Ομόλογα και αγγούρια

Ο συνταξιδιώτης στο πλοίο έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Έδειχνε τρισευτυχισμένος κι έκανε τα πάντα για να δείξει το κέφι και τη χαρά του. Σαν να είχαν φύγει ξαφνικά, ως διά μαγείας, όλα τα δεινά. Σαν να μην είναι υπαρκτή η «μαύρη τρύπα» 4,6 δισ. ευρώ του προϋπολογισμού στο πρώτο εξάμηνο του έτους… Σαν να μην προανήγγειλε ο υπουργός Οικονομικών τη χρεοκοπία της χώρας, έστω και επιλεκτική… Σαν να μην άκουσε, ο άνθρωπος, τίποτα για τα 36(!) πιθανά σενάρια επίλυσης του ελληνικού χρέους. Αυτός εκεί, στον κόσμο του. Μες στην καλή χαρά. Όλα τα έβλεπε ρόδινα και ωραία.

«Τούτη τη βλοσυρή εποχή, που δεν σκάει χαμόγελο πουθενά, να ένας τύπος που διατηρεί ακόμα το κέφι του. ‘Η βολεμένος θα είναι ή θα έρχεται από άλλον πλανήτη ή θα χρωστάει της Μιχαλούς», σκέφτηκα. Προκειμένου, μάλιστα, να διαπιστώσω το μέγεθος, κυρίως, της οικονομικής του επιφάνειας, που κατά τα φαινόμενα τον έκανε να βλέπει τη ζωή διαφορετικά από εμάς τους κοινούς ταξιδιώτες, πλησίασα και τον ρώτησα:

– Αυτό το δρομολόγιο το κάνετε τακτικά;

– Όχι, φυσικά. Είμαι από τους ανθρώπους που βαριούνται εύκολα τα ίδια και τα ίδια. Συχνά-πυκνά αλλάζω προορισμούς.

– Για επαγγελματικούς λόγους;

– Όχι, φυσικά. Για λόγους ψυχαγωγίας. Σήμερα Μύκονο. Αύριο Κέρκυρα, μεθαύριο Ρόδο. Τον Σεπτέμβρη, αν μου καθίσει, μπορεί να πάω και στο Παρίσι!

– Τι να σας καθίσει; Η πτήση;

– Η προσφορά, φυσικά!

Το πράγμα άρχισε να αποκτά άγρια ομορφιά. Ένας σύγχρονος Έλληνας, στην εποχή του ΔΝΤ, έχει τη δυνατότητα να πηγαίνει στα νησιά μας και στην Ευρώπη με τη συχνότητα που τα τρόλεϊ κάνουν τη διαδρομή Κολιάτσου-Παγκράτι!

– Μπράβο, φίλε, του είπα με θαυμασμό. Σε χαίρομαι. Αφού έχεις τόσα λεφτά, δώσ’ του να καταλάβει.

Ξαφνικά ο συνταξιδιώτης άρχισε να γελάει ακόμα πιο δυνατά. Μόνο που δεν έπεσε από τα γέλια στο κατάστρωμα.

– Λεφτά; Ποιος μίλησε για λεφτά;

– Εγώ! Εσείς, όμως, μου δώσατε αυτήν την εντύπωση. Δηλαδή, δεν έχετε λεφτά;

– Όχι, φυσικά.

– Και πώς κινείσθε με τόση άνεση;

– Σας είπα. Με προσφορές. Είναι τόσο απλό. Ρίξε μια ματιά γύρω σου και θα δεις πως όλοι μάς τα προσφέρουν όλα. Η πιστωτική μου κάρτα μου προσφέρει ένα τριήμερο στη Χαλκιδική δωρεάν. Το εμπορικό κέντρο της γειτονιάς, μαζί με δύο γραβάτες, που προσφέρει ένα σώβρακο δωρεάν. Η ασφαλιστική μου εταιρεία μια εγχείρηση δωρεάν. Το φροντιστήριο του γιού μου ένα μάθημα Γερμανικών δωρεάν. Ακόμα και ο κυρ Πέτρος ο μανάβης στη γωνία, μαζί με δύο καρπούζια προσφέρει δώρο και ένα ζευγάρι αγγούρια! Και μάλιστα μακριά. Τι άλλο να ζητήσω απ’ τη ζωή; Διακοπές, διασκέδαση, ντύσιμο, παιδεία, υγεία, δωρεάν! Μην είμαστε και αχάριστοι.

– Φυσικά, απάντησα επηρεασμένος από το σκεπτικό του συνταξιδιώτη, αλλά κάτι δεν μου πήγαινε ακόμα καλά…

Μήπως όσα έλεγε τόσο φυσικά δεν ήταν μόνο στη φαντασία του; Μήπως υπήρχε και κάποια λογική βάση πίσω από αυτά; Μήπως ήξερε και κάτι περισσότερο από Ευρώπη μεριά;

– Εντάξει, ρε φίλε, του είπα. Με το χρέος όμως τι γίνεται;

– Στον μπακάλη; Α, δεν σου είπα. Ο κυρ Μπάμπης στα δύο γιαούρτια προσφέρει κι ένα σαλάμι δωρεάν!

– Δεν εννοώ αυτό το χρέος. Εννοώ το εθνικό μας χρέος.

– Ουδέν πρόβλημα. Έχουμε μια καλή προσφορά από τους Γερμανούς, με τη μορφή ανταλλαγής. Στα τρία δικά μας ομόλογα, αυτοί μας δίνουν τρία δικά τους, επταετούς διάρκειας! Πιο μακριά κι από τ’ αγγούρια του κυρ Πέτρου.

– Κι αυτό το λες εσύ «καλή προσφορά»;

– Πολύ καλή! Για τους Γερμανούς, φυσικά!


Σχολιάστε εδώ