ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΑΔΙΑΛΛΑΞΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Για το θέμα αυτό γίνεται εκτενής αναφορά και σχολιασμός σε άλλες σελίδες. Συγκρατούμε μόνο απ’ αυτό την επισήμανση ότι η αποκορύφωση του δράματος που διέρχεται η χώρα, με την οικονομική κρίση, δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς κακοδαιμονίας και πολιτικής ανεπάρκειας. Ήταν επίσης το προϊόν της ανεδαφικής αντιμετωπίσεως των προκλήσεων της Ευρωζώνης και της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, με ιδεολογίστικες προσεγγίσεις και ψευδαπάτες.
Από την άποψη αυτή, υπάρχει μια σχετική αναλογία με την οξεία πολιτική και οικονομική κρίση που αναπτύσσεται στην Κύπρο, μετά την τραγική έκρηξη στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης». Η έκρηξη αυτή δεν έπρεπε λογικά να είχε γίνει ποτέ. Το γεγονός ότι έγινε είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης παθογένειας και πολιτικής ανεπάρκειας, που αγγίζει την κορυφή της πολιτικής πυραμίδος. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η ανεπάρκεια αυτή είναι ήδη έκδηλη στο χειρισμό και του εθνικού θέματος. Το έλλειμμα στρατηγικής και η αυτοϋπονόμευση διεφάνησαν, για άλλη μια φορά, σε όλη τη διάστασή τους, κατά την επίσκεψη στην κατεχόμενη Κύπρο του τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν. Ειδικότερα, στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η ελληνική πλευρά στις ακραίες και προκλητικές τοποθετήσεις του τελευταίου στο Κυπριακό.
ΑΠΡΟΚΑΛΥΠΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«ΑΤΤΙΛΑ» ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Κατά τους τελευταίους μήνες είχε καλλιεργηθεί επιτηδείως η εντύπωση ότι η περίοδος μετά τις τουρκικές εκλογές θα ήταν αποφασιστική για το Κυπριακό και παραλλήλως γενικότερα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το υπονοούμενο επένδυε σαφώς στην υποτιθέμενη διαφορετική, «προοδευτική» πολιτική Ερντογάν, η οποία θα έβγαινε ενδυναμωμένη από τις εκλογές, κατ’ αντιπαράθεση προς τους στρατηγούς.
Ο Ερντογάν θα είχε, επομένως, σύμφωνα με τη λογική αυτή, πολύ μεγαλύτερο περιθώριο για να προβεί σε αλλαγές και αναπροσαρμογές στην τουρκική εξωτερική πολιτική και να επιτρέψει την επίτευξη ουσιαστικής προόδου, εν προκειμένω στις διεξαγόμενες διακοινοτικές συνομιλίες στο Κυπριακό. Η επωδός αυτή χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές στο παρελθόν. Λογικά η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να γνωρίζει ποια είναι η αξία μιας τέτοιας προσδοκίας. Πληρώνει όμως το τίμημα του εγκλωβισμού της σε μια διπλωματική στρατηγική, που κατέστησε επισήμως το Κυπριακό ενδοκυπριακή, διακοινοτική διαμάχη και επέτρεψε στην Άγκυρα να εμφανίζεται ως δήθεν τρίτο μέρος.
Ο Ερντογάν μετέβη στην κατεχόμενη Κύπρο για να παραστεί στον εορτασμό της 37ης επετείου της τουρκικής εισβολής. Επιβεβαιώνοντας και υπερακοντίζοντας τις δηλώσεις που είχε κάνει, λίγες μέρες πριν, ο υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, κατέστησε σαφές ότι η «λύση» του Κυπριακού για την τουρκική πλευρά είναι η αναγνώριση του «ψευδοκράτους» ως ισότιμου συνεταιρικού κράτους, υπό τουρκική μάλιστα εγγύηση και στρατιωτική παρουσία.
