Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Η πορεία που ακολουθούν τα πράγματα στη χώρα μας επιβάλλει πια τον διαχωρισμό των δυνάμεων σε καθεστωτικές και μη. Φυσικά, θα πει κανείς, καθεστωτικές είναι όλες οι δυνάμεις, πολιτικές και μη, που μετέχουν στο γίγνεσθαι ασκώντας εξουσία με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Ακόμα και τα εργατικά συνδικάτα, ακόμα και η δικαιοσύνη, ο σύλλογος ηθοποιών ή το σωματείο των ταξιτζήδων. Ναι, αλλά ο βαθμός εξουσίας που ασκούν προσδιορίζει και το μέγεθος των ευθυνών τους στην εξέλιξη της δημόσιας ζωής. Έτσι, μπορούμε να περιορίσουμε τις δυνάμεις σε εκείνες που ασκούν άμεση εξουσία και με την ψήφο τους (κοινοβουλευτικά κόμματα) αποφασίζουν για την επιλογή εκείνης ή της άλλης κατεύθυνσης της χώρας. Οι δυνάμεις που υποστηρίζουν τις κυβερνητικές αποφάσεις και τη συνδιαλλαγή με τα διεθνή κέντρα αποφάσεων είναι αυτές που εκφράζουν όχι απλώς μια πλειοψηφία, αλλά το καθεστώς. Συγκροτούν μια πλειοψηφία και αποτελούν τους στυλοβάτες ενός σκληρού καθεστωτισμού, που δεν είναι διατεθειμένος να παραδώσει την εξουσία του πουθενά και για κανέναν λόγο. Στην ουσία, αυτό που διεξάγεται σήμερα είναι μια μάχη του μεταπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ (όπως διαμορφώθηκε από τον Κων. Σημίτη και σχηματοποιείται από τον Γ. Α. Παπανδρέου) να μείνει με κάθε τρόπο στην εξουσία, να μη χάσει δηλαδή, όπως το 2004, πέντε χρόνια στην αντιπολίτευση, οικοδομώντας πρόσκαιρες συμμαχίες συμφερόντων εντός και εκτός Ελλάδας. Η μάχη αυτού του μεταπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ διεξάγεται εναντίον όλων των άλλων ή, πιο σωστά, εναντίον όλων εκείνων που είναι σε θέση να αρθρώσουν άλλον, διαφορετικό λόγο και να απειλήσουν μια πολιτική δυναστεία συμφερόντων. Είναι σαφές πλέον ότι το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ στηρίζεται από ποικιλώνυμα συμφέροντα που δεν έχουν κοινή καταγωγή, αλλά ούτε καν γεωγραφική σχέση με το κόμμα αυτό. Τούτο συμβαίνει επειδή το μεταπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε να εκφράσει και να προσωποποιήσει τον πολιτικό και οικονομικό συντηρητισμό πολύ πιο αποτελεσματικά από το παραδοσιακό αστικό συντηρητικό κόμμα: τη Νέα Δημοκρατία. Έπρεπε να το παρακάνει στον φιλελευθερισμό ο κ. Σημίτης και οι συνεργάτες του για να ξαναψηφίσει ο κόσμος ΝΔ, αναζητώντας, αν είναι δυνατόν –κι όμως είναι, και συμβαίνει και τώρα–, κοινωνική προστασία από τη Δεξιά. Η αλήθεια είναι ότι της Σημιτικής ομάδας τής ξέφυγε λίγο και έτσι η λαϊκή Δεξιά του Κ. Καραμανλή εκμεταλλεύτηκε το κενό και επενέβη αποτελεσματικά, κερδίζοντας θριαμβευτικά δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, το 2004 και το 2007. Τώρα το επίσημο μεταπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ (τι πιο επίσημο από το να διοικείται από έναν Παπανδρέου (!), έστω κι αν μοιάζει απλή συνωνυμία…) προσεταιρίζεται με επιτυχία κέντρα αποφάσεων εντός και εκτός Ελλάδας θέλοντας να πείσει ότι είναι αυτό που μπορεί να εφαρμόσει με επιτυχία τα χειρότερα δεξιά, νεοφιλελεύθερα, ανάλγητα προγράμματα: Μια δεξιά κυβέρνηση δεν είναι κατάλληλη για κάτι τέτοιο. Γρήγορα θα ανατραπεί. Ενώ ένα παράξενο, κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ (αποτέλεσμα συνονθυλεύματος από συμβιβασμούς και ανήθικες συνεργασίες) μπορεί να τα καταφέρει πολύ καλύτερα. Αναγκαστικά θα έχει και τη στήριξη της παραδοσιακής Δεξιάς (που δεν θα μπορεί να κάνει αλλιώς, άλλωστε δεν μπορεί νομοτελειακά να ξεφύγει από τον καθεστωτισμό και τη φύση της), αλλά και άλλων σχημάτων που θα λειτουργούν ως συμπληρωματικές υποστηρικτικές δυνάμεις. Με το αζημίωτο φυσικά και γιʼ αυτά, αφού θα εισέλθουν αν όχι στα ενδότερα, πάντως στους προθαλάμους του καθεστώτος και του εξουσιαστικού γίγνεσθαι.
Η μεγάλη οικονομική συμφωνία που πέτυχε το μεταπαπανδρεϊκό τεχνοκρατικό ΠΑΣΟΚ με τους υπερεθνικούς κύκλους που αποφασίζουν για τα έθνη και τις τύχες τους εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς τη διαδικασία. Όλοι οι εγχώριοι και μη καθεστωτικοί κύκλοι (εφημερίδες, ηλεκτρονικά ΜΜΕ, χρηματιστήρια, αγορές κ.λπ.) υμνούν την επιτυχία της κυβέρνησης ώστε να πειστεί η κοινή γνώμη όχι μόνο πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος, αλλά ότι αυτό που επετεύχθη είναι αριστουργηματικά σωστό και συμφέρον. Η σύμπραξη τόσο πολλών συμφερόντων, με κοινή καταγωγή και στόχους, καθιστά τη συμφωνία από μόνη της ύποπτη για τα συμφέροντα της χώρας. Εκτός κι αν ορισμένοι συγχέουν τη χώρα με το καθεστώς.