Να μπουν δασμοί και ΦΠΑ στα εισαγόμενα ευρωπαϊκά προϊόντα!

Τις επισημάνσεις αυτές κάνει σε έγγραφό του προς τον πρόεδρο του ΣΕΒ Δημήτρη Δασκαλόπουλο και τον γενικό διευθυντή Διονύση Νικολάου ο πρόεδρος της Χαρτοποιίας Θράκης ΑΕ Πάνος Ζερίτης.
Ο κ. Ζερίτης, αφού αναφέρει από ποια συγκεκριμένα μέτρα που εφαρμόζει το κράτος πλήττεται η ελληνική παραγωγή τυποποιημένων ή βιομηχανικών προϊόντων, ζητά από τον ΣΕΒ να πιέσει την κυβέρνηση ώστε να ληφθεί πρόνοια για μείωση των εισαγωγών προκειμένου να αυξηθούν οι πωλήσεις των ελληνικών.
Συγκεκριμένα, στην επιστολή του ο κ. Ζερίτης επισημαίνει πως πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι απόψεις που διατύπωσε το «Π» στις 24 Ιουλίου, να μπει δηλαδή ΦΠΑ 23% και δασμός εισαγωγής μέχρι και 50% στα είδη που έρχονται από το εξωτερικό και να μην επιβάλλεται ΦΠΑ στα ελληνικής παραγωγής προϊόντα. Υπογραμμίζει επίσης τα εξής:
«Στο ράφι ο καταναλωτής για αμφότερα τα εισαγόμενα και τα ελληνικής παραγωγής προϊόντα πληρώνει 23% ΦΠΑ επί της αξίας κτήσεως, συν το κόστος και το κέρδος του παντοπώλη.
Έτσι το κράτος εισπράττει τον ΦΠΑ του επί της μέγιστης αξίας του προϊόντος, συν τον εισαγωγικό δασμό, και συμπληρώνει τα έσοδά του με το παραπάνω.
Ο ΦΠΑ 23% πληρώνεται από τον καταναλωτή για όλα τα προϊόντα ελληνικής παραγωγής και για τα εισαγόμενα τρίτων χωρών, ΕΕ και Βουλγαρίας.
Όλα τα προϊόντα πληρώνουν στο ράφι τον ίδιο ΦΠΑ 23% ασχέτως προέλευσης και τιμής, με τις εξής περίεργες και εθνοκτόνες διαφορές: Η ελληνική παραγωγή πληρώνει 23% ως παραγωγή, ενώ τα προϊόντα ΕΕ και βουλγαρικής παραγωγής που εισάγονται στην Ελλάδα δεν πληρώνουν ΦΠΑ 23% ως παραγωγή-εισαγωγή. Στο παρελθόν η θρακική παραγωγή πλήρωνε 2% ΦΠΑ, ενώ η αθηναϊκή 10% και τα εισαγόμενα πλήρωναν εισαγωγικό δασμό 50%. Έτσι επικρατούσε η ελληνική παραγωγή στην ελληνική αγορά».
Σήμερα ο έμπορος (παντοπώλης, σουπερμάρκετ κ.λπ.), όταν αγοράζει ένα προϊόν που η αξία παραγωγής του είναι 100 ευρώ, έχει να κάνει επιλογή με τις εξής τιμές: Το ελληνικό προϊόν έχει ΦΠΑ παραγωγής 23%, ενώ όλα τα προϊόντα επιβαρύνονται με 23% ΦΠΑ στο ράφι.
Έτσι το ελληνικό προϊόν με τον ΦΠΑ της παραγωγής φτάνει στα 123 ευρώ, στο ποσόν αυτό προστίθεται ο ΦΠΑ στο ράφι (άλλα 23%) και η τιμή φτάνει στα 151,3 ευρώ, όπως και στα προϊόντα εισαγωγής από τρίτες χώρες.