Απέκλεισε, στο πνεύμα αυτό, κάθε ουσιαστική επιστροφή εδαφών. «Θα είμαι πρωθυπουργός» είπε, «για τα προσεχή τέσσερα χρόνια. Για μένα δεν υπάρχει πλέον θέμα Μόρφου. Δεν προσεγγίζω το θέμα όπως στο Σχέδιο Ανάν. Η Μόρφου ανήκει στη Βόρεια Κύπρο. Δεν μπορεί να γίνει η παραμικρή κίνηση και στο Ριζοκάρπασο. Εάν θέλουν να έρθουν για τις λειτουργίες, ας έλθουν. Έχουν αλλάξει οι συνθήκες που ίσχυαν στο Σχέδιο Ανάν. Η στάση μας στο τραπέζι θα είναι διαφορετική».
Στο ίδιο πνεύμα, αναφερόμενος στο θέμα της Αμμοχώστου και της παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων, τόνισε, με άκρατη αλαζονεία: «Θα περιμένουν πολύ για το άνοιγμα των Βαρωσίων. Αντιμετωπίζουμε την απειλή του αδιεξόδου. Ελπίζω η τέταρτη τριμερής συνάντηση στη Νέα Υόρκη ν’ ανοίξει τον δρόμο».
«Μας λένε αν μπορούμε να αποσύρουμε ένα μέρος της στρατιωτικής μας δυνάμεως. Όχι, δεν θα το κάνουμε. Στο Σχέδιο Ανάν είχαμε δεχθεί την αποχώρηση. Αλλά δεν το δέχθηκαν και έχασαν οι ίδιοι. Τώρα δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει το ίδιο. Θα πρέπει να το συζητήσουμε εκ νέου».
«Η ΕΕ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ
ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΣΤΟ
ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΕΔΑΦΟΣ. ΕΜΕΙΣ
ΟΜΩΣ ΛΕΜΕ ΟΤΙ ΑΥΤΟ ΘΑ
ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΟΥ ΟΗΕ»
Αναφερόμενος στο θέμα της ΕΕ, ο τούρκος πρωθυπουργός επανέλαβε όσα είπε προηγουμένως και ο Νταβούτογλου. Ότι δηλαδή πρέπει να τεθεί χρονοδιάγραμμα για τη «λύση» του Κυπριακού, πριν από την ανάληψη από την Κύπρο της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η τελευταία προβλέπεται για το δεύτερο εξάμηνο του 2012. Απείλησε, σε αντίθετη περίπτωση, ότι οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ θα παγώσουν κατά το εξάμηνο της κυπριακής προεδρίας.
Αυτό όμως που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ακολουθούμενη διπλωματική στρατηγική στο Κυπριακό, είναι η επισήμανση Ερντογάν ότι ηθελημένα η Άγκυρα απορρίπτει το διπλωματικό πεδίο της ΕΕ και προκρίνει αυτό του ΟΗΕ γιατί, προφανώς, αυτό είναι πολύ πιο πλεονεκτικό για την ίδια. Γιατί όμως συγκατατίθεται η ελληνική πλευρά; Γνωρίζει ότι ο σημερινός ΟΗΕ δεν είναι αυτός που ήταν στο παρελθόν. Γνωρίζει επίσης ειδικότερα ότι η Γραμματεία του ΟΗΕ κυριαρχείται και εμπνέεται από τον αγγλοαμερικανικό διπλωματικό παράγοντα.
Προφανώς, δεν χρειάζεται να εγκαταλειφθεί το διπλωματικό πεδίο του ΟΗΕ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το Συμβούλιο Ασφαλείας. Είναι γνωστό ότι σ’ αυτό οι πολιτικοί συσχετισμοί είναι διαφορετικοί σε σχέση με την Κύπρο. Δεν υπάρχει αγγλοαμερικανικό μονοπώλιο και μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Κίνα, υπεστήριξαν επανειλημμένα, σε κρίσιμες στιγμές, την ανεξαρτησία, την ενότητα και την κυριαρχία της Κύπρου.
