ΜΠΕΕΕ…

Δεν φταίω εγώ, αλλά ο καλός γείτονας ο κ. Αμανίτης, που μʼ εκείνα τα «αρτίδια» που μας ξεφούρνισε την περασμένη Κυριακή έπεσε πολύ γέλιο και έτσι ήρθε στην κουβέντα και η ιστορία του –γκρεμισμένου πια– κινηματογράφου «Ορφέα» στην οδό Σταδίου και που από λόγο σε λόγο, φτάσαμε και στα αμαρτωλά κατορθώματα του υπουργείου Πολιτισμού, επί Μελινοκρατίας, για το πώς αγοράστηκε το κτίριο του «Ρεξ», με χρήματα του ελληνικού Δημοσίου, για να δώσουν τον ωραιότερο και παραδοσιακότερο κινηματογράφο της πρωτεύουσας, πακέτο, στον κομματικό τους ευνοούμενο, τον κ. Ηλία Μαροσούλη, για να τον μετατρέψει σε κοσμική μπουζουκοταβέρνα, αποφεύγοντας κάθε ενημέρωση των ΜΜΕ, χωρίς κοινοβουλευτική άποψη και χωρίς να προηγηθεί δημοπρασία για να υπάρξουν προσφορές και άλλων μπουζουκοταβερναρέων, κάτι δηλαδή που σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν θα μπορούσε, εκτός ίσως της Ουγκάντα κι αυτό επί Αμίν Νταντά, γιατί, απʼ ό,τι μαθαίνω, έχει αρχίσει και εκεί μια αναβάθμιση της ανθρωποφαγικής Ντανταοκρατίας. Ενώ στην Ελλάδα που ζούμε και ευτυχούμε, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, όλα τα παράνομα και τα σκανδαλώδη μπορούν να διαπραχθούν μέρα μεσημέρι και με ομόθυμη συμφωνία κοινοβουλευτικών ομοβελαζόντων, όπου το κάθε προβατοειδές «μπεεε» σημαίνει και με «ναι σε όλα» τα πάντα παραγράφονται.

Μίλησε κανένας για ηθική; «Μπεεε» άκουσα. Εντάξει, συνεννοηθήκαμε…
Καμία κουβέντα περί «μπουζουκοταβέρνας» το «Ρεξ», δεχόμεθα και παραγγελίες για ετήσιους χορούς συλλόγων, σωματείων, κομματικών οργανώσεων, για γάμους, επετείους, βαπτίσεις; Μίλησε κανένας; Ποιος να μιλήσει; Ούτε «μπεεε» δεν ακούστηκε.

ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΜΕΝΟΙ…
Και επειδή είπαμε για τον «Ορφέα» και το «Ρεξ», μόνο αυτοί είναι που τους έφαγε ο Βούδας; Την «Τιτάνια» δίπλα στο «Ρεξ», που έπαιζε δύο μήνες την «Αρζεντίνα» με το τραγούδι του Αντόνιο Βάργκας Χερέδια, μεταγλωττισμένο στα ελληνικά σε «Αντώνη βαρκάρη σερέτη», την ξέχασες; Το «Πάνθεον», που ήταν αντίκρυ και που έναν καιρό έγινε και θέατρο. Το ίδιο όπως και το «Μοντιάλ», που πότε γινόταν θέατρο με επιθεωρήσεις, όπου και πρωτακούστηκε διά στόματος Ρένας Βλαχοπούλου το «Κορόιδο Μουσολίνι», το 1940, με στίχους του Γιώργου Οικονομίδη και εκεί λαχταριστό γκομενάκι έπαιζε και η Καλή Καλό που γράφαμε μια περασμένη Κυριακή και που στα τελευταία του πριν γρκεμιστεί, για το «Μοντιάλ» λέμε, ήταν σινεμά των δύο έργων και της μιας τυρόπιτας. Στην Πλατεία Ομονοίας το «Κοτοπούλη», πρώην «Κρόνος», που το αθεόφοβο σε μια Δευτέρα χώρεσε 11.000 πιστούς του Νίκου Ξανθόπουλου, ενώ γύρω του, περί την Ομόνοια, ανθούσαν οι λαϊκοί της λούμπεν κοινωνίας και του σκασιαρχείου, το «Ροζικλαίρ», το «Νέο Ελλάς», το «Αθηναϊκό», το «Μαζέστικ», η «Αλάσκα». Δεν έμεινε ούτε ένας για δείγμα και που συνολικά οι κινηματογράφοι του κέντρου μόνο που έχουν παραχωρήσει τις θέσεις τους σε ξενοδοχεία και μεγαλοοικοδομές ξεπερνούν τους 16. Τέτοιο ολοκαύτωμα!

