Τι κρύβει η «απελευθέρωση»;

Η «υπόθεση ταξί» είναι πολύπτυχη. Δεν αφορά μονάχα την αναγκαία και θεμιτή προσπάθεια της Πολιτείας να επέμβει ρυθμιστικά σ’ ένα πεδίο αυθαιρεσίας και προβλημάτων, ούτε το αυτονόητο δικαίωμα των ταξιτζήδων να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους (με σημερινούς όρους: την επιβίωσή τους). Η υπόθεση αυτή αποκαλύπτει εναργώς -και κυρίως- τον προσανατολισμό μιας βίαιης αποδομητικής λογικής (όλοι φτωχότεροι, όλοι προς τα κάτω) και αναδεικνύει την εικόνα μιας κυβέρνησης απαράσκευης, ασυντόνιστης, αλαζονικής και φλύαρης.
Για τους χειρισμούς και την εικόνα της κυβέρνησης περιττεύουν τα σχόλια. Αρκούν οι επισημάνσεις και οι υπομνήσεις. Πρώτον, δεν δεσμεύθηκε προεκλογικά για τις επιλογές και τις αποφάσεις της. Η σκόπιμη παράλειψη, δείγμα δεινού λαϊκισμού, είχε στη βάση της το πολιτικό κόστος. Δεν είχε τα κότσια να πει καθαρά ότι θα προβεί ως κυβέρνηση στην απελευθέρωση του επαγγέλματος και να ενημερώσει αναλυτικά την κοινωνία και τους ενδιαφερόμενους για τους κανόνες που θα ισχύσουν.
Δεύτερον, αν και έδινε προτεραιότητα στην «απελευθέρωση», καθυστέρησε αρκετά να ολοκληρώσει τις απαραίτητες επαφές και να καταλήξει σε συγκεκριμένη απόφαση. Τρίτον, όταν ελήφθη επιτέλους η απόφαση αυτή, και το Προεδρικό Διάταγμα ήταν έτοιμο να υπογραφεί, ήρθε η αναίρεση της απόφασης από τον νέο υπουργό, εκθέτοντας ως ανυπόληπτη την Πολιτεία. Τέταρτον, αντί αστραπιαία ο κ. Ραγκούσης να καλέσει τους ταξιτζήδες, να τους πει καθαρά ότι διαφωνεί με την προτέρα ρύθμιση, να τους ζητήσει νέες προτάσεις και πίστωση εύλογου χρόνου, ανακοίνωσε ερήμην των πάντων ότι πετάει στα σκουπίδια την απόφαση Ρέππα. Εγκληματική επιλογή: Η κίνηση Ραγκούση προκάλεσε την αναπόφευκτη θυμηδία και την οργή των ταξιτζήδων και έβαλε φωτιά στη χώρα, σε μια όντως κρίσιμη τουριστική περίοδο. Ο Ραγκούσης είναι υπεύθυνος για το εκρηκτικό τοπίο και τις οδυνηρές επιπτώσεις και όχι οι υπαρκτές παρεκβάσεις των ταξιτζήδων.
Ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων, τίθεται ένα καίριο ερώτημα: Υπήρχε άμεση ανάγκη απελευθέρωσης του συγκεκριμένου επαγγέλματος; Θεωρητικώς, ναι. Καθότι ζούμε σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς. Όμως η εκ πρώτης όψεως λογική της καταφατικής απαντήσεως προσκρούει καταφανώς σε δύο -εξίσου λογικούς- παράγοντες. Πρώτον, στα διεθνώς συμβαίνοντα: Στις περισσότερες χώρες του κόσμου δεν γίνεται ο πάσα ένας ταξιτζής. Ισχύουν πληθυσμιακά κριτήρια, περιοριστικά της ελεύθερης βούλησης, ακριβώς για να προστατευθούν τόσο οι επαγγελματίες του κλάδου όσο και η κοινωνία (κυκλοφοριακό, ρύπανση κ.λπ.). Και δεύτερον, στα καθ’ ημάς δεδομένα: Τη στιγμή αυτή ο υπερπληθυσμός των ταξί επιβάλλει να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό τους και όχι για την αύξηση του στόλου!