Αυτό το οποίο χρειάζεται είναι η μεταφορά από την ελληνική πλευρά της εμφάσεως των διπλωματικών της προσπαθειών από το πεδίο του ΟΗΕ στο πεδίο της ΕΕ, όπου έχει το στρατηγικό πλεονέκτημα. Το ίδιο το ευρωπαϊκό πλαίσιο αρχών και τα θεσμικά δικαιώματα της Κύπρου ως χώρας μέλους, της παρέχουν τη δυνατότηατα να θέτει το Κυπριακό ως όρο και προϋπόθεση στις σχέσεις Τουρκίας και ΕΕ. Της επιτρέπει επίσης να ζητά την εφαρμογή και στην περίπτωση της Κύπρου των ευρωπαϊκών αρχών και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
Με τη λογική αυτή, η Κύπρος δεν έχει κανένα λόγο να αυτοεγκλωβίζεται σε μια στρατηγική που είναι συμπληρωματική εκείνης των αντιπάλων της. Δεν παρέχει, εκ των πραγμάτων, καμιά ουσιαστική προοπτική για λύση αποδεκτή από την ελληνική πλευρά. Επιδιώκει, αντιθέτως, την κατατριβή του Κυπριακού ως διεθνούς θέματος, την προώθηση της αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους ως ισότιμου μέρους και της κατεχόμενης Κύπρου ως δήθεν «επικράτειας» των Τουρκοκυπρίων. Δημιουργεί, επιπλέον, τον κίνδυνο ακυρώσεως της ΕΕ ως στρατηγικού πλεονεκτήματος της Κύπρου και μετατροπής της σε μπούμερανγκ.
ΣΕΝΑΡΙΟ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΑΝΑΝ. ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΗΛΑΔΗ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΓΙΑ «ΛΥΣΗ» ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
ΤΟΥ ΓΓ ΤΟΥ ΟΗΕ
Η τουρκική πλευρά, σε αγαστή συνεργασία με τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα, παρουσιάζεται ως επισπεύδουσα για «λύση» και προβάλλει επιτακτικά την ανάγκη χρονοδιαγράμματος. Υποδεικνύει σχετικά ως ύστατο χρονικό όριο τον Ιούνιο του 2012, πριν δηλαδή την ανάληψη από την Κύπρο της ευρωπαϊκής προεδρίας.
Αποδίδει από την άποψη αυτή καθοριστική σημασία στην προγραμματισμένη για τον Οκτώβριο νέα «τριμερή» συνάντηση (συνάντηση του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων). Η Άγκυρα πολύ θα ήθελε η συνάντηση αυτή, υπό συνδυασμένη διεθνή διπλωματική πίεση, να εξελιχθεί κατά το προηγούμενο εκείνης του 2003. Σε αποδοχή δηλαδή της επιδιαιτησίας του ΓΓ του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, υπό μια πιο συγκεκαλυμμένη μορφή.