Μέσα σʼ αυτούς και ένας εντελώς ξεχασμένος κινηματογράφος, στην Πλατεία Συντάγματος, ο μοναδικός σʼ αυτό το σημείο, γιʼ αυτό και «εκτός πιάτσας» επειδή ο κινηματογραφικός οργασμός ήταν τότε από τη Σταδίου και κάτω, όπου ήταν το «Αττικόν» και αντίκρυ το «Σπλέντιτ» που έγινε μετά το «Έσπερος», ο «Απόλλων» και αργότερα το «Σινέ Νιους» (Άστρον) και το «Άστυ». Μιλάμε για το «Κυβέλης Ούφα» που βρισκόταν στην άκρη της Πλατείας Συντάγματος, στην αρχή της οδού Μητροπόλεως, που έγινε εξαρχής για θέατρο, τέλεια φτιαγμένο, άνετο, από αρχιτέκτονες της σχολής Τσίλερ, για να στεγάσει τη σύζυγο ενός ευπατρίδη, του Κώστα Θεοδωρίδη, δηλαδή τη μεγάλη πρωταγωνίστρια της εποχής, την Κυβέλη Αδριανού, πανέμορφη, «θηλυκό» με όλη τη σημασία της λέξης, ένα «είδωλο» στα μέτρα της οποίας, σε ερωτικές ακροβασίες, ακολούθησε σε μεγαλύτερη βέβαια κλίμακα αργότερα η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ίδιας εγωκεντρικής νοοτροπίας και ανάλογης μετριότητας ταλέντου και οι δύο. Όταν κάποια στιγμή, η Κυβέλη, στις θεατρικές της δόξες και ερωτικά περιζήτητη, φορτωμένη ήδη και με ένα προηγούμενο διαζύγιο με τον ηθοποιό Μήτσο Μυράτ και με παιδιά, εγκαταλείπει τον ιδιότροπο, εσωστρεφικό και υπερβολικά ζηλότυπο Θεοδωρίδη για να ακολουθήσει τον καινούργιο της έρωτα, που δεν ήταν άλλος από τον Γεώργιο Παπανδρέου, επίσης πολιτικό «σταρ» της εποχής, παντρεμένος κι αυτός, με έντονο ερωτικό DNA.

Όταν η Κυβέλη, τρελαμένη με το νέο της έρωτα, με τον οποίο απέκτησε και ένα γιο, τον γραφικό Γιωργάκη Παπανδρέου, τα παράτησε όλα, κάνοντας μερικές σπάνιες εμφανίσεις, ενώ ο Θεοδωρίδης έκλεισε το θέατρό του και έβαλε ένα τεράστιο λουκέτο στην πόρτα και όποιος τον ρωτούσε τι έγινε η Κυβέλη, ο εγκαταλειφθείς σύζυγος, που καθόταν στο μπαράκι που ήταν δίπλα στην είσοδο του θεάτρου, έπινε ήμερος τον καφέ του και ή του έδειχνε το λουκέτο χωρίς άλλη εξήγηση ή πολύ ξερά τον ρωτούσε εκείνες «μήπως εσείς ξέρετε;».

