ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΤΡΙΣΧΙΛΙΟΧΡΟΝΗ ΩΡΑΙΑ ΚΟΡΗ ΚΑΝΤΕ ΣΤΑΥΡΟΥΣ, ΚΟΠΗΚΑΝ ΟΙ ΟΜΦΑΛΙΟΙ ΛΩΡΟΙ

Αφού μάς τελειώσανε
τά Δόξα εν Υψίστοις
καί η νεκρή ετάφηκε
μετά τιμής μεγίστης,
•••
γραία τινά εκάθισε
επάνω εις τόν τάφο
καί άκουγε άσμα βαρύ
απʼ ένα φωνογράφο.
•••
Τό άσμα έλεγε πολλά
διά τό παρελθόν της,
τής πεθαμένης εννοώ
καί όχι τό δικόν της.
•••
Σέ λίγο μαζευτήκανε
πτηνά επί τών δέντρων
καί τραγουδούσανε ομού
παρέα μέ τόν Πέτρον.
•••
Εκείνον τού Παράδεισου
πού ως φύλαξ διοδίων
από συνήθεια έκλαιγε
ως Μέντωρ τών ωδείων.
•••
Η κόρη στά κατάβαθα
τού Άδου περπατούσε
χαρίεσσα πού
ο πληθυσμός
τήν εχειροκροτούσε.
•••
Τέτοια γυνή δεν είχανε
τά άδυτα γνωρίσει
κι ούτε ζωγράφος έτυχε
ποτέ νά ζωγραφίσει.
•••
Κι ο Πέτρος εσυνέχισε
κοντά της νά βαδίζει
καί όσους έψαυαν αυτήν
βιαίως νά ραβδίζει.
•••
Αλλά ποιά ήτο η γυνή
πού όλοι τήν θαυμάζαν
καί ως νά ήτο ζωντανή
συγκλόνιζε τήν μάζαν;
•••
Οποίον κάλλος έφερεν
ώστε νά ερεθίζει
τά σκέλια κάθε αρσενικού
πού χρήματα δανείζει;
•••
Διότι ο κάθε δανειστής
κρατάει τάς ορμάς του.
Ακόμα καί στήν άβυσσον
βροντάει ο χαβάς του.
•••
Τό πλήθος παρακολουθεί
στερούμενο τήν στύση,
αφού λεφτά δέν δάνειζε
είχε διά πάντα δύσει.
•••
Η κόρη η Ελληνίζουσα
τούς βιαστές κοιτούσε,
τά τέκνα τους εγνώριζε
όταν στήν Γήν εζούσε.
•••
Φόβος επολιόρκησε
τήν πεθαμένη τότε.
Νεκρά θά τήν βιάζανε
τού βίου οι εξωμόται.
•••
Λέγει τού Πέτρου η φτωχή
«Πήτερ θά μέ ξεσχίσουν.
Εγώ λεφτά τούς γύρεψα
όχι νά μέ γαμήσουν».
•••
Γελά ο Πέτρος ο σοφός
κι έτσι τής απαντάει:
«Ο δανειστής κορίτσι μου
καί μέ νεκρούς γλεντάει.
•••
Ίσως στήν Γήν
τόν πλήρωσες
μά ο τόκος συνεχίζει,
κι ώσπου τό Σύμπαν
νά χαθεί
αυτός θά σέ ξεσχίζει».

……………………..
……………………..

Ο τραπεζίτης, ο δανειστής, ο τοκογλύφος,
είναι ένα αυγό μέ τρείς κροκούς.
Όσο για το τσόφλι
–τόν χρεωμένο– αυτό ούτε στήν Ανάσταση δέν γλιτώνει.


Σχολιάστε εδώ