Η Άγκυρα επιδιώκει, με τον τρόπο αυτό, να επιτύχει μια «λύση» στα μέτρα της. Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα επρόκειτο για διπλωματικό θρίαμβο της τουρκικής πολιτικής. Η Άγκυρα όχι μόνο θα νομιμοποιούσε διεθνώς τα τετελεσμένα της εισβολής και θα έθετε τις βάσεις για τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου στο μέλλον αλλά θα μετέτρεπε επίσης την Κύπρο από εμπόδιο στον ευρωπαϊκό της δρόμο σε μέγα στρατηγικό πλεονέκτημα. Η Κύπρος, μέσα από τον ισότιμο, συνεταιρικό, ουσιαστικά συνομοσπονδιακό χαρακτήρα μιας τέτοιας «λύσεως» και κάτω από την ανάγκη να καταστήσει λειτουργική μια τέτοια «λύση», θα ήταν συνεχώς υποχρεωμένη να συμπολιτεύεται με την Άγκυρα στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, η Άγκυρα θα έμπαινε από την πίσω πόρτα, μέσω των ισοτίμων Τουρκοκυπρίων, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και θα επηρέαζε καταλυτικά τις θέσεις και την ψήφο μιας χώρας μέλους της ΕΕ. Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα μεταβαλλόταν, σε μια τέτοια περίπτωση, σε στρατηγικό διπλωματικό χαρτί της Άγκυρας και σε απερίγραπτο φιάσκο για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΥΜΠΛΕΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. ΟΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΧΙΛΑΡΙ ΓΙΑ ΤΟ
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΤΗΝ ΚΩΝ/ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΕΥΣΧΗΜΗ ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Μια επιπλέον ένδειξη ότι η αμερικανική πολιτική δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει στο Κυπριακό, είναι οι πρόσφατες δηλώσεις Χίλαρι στην Κων/πολη. Η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών, απαντώντας σε παρατήρηση που έκανε με υποκριτική επιτηδειότητα ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου, ότι πρέπει η προσεχής ευρωπαϊκή προεδρία της Κύπρου να ασκηθεί από την «Ηνωμένη Κυπριακή Δημοκρατία», έσπευσε, δυστυχώς, να συμφωνήσει. Έσπευσε επίσης να χρησιμοποιήσει την τουρκική ορολογία των «δύο λαών» στην Κύπρο, αντί κοινοτήτων, που παραπέμπει σε συνομοσπονδιακή «λύση» του Κυπριακού, στη βάση δύο ισοτίμων κρατών.
Η αμερικανική πολιτική εξακολουθεί, προφανώς, να εμμένει στη γνωστή στρατηγική της επιστροφής της Τουρκίας στην Ευρώπη, ως βασικού παράγοντος για μια νέα γεωπολιτική τάξη στα Βαλκάνια, για την υποστήριξη μιας ευρωασιατικής στρατηγικής και για μια Ευρώπη χωρίς γεωπολιτική αυτονομία και ανεξάρτητη πολιτική.
Το ερώτημα είναι γιατί η Ελλάδα να συμπλέει με μια τέτοια πολιτική, όταν είναι καταφανές ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ισοδυναμούσε με γεωπολιτική ανατροπή σε βάρος της. Αναρωτιέται επίσης κανείς πώς έφτασαν στο σημερινό θλιβερό σημείο οι ελληνορωσικές σχέσεις, την ίδια στιγμή που η Άγκυρα προκαταλαμβάνει την Αθήνα και προς αυτήν την κατεύθυνση και αναπτύσσει στρατηγικές οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα.
Ερωτήματα υπάρχουν επίσης για το πόσο η Αθήνα αξιοποιεί αποτελεσματικά τη διπλωματική προσέγγιση με το Ισραήλ για να επηρεάσει την αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά. Είναι πρόδηλο ότι, παρά τις αμερικανικές διαμεσολαβήσεις για την αποκατάσταση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων, το απόθεμα της καχυποψίας και της επιφυλακτικότητας του Ισραήλ απέναντι στην Άγκυρα δεν πρόκειται να εξαλειφθεί γρήγορα ή εύκολα.
Είναι προφανές ότι το Ισραήλ δεν θα ήθελε μουσουλμανική περικύκλωσή του και από την πλευρά της Κύπρου. Αυτό θα συνέβαινε στην περίπτωση που μια απαράδεκτη λύση τύπου Σχεδίου Ανάν θα άνοιγε τον δρόμο για την επιβολή τουρκικού γεωπολιτικού ελέγχου πάνω σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Δεν θα ήθελε επίσης να έχει συνέταιρο στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου στην ισραηλινή και κυπριακή ΑΟΖ, μια «Ηνωμένη Κυπριακή Δημοκρατία», πάνω στην οποία θα ασκούσε η Άγκυρα καταλυτική επιρροή, αν όχι έλεγχο.
Κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα, η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών αρκέσθηκε να πει καλά λόγια για την ανάγκη να υποστηριχθεί η Ελλάδα για ν’ αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Επανέλαβε επίσης, για μια ακόμη φορά, τη στερεότυπη υποστήριξή της για το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης.