Υπάρχει και ένα δεύτερο, ισοϋψούς σοβαρότητος ερώτημα: Πρέπει να γίνουν ρυθμιστικές παρεμβάσεις στον συγκεκριμένο κλάδο; Ασφαλώς ναι. Ακριβέστερα, απαιτείται ανακαίνιση εκ βάθρων. Δεν είναι δυνατόν να μη φορολογείται η μεταβίβαση των αδειών. Δεν είναι δυνατόν να μην υφίστανται αυστηροί κανόνες συμπεριφοράς και λειτουργίας. Και είναι αδιανόητο να μην επιβάλλονται αυστηρές ποινές σε κατά σύστημα παραβάτες, ποινές που θα φτάνουν μέχρι και στην οριστική αφαίρεση της άδειας χωρίς αποζημίωση. (Αυτό συμβαίνει στο εξωτερικό…)
Ας αναρωτηθούμε όμως: Ποιος ευθύνεται για το σημερινό σκορποχώρι; Οι ταξιτζήδες ή το κράτος; Η προφανής και αυτονόητη απάντηση παραπέμπει στα διαχρονικώς παθογενή της δικομματικής διακυβέρνησης: αβελτηρία και ασυγχώρητες παραλείψεις. Όπως παρέλαβαν το καθεστώς των αδειών και της εν γένει λειτουργίας των ταξί από τη χούντα, έτσι το άφησαν. Με ελάχιστες, αλλά ήσσονος σημασίας προσπάθειες επιμέρους διευθετήσεων. Αλήθεια, τι εμπόδιζε τόσα χρόνια τους ιθύνοντες να επιβάλουν φόρο μεταβίβασης, ώστε να εκλείψει το απαράδεκτο καθεστώς των μαντράδων και των χρημάτων κάτω από το τραπέζι; Τι τους εμπόδιζε να βάλουν αυστηρούς κανόνες λειτουργίας και συμπεριφοράς, ώστε να εκλείψουν θλιβερά φαινόμενα αυθαιρεσίας, τσαμπουκά, ασύστολης κλεψιάς (σε τουρίστες) και τραγικής αισθητικής; Στο εξωτερικό (π.χ. Γερμανία) οι δήμοι που δίνουν τις άδειες -με πληθυσμιακά κριτήρια, φυσικά- αφενός διαθέτουν ειδική αστυνομία για έλεγχο των ταξί και αφετέρου κάθε πέντε χρόνια επανεξετάζεται η άδειά τους. Και ανανεώνεται μόνο αν δεν έχουν υποπέσει σε παραπτώματα…
Οι μύθοι που κυκλοφορούν, καταλλήλως επεξεργασμένοι από την κακοήθη προπαγάνδα, σερβίρουν διάφορες ανοησίες ότι πουθενά αλλού στον κόσμο δεν μεταβιβάζονται οι άδειες (στη Νέα Υόρκη, μια άδεια που μεταβιβάζεται κοστίζει γύρω στα 500.000 ευρώ). Οι μύθοι αυτοί έχουν στόχο αφενός να αποκρύψουν τις βαρύτατες ευθύνες της Πολιτείας και αφετέρου -όπερ και σπουδαιότερο- να μην αποκαλύψουν την πραγματική διάσταση της απελευθέρωσης. Που δεν είναι άλλη από το μοίρασμα των γλίσχρων απολαβών σε περισσότερο κόσμο. Με άλλα λόγια, το σημερινό μεροκάματο επιβίωσης των ταξιτζήδων θα τεμαχιστεί και θα διαμοιράζεται στους νέους επαγγελματίες που θα εισρεύσουν στον κλάδο… Όλοι φτωχότεροι, όλοι στο όριο της επιβίωσης κι ακόμη παρακάτω.
Αυτός είναι και ο γενικός στόχος της ασκούμενης και επιβληθείσης από το Μνημόνιο πολιτικής: καθολική συμπίεση, άθλια μεροκάματα και συνθήκες τρίτου κόσμου. Και όλα αυτά εν ονόματι της ανταγωνιστικότητας, η οποία όμως λίγο -ή ελάχιστα- επηρεάζεται από τις απολαβές των εργαζομένων. (Τολμούσε και το έλεγε μονίμως η Λούκα Κατσέλη και γι’ αυτό την έφαγε το μαύρο το σκοτάδι. Ή μάλλον, και γι’ αυτό…)
Το ιλαρόν της υποθέσεως είναι ότι καμιά «τρόικα» δεν χρειαζόταν για να μπει τάξη στα ταξί. Και καμιά «τρόικα» -ή Ένωση- δεν θα επέμενε στο απόλυτον της απελευθέρωσης αν είχε μπροστά της μια κυβέρνηση με θέσεις, επιχειρήματα και πυγμή. Δυστυχώς, λείπουν και τα τρία…


Σχολιάστε εδώ