αποκρατικοποιήσεων, αλλά εξυπηρετούν και από πλευράς ρευστότητας το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Και το γεγονός αυτό αναμφισβήτητα συνιστά μια θετική εξέλιξη, που θα ευεργετήσει την ελληνική οικονομία, υπό έναν όρο όμως: την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών με την παροχή δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ώστε να έχουμε τελικά βελτίωση της ρευστότητας στην αγορά και αύξηση της ενεργού ζήτησης. Μέχρι τώρα οι τράπεζες ενισχύθηκαν από το κράτος με επιχορηγήσεις και παροχή κρατικών ομολόγων, ποτέ όμως δεν ετέθη όρος για τη βελτίωση της πιστωτικής επέκτασης. Αυτήν την επενδυτική αδράνεια προσπαθεί τώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να την αναπληρώσει με την ενίσχυση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, ώστε να χρηματοδοτηθούν όσο το δυνατόν περισσότερα έργα στην Ελλάδα. Θα βρεθούν άραγε οι εθνικοί χρηματικοί πόροι για να καλύψουν την εθνική συμμετοχή ή το ΕΣΠΑ θα καρκινοβατεί, όπως μέχρι τώρα; Και εκείνο ασφαλώς που προβληματίζει είναι η εξάλειψη από το τελικό κείμενο της ανακοίνωσης των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής του θέματος της ενίσχυσης της αναπτυξιακής μας προσπάθειας που είχε ονομαστεί «Σχέδιο Μάρσαλ». Γιατί αυτή η διαγραφή ενός τόσο απαραίτητου μέτρου στήριξης της οικονομίας μας; Κάποτε θα γνωστοποιηθούν οι λεπτομέρειες πάνω στο θέμα αυτό.
Ένα από τα σκοτεινά σημεία των αποφάσεων είναι και η απαίτηση ορισμένων κρατών μελών, όπως για παράδειγμα της Φινλανδίας και της Σουηδίας, να παρασχεθούν εκ μέρους της Ελλάδας εμπράγματες εγγυήσεις, που να εξασφαλίζουν την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους στο μέλλον. Η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε αυτήν την προϋπόθεση, χωρίς όμως να καθοριστούν οι όροι και οι λοιπές λεπτομέρειες για τις εμπράγματες εγγυήσεις. Ίσως αυτά ανακοινωθούν μελλοντικά, για να μη χαλάσει η τωρινή πανηγυρική ατμόσφαιρα, γιατί οι εμπράγματες εγγυήσεις δεν πρόκειται να είναι ζημιογόνες ΔΕΚΟ ή ακίνητα του Δημοσίου χωρίς καμιά αξία ή ελάχιστη. Οι εμπράγματες εγγυήσεις είναι που θα καλύπτουν το χρέος ολόκληρο, γιατί αυτό είναι που εξασφαλίζει τα συμφέροντα των δανειστών μας. Και φυσικά οι εγγυήσεις αυτές θα συμφωνούνται μεταξύ της τότε ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών. Δεν γνωρίζουμε αν μέσα στους όρους παροχής εγγυήσεων υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι και ποιοι είναι αυτοί.
Τελειώνοντας τη σημερινή μας παρουσίαση, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι κατά την άποψή μας οι αποφάσεις για την περαιτέρω στήριξη της ελληνικής οικονομίας δεν αποτρέπουν την υπερχρέωσή μας. Και αν δεν την υποδαυλίζουν, την ανέχονται, χωρίς βέβαια να κατηγορούμε τους ιθύνοντες της Ευρωζώνης ότι την επιδιώκουν. Η ευκολία με την οποία δανείζουν την Ελλάδα και η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στον δανεισμό μας είναι σημεία που προβληματίζουν έντονα.
Για πολλά χρόνια η ελληνική οικονομία και η κυβερνητική εξουσία θα βρίσκονται υπό καθεστώς ομηρίας και θα είμαστε υποχρεωμένοι να εκτελούμε πειθήνια τις όποιες εντολές και αποφάσεις της Ευρωζώνης και των λοιπών δανειστών μας. Η ζημιά θα προέλθει από την αλματώδη αύξηση του δημόσιου χρέους, που παρατηρείται από το 2010 και μετά. Και αυτήν τη στιγμή βεβαίως βρισκόμαστε κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του δημόσιου χρέους και στην πραγματικότητα έχουμε πλήρη αδυναμία εξόφλησης των δανειακών μας υποχρεώσεων. Μόνο η συνδρομή του δανείου των 110 δισ. που μας χορήγησε η «τρόικα» και του νέου δανείου που αποφασίστηκε κρατάνε την ελληνική οικονομία. Και από αυτήν την άποψη, ασφαλώς οι αποφάσεις της Συνόδου των Βρυξελλών αποτελούν βραχυπρόθεσμα θετική εξέλιξη, ενώ μακροπρόθεσμα ενέχουν τον κίνδυνο δημιουργίας αδιεξόδων. Γι’ αυτό θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τη συμπεριφορά μας από τώρα και στο εξής.