Δεν έκανε όμως καμιά δήλωση για το Κυπριακό, που να επανορθώνει τα όσα είπε στην Κων/πολη. Δεν είπε επίσης τίποτε που ν’ αναθεωρεί τις γνωστές αμερικανικές απόψεις για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Προεβλήθη, αντιθέτως, μια επίφαση άριστων σχέσεων, που, δυστυχώς, είναι μακριά από την πραγματικότητα, σε ό,τι αφορά τα συγκεκριμένα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
ΒΑΘΥΤΕΡΟΣ ΑΥΤΟΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΑΔΙΕΞΟΔΗ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
ΤΟΡΠΙΛΙΖΕΙ ΑΠΡΟΚΑΛΥΠΤΑ
ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΓΙΑ
ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΛΥΣΗ
Το παράδοξο στην περίπτωση αυτή δεν βρίσκεται στην τουρκική πλευρά, που, διά του αρμοδιοτέρου στόματος του τούρκου πρωθυπουργού, προβάλλει απροκάλυπτα και προκλητικά την τουρκική αδιαλλαξία. Βρίσκεται, δυστυχώς, στην ελληνική πλευρά. Η τελευταία δεν εννοεί ακόμη ν’ αντιληφθεί τους μέγιστους κινδύνους που δημιουργεί με την εμμονή της σε μια στρατηγική που είναι απλώς συμπληρωματική της στρατηγικής των αντιπάλων της.
Η διαδικασία, δυστυχώς, είναι μέρος της ουσίας. Πολύ περισσότερο όταν η διαδικασία, με τη συναίνεση του θύματος, βρίσκεται στα χέρια πανίσχυρων διπλωματικών δυνάμεων.
Ποιος θα εμποδίσει τον Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ να υποβάλει, με παρασκηνιακή επίνευση, προτάσεις και απόψεις που θα έχουν στην ουσία χαρακτήρα επιδιαιτησίας; Ποιος θα τον εμποδίσει να συνεχίσει την τακτική της αναβαθμίσεως και αναγνωρίσεως του «ψευδοκράτους», με τη θολή μορφή του ισότιμου μέρους; Ποιος θα τον εμποδίσει να γίνει ο τηλεβόας, την κατάλληλη στιγμή, κατά των ελληνικών θέσεων, κατά το προηγούμενο του προκατόχου του;
Η ελληνική πλευρά και προσωπικά ο κύπριος Πρόεδρος όφειλε να επανεκτιμήσει τα δεδομένα, υπό το φως των πραγματικών γεγονότων, όπως εκφράζονται επισήμως από την ύπατη τουρκική ηγεσία. Υποβολιμιαίες εξηγήσεις ότι δήθεν η σκλήρυνση της τουρκικής πολιτικής αποτελεί διαπραγματευτική τακτική, είναι εκ του πονηρού. Οι διακοινοτικές συνομιλίες διεξάγονται, υποτίθεται, πάνω σε μια καθορισμένη πολιτική βάση. Από τη στιγμή που, για πολλοστή φορά, επιβεβαιώνεται απροσχημάτιστα η πολιτική των τετελεσμένων του «Αττίλα», δεν υπάρχει κανένα νόημα ούτε στη συντήρηση μιας τέτοιας διαδικασίας ούτε, πολύ περισσότερο, στην εντατικοποίησή της. Δεν επιτρέπεται επίσης, η σκιαμαχία γύρω από ένα ψεύτικο δίλημμα: διχοτόμηση δήθεν ή «επανένωση»; Η επιζητούμενη από την άλλη πλευρά και τους συμμάχους της «επανένωση» είναι το ψευδώνυμο της συνομοσπονδίας δύο ισοτίμων και ισοκυριάρχων κρατών, που θα έθετε τις βάσεις για τον γεωπολιτικό έλεγχο από την Άγκυρα ολόκληρης της Κύπρου.