Η «ενεργειακή υπέρβαση» της κρίσης
Διερωτάται κανείς με θλίψη πώς τα κατάφεραν Αθήνα και Λευκωσία, δύο ελληνικά κράτη, να βρίσκονται σε μια τόσο βαθιά, σχεδόν υπαρξιακή κρίση, με προφανείς τις συνέπειες σε όλα τα επίπεδα της ζωής και της παρουσίας τους στον κόσμο, και με ιδιαίτερη βέβαια έμφαση στο πολιτικό πεδίο, όπου οι εκδηλώσεις της κρίσης στο επίπεδο της κυριαρχίας και της ικανότητας διαπραγμάτευσης και χάραξης στρατηγικής είναι πρόδηλες. Παρά το ολέθριο πλήγμα αυτοχειρίας της 11ης Αυγούστου, και με δεδομένες τις δυνατότητες που έχει ο Ελληνισμός στη Μεγαλόνησο να μετατρέπει τις κρίσεις σε ευκαιρίες ανάκαμψης, αλλά και την παραδοσιακή ικανότητά του να πειθαρχεί, να προσλαμβάνει την έννοια του κοινού καλού, να λειτουργεί συναινετικά και να σέβεται τους θεσμούς, η Κύπρος μπορεί να ανακάμψει.
Όμως, προς τούτο, οφείλει το πολιτικό προσωπικό και ιδιαιτέρως οι ηγέτες της χώρας να προχωρήσουν σε άμεσες στρατηγικές κινήσεις, που σημαίνει την από κοινού χάραξη των μέσων που θα οδηγήσουν σε νέες πολιτικές σε όλα τα επίπεδα και θα μπορέσουν να αλλάξουν το σκηνικό της πολιτικής στο σύνολό της.
Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει κατεπειγόντως να συσταθεί κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με τη συμμετοχή όλων των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου, η οποία με τη συνεργασία ειδικών εμπειρογνωμόνων και επιστημόνων υψηλού επιπέδου να επεξεργαστεί σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, ώστε να αξιοποιηθούν στο έπακρο δύο σημεία:
α) Τα τεράστια ενεργειακά αποθέματα που βρίσκονται στον χώρο μεταξύ Κύπρου – Ισραήλ και Κύπρου – Αιγύπτου. Με τον τρόπο αυτό η Κύπρος θα μπορέσει να μετατραπεί σε αυτό που γεωπολιτικά είναι, η ενεργειακή εμπροσθοφυλακή της Ευρώπης στη Μέση Ανατολή, αφού είναι γνωστό ότι τα «οικόπεδα» που υπάρχουν μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ μπορούν από μόνα τους να καλύψουν για πολλές δεκαετίες τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης. Αυτό θα μετέτρεπε την Κύπρο σε στρατηγικά «προστατευόμενο χώρο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού μπορεί σχετικά εύκολα να μετατραπεί σε «Κατάρ της Ανατολικής Μεσογείου». Η αξιοποίηση της ενέργειας με ταχείς ρυθμούς μπορεί να λύσει από μόνη της το οικονομικό πρόβλημα της Κύπρου, με ταυτόχρονη ενίσχυση της κρατικής της οντότητας και της ευρύτερης πολιτικής της διαπραγμάτευσης. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει η ηγεσία του τόπου να λειτουργήσει όχι μόνο γρήγορα και αποφασιστικά, αλλά και απαλλαγμένη από ιδεοληψίες του παρελθόντος περί Αράβων και Παλαιστινίων, αφού η συνεργασία με το Ισραήλ είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ όρος επιβίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
β) Η Εθνική Φρουρά και το σύστημα ασφάλειας της χώρας, που σήμερα υποβαθμίστηκε και θεωρείται αναξιόπιστο. Τα δύο αυτά όχι μόνο δεν πρέπει να αφεθούν και να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους, αλλά αντίθετα πρέπει να ενισχυθούν τα μάλα, ώστε οι τρίτοι, επενδυτές και χώρες που ενδιαφέρονται να συνεργασθούν στο ενεργειακό πεδίο με την Κύπρο, να αισθάνονται ασφαλείς. Προς τούτο οφείλει η Κύπρος να συνεργασθεί σ’ ένα πλαίσιο πολυμερούς συνεργασίας και συμμαχιών εξωτερικής εξισορρόπησης και με άλλες χώρες πλην της Ελλάδος, όπως το Ισραήλ, αλλά και ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Η ναυτική βάση στο Μαρί, η οποία πρέπει να ανοικοδομηθεί τάχιστα, όπως και η αεροπορική βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» που είναι εγκαταλελειμμένη και ερημωμένη, οφείλουν να αξιοποιηθούν, αναδεικνύοντας τη γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου, και διασφαλίζοντας την ακώλυτη ροή των υδρογονανθράκων από την περιοχή της Κύπρου στην Ευρώπη και τη Δύση.
Η νέα κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας την οποία οφείλει να σχηματίσει ο Πρόεδρος Χριστόφιας πρέπει να περιλαμβάνει στους κόλπους της υπουργούς σε κρίσιμα υπουργεία όπως το Οικονομικών, το Παιδείας και το Άμυνας, που να είναι εγνωσμένης αξίας, να διακρίνονται για την αποφασιστικότητα, τη γνώση του αντικειμένου και την απόλυτη προσήλωσή τους στο εθνικό συμφέρον της χώρας. Η Κύπρος, για να επιβιώσει, πρέπει να τα αλλάξει όλα, να ενταφιάσει τους ιδεοληπτικούς πειραματισμούς της τελευταίας τριετίας, να σκεφθεί και να σχεδιάσει το μέλλον σ’ έναν μακροχρόνιο αγώνα ανάκαμψης και διεκδίκησης του δικαιώματος του λαού για ελευθερία και αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας στο κατεχόμενο τμήμα, το οποίο οι πολιτικές των τελευταίων ετών, οι ολέθριες θα λέγαμε αντιλήψεις περί «τουρκοκυπριακής ικανότητας» για εξεύρεση λύσης,οδήγησαν σταδιακά σε μια ντε φάκτο νομιμοποίηση. Αυτό πρέπει πάση θυσία να αλλάξει, γιατί προδίδει την ιστορία του Ελληνισμού της Κύπρου και ενταφιάζει το μέλλον του ως πολιτισμού και πολιτικής παρουσίας σε μια από τις σημαντικότερες γωνιές του κόσμου.