Στο τέλος λοιπόν της δεκαετίας του ʼ20, ο πατέρας μου, ο Κώστας Λαζαρίδης, από τους παλαιότερους και πιο δραστήριους κινηματογραφιστές, είχε ιδρύσει την κινηματογραφική εταιρεία «Συμβατική» και ύστερα από μεγάλες προσπάθειες είχε αποκτήσει την αντιπροσωπεία της μεγάλης γερμανικής εταιρείας «Ούφα». Ήταν η χρυσή εποχή του γερμανικού κινηματογράφου, πριν ενσκήψει η ναζιστική επιδρομή του Γκέμπελς, αναγκάζοντας αργότερα τους περισσότερους σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως τον Φριτς Λανγκ, τον Έρνεστ Λιούμπιτς, τον Γιόζεφ φον Στένμπεργκ, τον Στροχάιμ κ.ά. να εγκαταλείψουν έντρομοι τα γερμανικά στούντιο της Μπάμπελσμπεργκ και να καταφύγουν στο Χόλιγουντ, μεταφέροντας εκεί την ευρωπαϊκή τους κουλτούρα. Σπουδαίες ταινίες της «Ούφα» άρχισαν να έρχονται στην Αθήνα, όπως ο «Φάουστ» με τον Εμίλ Γιάνιγκς, η «Μητρόπολις» του Φριτς Λανγκ, το «Κουτί της Πανδώρας» και η «Ατλαντίδα» του Παμπστ, ο «Νοσφεράτου» του Μουρνάου, το «Συνέδριο χορεύει» και ο «Γαλάζιος άγγελος» με τη Μάρλεν Ντίτριχ, που ξαναπαίζεται αυτό το καλοκαίρι σε ανανεωμένη κόπια.

ΜΑΡΛΕΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΥΒΕΛΗΣ!
Η προβολή όμως των σπουδαίων εκείνων ταινιών ήταν προβληματική, επειδή οι κινηματογράφοι της «εμπορικής πιάτσας» που είπαμε ήταν καπαρωμένοι από τις αμερικανικές εταιρείες και είχαν την πόρτα τους ερμητικά κλειστή στις ταινίες της «Ούφα» επειδή έβλεπαν την υπεροχή τους. Έτσι, ο Κώστας Λαζαρίδης, βλέποντας την ιστορία της απαγωγής της Κυβέλης, που το σκάνδαλό της είχε αναστατώσει την Αθήνα, σκέφτηκε να ζητήσει από τον Θεοδωρίδη το κλειστό θέατρο της Πλατείας Συντάγματος να του το δώσει για να το κάνει κινηματογράφο, μια πρόταση που ο απατημένος σύζυγος την είδε και σαν εκδίκηση για την άπιστη Κυβέλη, γιʼ αυτό και το όνομα της «Ούφα» μπήκε πριν από το δικό της, ενώ η Κυβέλη για κανένα όνομα δεν επέτρεπε να μπει πριν από το δικό της και που με παρέμβαση του προνοητικού πατέρα μου, για να μην πουν «ήρθαν οι Γερμανοί να μας καβαλήσουν» (άλλες εποχές τότε, πιο… ευαίσθητες!) τελικά η ονομασία έγινε «Κυβέλης – Ούφα». Έτσι έκλεισε η συμφωνία, επιμένοντας ο χολωμένος Θεοδωρίδης να παίζουν ταινίες με τα δακρύβρεκτα ιταλικά «μελό» της εποχής, όπως ήταν οι ταινίες της Φραντζέσκα Μπερτίνι και της Λίζα Μπορέλι, για να αποδείξει στην άπιστη πρώην γυναίκα του, θριαμβεύτρια της «Σκιάς» του Νικοντέμι, ότι ήρθαν κάτω από την ίδια στέγη άλλες «σκιές» και μάλιστα εισαγόμενες για να την επισκιάσουν. Ενώ άδικα τον διαβεβαίωνε ο πατέρας μου ότι είχε εξασφαλίσει άλλες πολύ καλύτερες από τις ιταλικές «μελάντζες», καταλήγοντας στο μεγάλο «ατού», τον «Γαλάζιο άγγελο»…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