Μια φορά και έναν καιρό

Άριστος ομιλητής, πολιτευτής ή και υπουργός της ΕΠΕΚ επί μακαρίτη Πλαστήρα, δημιουργούσαν τα λόγια του ένα αίσθημα εθνικής υπεροχής, και ήταν τόση η πολεμοχαρής έξαρσή του, που αβίαστα κατέληγες στο συμπέρασμα πως έφτασε πια η άγια ώρα να πραγματοποιηθούν τα λόγια των πατεράδων μας πως «πάλιν με χρόνια με καιρούς, πάλιν δικά μας θα ʼναι», και τώρα απλώς θα απλώσουμε εμείς το χεράκι μας και θα τα τσεπώσουμε. Και επειδή σε κάποια γωνιά της ψυχής μας πάντα φωλιάζει η ελπίδα της μεγάλης ρεβάνς, πήραμε περισσότερο επιθετική θέση στον καναπέ, έτοιμοι να λογαριαστούμε με τους Τουρκαλάδες.

Εκείνες τις ηλεκτρισμένες μέρες που άρχισαν με την αναπάντεχη επιστολή του Μακάριου προς τον Γκιζίκη, με κοινοποίηση προς όποιον θυμόταν, ακούγαμε το νυκτερινό δελτίο ειδήσεων του BBC που μεταδιδόταν κάπως αργούτσικα, δηλαδή στις δώδεκα και μισή μετά τα μεσάνυχτα, με αρκετά καλή και χωρίς παράσιτα λήψη.

Η ώρα δεν περνούσε, ο Ιωσήφ συνέχιζε απτόητος τον Φιλιππικό του και καθώς ήμουνα κουρασμένος είπα: «Δεν βαριέσαι, ακούω Λονδίνο το πρωί…». Έλειπε διακοπές η οικογένεια, άρα όποια ώρα γούσταρα κοιμόμουν. Ζήτησα σεμνά συγγνώμη από τον δημοσιογράφο επειδή δεν θα άκουγα τη συνέχεια της ομιλίας του, έσβησα την τηλεόραση και τράβηξα για ύπνο προφανώς επηρεασμένος, διότι είδα όνειρο πως καβάλα σʼ άσπρο άλογο εκπορθούσα την «κόκκινη μηλιά…» και τα πέριξ. Οφείλω φυσικά να δηλώσω πως εκτός ύπνου ουδέποτε θα έκανα κάτι παρόμοιο…

Το πρωινό δελτίο του BBC ήταν γύρω στις έξι και μισή ή επτά παρά τέταρτο, αν θυμάμαι καλά, και η πρώτη είδηση που μετέδωσε λαχανιασμένος ο εκφωνητής, που λες και ήρθε τρεχάλα στο στούντιο για να προφτάσει να πει τα νέα, ήταν πως «πριν από το χάραμα ξεκίνησαν οι Τούρκοι απόβαση στην Κύπρο». Ήμουν ο πρώτος που έμαθε τη μεγάλη είδηση, γιατί ο άλλος που λογικά θα έπρεπε να ήταν πρώτος, ο υφυπουργός δηλαδή παρά τω πρωθυπουργώ Δημ. Καρακώστας, κοιμόταν. Όταν του τηλεφώνησε γύρω στις έξι το πρωί δημοσιογράφος και του ανέφερε περί της εισβολής ζητώντας πληροφορίες, τον αποστόμωσε θυμωμένος: «Γιʼ αυτό με ξύπνησες, ΡΕ, ξημερώματα;», όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Τα παρασκήνια της αλλαγής» ο Σταύρος Ψυχάρης.

Ενώ ο κ. υφυπουργός συνέχιζε τον ύπνο του και οι μπουνταλάδες Τούρκοι πατούσαν το έδαφος της Κύπρου, χωρίς να πιω καφέ έτρεξα στο γραφείο να μεταδώσω την είδηση, δίχως να φοβηθώ πως θα τους ενοχλήσω, αφού δεν ήσαν άλλωστε υφυπουργοί. Βρήκα τον γενικό διευθυντή, Κύπριο της Διασποράς, με τη μάνα του εγκατεστημένη στην Κύπρο και με πολλές άλλες δικές του ρίζες εκεί. Ταράχτηκε και εξέφρασε την ανησυχία πως το κακό δύσκολα θα μπορούσε να αποτραπεί αφού η Κύπρος είναι δίπλα στην Τουρκία, ενώ η Ελλάδα στην άλλη άκρη. Παρόλο που διύλιζε τον κώνωπα με τη μισθοδοσία, έκανε τη γενναιόφρονα πράξη να δώσει αμέσως προκαταβολικά δύο μισθούς στο προσωπικό, που έτριβε από τη χαρά τα χέρια του, γιατί ήταν σίγουρος πως θα γινόταν πόλεμος και δεν ήθελε να μείνει κανένας υπάλληλος στον άσο. Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω ότι ήμουν πολύ χαρούμενος. Επηρεασμένος από τους χτεσινούς παιάνες του Ιωσήφ, πίστευα πως θα τους δίναμε ένα καλό μάθημα, θα παίρναμε την πολυπόθητη ρεβάνς και δεν θα τολμούσανε πια οι Τούρκοι να κάνουνε τζιριτζάντζουλες ούτε καν στο ποδόσφαιρο. Ας μην κατηγορηθώ ως πολεμοχαρής και πολεμοκάπηλος επειδή «θα ξεκαθαρίζαμε τις διαφορές μας με τον βάρβαρο γείτονα», όπως διακήρυξε σε διάγγελμα από ραδιοφώνου με αυτές ακριβώς τις λέξεις και ο Αρχιεπίσκοπος, Μακαριστός Σεραφείμ, με τον οποίον «λόγοις» συνοδοιπορούσαμε. Και ενώ η κυβέρνηση παλινδρομούσε μεταξύ πολέμου και σωφροσύνης, εγώ δεν μπορούσα τέτοιες ώρες να παραμένω αργός: Τηλεφώνησα στο σουπερμάρκετ και έδωσα εντολή να στείλουν σπίτι τρόφιμα ικανά να ταΐσουν τρεις ταξιαρχίες σε ώρα ανάγκης. Ούτε ο σουπερμαρκετάς ήξερε τα νέα. Τον πληροφόρησα σχετικά και τον άκουσα να ωρύεται στο προσωπικό του: «Κλείστε τις πόρτες… Κλείστε τις πόρτες…» Βλαστημώντας μάλιστα τα Θεία επειδή αργοπορούσαν…