Τα προϊόντα που προέρχονται από χώρες της ΕΕ και από τη Βουλγαρία δεν έχουν ΦΠΑ παραγωγής, άρα πληρώνουν μόνο ΦΠΑ στο ράφι και έχουν τελική τιμή 123 ευρώ.
«Είναι προφανές», συνεχίζει στην επιστολή του ο κ. Ζερίτης, «ότι ο παντοπώλης θα επιλέξει για προϊόν των αυτών προδιαγραφών το φθηνότερο στο ράφι βουλγαρικό και ευρωπαϊκό με συνολικό κόστος 123 ευρώ και για λόγους πατριωτισμού και ζήτησης από τον έλληνα καταναλωτή εν μέρει και το ακριβότερο ελληνικό 151,3 ευρώ.
Έτσι φτάσαμε ο καταναλωτής σήμερα να αγοράζει 50% εισαγόμενα ευρωπαϊκά και 50% ελληνικά προϊόντα, ενώ παλαιότερα αγόραζε σχεδόν 100% ελληνικά.
Στο μέλλον ο παντοπώλης και ο μειούμενης αγοραστικής ικανότητας έλληνας καταναλωτής θα αγοράζει προϊόντα 100% ευρωπαϊκά και βουλγαρικά. Η ΕΕ και η Βουλγαρία, για την υπερβολικού κόστους Ελλάδα, είναι Κίνα και η επιβίωση για την ελληνική παραγωγή είναι όλα τα εισαγόμενα να πληρώνουν εισαγωγικό δασμό ή ΦΠΑ 23% και η ελληνική παραγωγή μηδέν ΦΠΑ, ενώ για ελληνικής παραγωγής και εισαγόμενα προϊόντα ο καταναλωτής θα πληρώνει στο ράφι τον ίδιο ΦΠΑ 23%.
Το βουλγαρικό βιομηχανικό κόστος είναι πολύ μικρότερο του ελληνικού και αργά ή γρήγορα η βορειοελλαδίτικη ελληνική παραγωγή θα μετεγκατασταθεί στη νότια Βουλγαρία και η ελληνική βιομηχανική παραγωγή θα εκλείψει, δοθέντος ότι πλην του 23% ΦΠΑ και του υψηλού βιομηχανικού κόστους υπάρχουν και πρόσθετοι άμεσοι και έμμεσοι φόροι στον έλληνα παραγωγό και με δεδομένο το αυξανόμενο υπερβολικό δημόσιο χρέος, οι σταθερές και οι πρόσθετες επιβαρύνσεις θα συνεχιστούν επί πολλά χρόνια και μάλλον θα αυξάνουν».
Επίσης, ο κ. Ζερίτης προτείνει συμψηφισμό των απαιτήσεων με τις υποχρεώσεις του Δημοσίου. Συγκεκριμένα, στην επιστολή του τονίζει: «Οι υποχρεώσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα προς τις επιχειρήσεις να συμψηφίζονται με απαιτήσεις του δημόσιου τομέα από την επιχείρηση με το ίδιο εκατέρωθεν επιτόκιο 6%.
Σε περίπτωση διαφορετικών εκτιμήσεων μεταξύ ΔΟΥ και επιχείρησης, η διαφορά να επιλύεται άμεσα από αρμόδια δικαστήρια και όχι από τον έφορο.
Το επιχείρημα των ΔΟΥ ότι δεν έχει το κράτος να πληρώσει τις υποχρεώσεις του και δεν τις πληρώνει, δεν εμποδίζει τον συμψηφισμό και ο μη συμψηφισμός αποτελεί πρόφαση βασιζόμενη στο δίκαιο του ισχυροτέρου».
Τέλος, ο κ. Ζερίτης προτείνει οι απαιτήσεις του Δημοσίου σε ΑΕ και ΕΠΕ να περιορίζονται στο μετοχικό τους κεφάλαιο και στα περιουσιακά τους στοιχεία και να μην επεκτείνονται στους μετόχους και στα μέλη των διοικητικών τους συμβουλίων.


Σχολιάστε εδώ