Με τον πόλεμο «επί θύραις», η επόμενη υποχρέωσή μου προς την οικογένεια ήταν να πάω να τους φέρω από το Διμηνιό, όπου παραθέριζαν, πίσω στην Αθήνα, όπου λόγω αρχαιοτήτων θα ήσαν ασφαλείς, καθότι αν αποτολμούσαν οι Τούρκοι να την ισοπεδώσουν βομβαρδίζοντάς τη θα επενέβαινε αμέσως η ΟΥΝΕΣΚΟ και θα τους καταδίκαζε με ψηφίσματα συντεταγμένα σε οξύ τόνο. Η εθνική οδός από την Αλεξανδρούπολη μέχρι το ακρωτήριο Μαλέα ήταν μποτιλιαρισμένη, πράγμα που μου έδωσε την ευκαιρία να ακούω συνεχώς από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τα διατάγματα γενικής επιστρατεύσεως, τα διαγγέλματα του πρωθυπουργού (μου διαφεύγει το όνομά του) και όλες τις άλλες θριαμβευτικές ανακοινώσεις, που καθησύχαζαν κι εμάς και τους Τούρκους πως κανένας δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από την πολεμική σύρραξη που θα άρχιζε οσονούπω… Στις επτά και πλέον ώρες που κράτησε η διαδρομή μου από την Αθήνα στο Κιάτο άκουσα, έμαθα και εμπέδωσα όσα μετέδιδε το ραδιόφωνο, αρμοδιότητας του υφυπουργού Καρακώστα που ο άκαρδος δημοσιογράφος τού διέκοψε τον ύπνο αξημέρωτα, την ώρα μάλιστα που ονειρευόταν πως ορκιζόταν υπουργός…

Η ενεργός συμμετοχή της ευρύτερης οικογένειας στις επικρεμάμενες πολεμικές επιχειρήσεις ήταν η κλήση υπό τα όπλα του εξάδελφου Ντόντου, απόστρατου αξιωματικού. Τον εξάδελφο Ντόντο κυνήγησαν ανηλεώς όλες οι κυβερνήσεις. Πρώτα ο Παπάγος, κατόπιν η ΕΡΕ, μια μικρή διακοπή ακολούθησε επί Ενώσεως Κέντρου ίνα πληρωθεί ο στίχος του εμβατηρίου «μόνον λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά» και επανήλθαν δριμύτεροι οι Αποστάτες, μετά η δεκαπενθήμερη κυβέρνηση Κανελλόπουλου και ολοκλήρωσαν οι χούντες Α΄ Β΄ και Γ΄. Λες και όποιος αναλάμβανε πρωθυπουργός, δίνοντας τον όρκο «να φυλάττω το Σύνταγμα και τους νόμους» τον συμπλήρωνε με το εδάφιο: «Και να μην αφήνω τον Ντόντο σε χλωρό κλαρί». Κάποια στιγμή υπέθεσε πως ήταν μάλλον ανεπιθύμητος στο στράτευμα και τους τα βρόντηξε. Η αμαρτία του ήταν πως μίλαγε πολύ. Έκρινε σκληρά τους ανωτέρους του. Είχε «μεγάλη γλώσσα», που λένε οι Άγγλοι.

Αυτό βέβαια εθεωρείτο προσόν από τις κυρίες που κατά καιρούς συναναστρεφόταν, η υπηρεσία όμως είχε αντίθετη γνώμη. Τώρα όμως ήταν «Νυν υπέρ πάντων ο αγών». Συγκινημένος, αποχαιρέτισε τη γυναίκα του και πήγε να καταταγεί όπου ανέγραφε το «φύλλον πορείας», αλλά του είπαν: «Δεν σʼ έχουμε εδώ. Να πας εκεί…». Πήγαινε «εκεί», του λέγανε τα ίδια και τον ξαπόστελναν αλλού. Παρουσιάστηκε σε όλες τις μονάδες επιστρατεύσεως, αλλά πουθενά δεν τον «είχαν». Γύρναγε σπίτι του, κοιμόταν και κάθε πρωί αποχαιρετούσε τη συγκινημένη γυναίκα του, που πίστευε πως έφευγε για το μέτωπο. Στο τέλος, κατάντησε τη στιγμή του αποχωρισμού να τον ρωτάει: «Θα φας εδώ το μεσημέρι ή να σου φυλάξω το φαΐ για το βράδυ;».

Τελικά, βλέποντας η χούντα πως δεν είχε τίποτʼ άλλο για να εξευτελίσει, βάφτισε την ξεφτίλα «σωφροσύνη» και παραιτήθηκε.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ έγραψε: «Ο στρατηγός, έξω από το σπίτι του, ήταν ένας πολύ ειρηνικός άνθρωπος»… Περιγραφή που ταίριαξε απόλυτα στην τότε ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, γιατί όπως πάλιν ο Ουάιλντ έγραψε: «Η ζωή αντιγράφει την Τέχνη».


Σχολιάστε εδώ