Ποινικές ευθύνες υπουργών

Με την ίδια πρόταση εξαιρούνται από την εν λόγω διαδικασία για την πράξη της δωροδοκίας οι πρώην υπουργοί Ά. Τσοχατζόπουλος και Α. Μαντέλης, λόγω παρόδου της συνταγματικής προθεσμίας, του πέρατος δηλαδή της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου από την τέλεση του αδικήματος. Για το αδίκημα τούτο η πρόταση των βουλευτών δεν θα έπρεπε να κάνει οποιαδήποτε αναφορά, αλλά να περιοριστεί στα αδικήματα που, κατά τη γνώμη των βουλευτών, ήταν ενεργά. Η απόφαση ότι έχει εκλείψει το αξιόποινο λόγω παρόδου της παραπάνω προθεσμίας είναι αναμφισβήτητα ορθή αλλά εκφέρεται από αναρμόδιο όργανο. Αρμόδιο προς τούτο όργανο, δηλαδή για να αποφανθεί περί της εξαλείψεως του αξιοποίνου, είναι η ολομέλεια της Βουλής, η οποία κατά το στάδιο τούτο, που είναι προεισαγωγικό της ποινικής δίκης διότι εκτυλίσσεται πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης, έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών (άρθρο 2 του ν. 3961/2011).

Σε σχέση με τους κ. Αλογοσκούφη και Μαρκογιαννάκη η πρόταση φέρεται να έχει ως ειδική αιτιολογία για τον πρώτο ότι είχε υποχρέωση να ασκήσει έλεγχο της νομιμότητας και σκοπιμότητας των ενεργειών του ΔΣ του ΟΤΕ, του οποίου το Δημόσιο ήταν κύριος μέτοχος, κυρίως δε της προγραμματικής συμφωνίας 8002. Παραλείποντας τον έλεγχο τούτο και μη τηρώντας τους κανόνες επιμελούς διαχείρισης, συνέβαλε σε ζημία του Δημοσίου εκ 286.154.918 ευρώ. Στον δεύτερο αποδίδεται, σχετικά με το σύστημα C4I, ότι ενέκρινε την οριστική παραλαβή με μειωμένη τιμή των υποσυστημάτων 1-7, παρά τις αρνητικές τεχνικές εκθέσεις, και επέστρεψε τις εγγυητικές επιστολές ύψους 11.158.065 ευρώ, συνάγεται δε εντεύθεν ότι δεν διαχειρίστηκε σωστά και με επιμέλεια τη δημόσια περιουσία.

Βάσει των ανωτέρω ανακύπτουν ορισμένοι νομικοί προβληματισμοί και συγκεκριμένα κατά πόσον οι πράξεις ή παραλείψεις των δύο υπουργών μπορούν να θεμελιώσουν αντικειμενικώς και υποκειμενικώς την αξιόποινη πράξη της απιστίας. Για να γίνω σαφέστερος, πρέπει να λεχθεί ότι υποκείμενο του εγκλήματος της απιστίας είναι εκείνος που έχει την επιμέλεια ή τη διαχείριση ξένης περιουσίας. Οι διαχειριστικές πράξεις είναι δικαιοπραξίες ή και διαδικαστικές πράξεις (όπως η άσκηση αγωγών) και αφορούν τη διαχειριζόμενη περιουσία. Δεν πρέπει να θεωρείται, επομένως, διαχειριστής όποιος έχει τον έλεγχο και την εποπτεία των διαχειριστικών πράξεων άλλου. Έτσι, προκειμένου περί του ΟΤΕ, που τη διαχείρισή του έχει το ΔΣ, ο υπουργός που ασκεί εποπτεία και του ΔΣ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί διαχειριστής του.

Περαιτέρω οι καθαρώς υλικές πράξεις, όπως η παραλαβή αντικειμένου σε εκτέλεση συμβατικής υποχρεώσεως που παραμένει ενεργός, και αν ακόμη είναι ζημιογόνος, δεν αποτελούν διαχείριση. Πάντως οποιαδήποτε ζημιογόνος συμπεριφορά υπουργού δεν θα μπορεί να χαρακτηριστεί ως απιστία, αν λαμβάνει χώρα βάσει μιας κυβερνητικής πολιτικής και δεν είναι δυνατή μια επωφελέστερη επιλογή. Τούτο θα συνέβαινε αν η μη παραλαβή του συστήματος C4Ι είχε ως συνέπεια τη μη συμμετοχή μεγάλων χωρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και την περιορισμένη επιτυχία ή αποτυχία αυτών.

Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι για τη θεμελίωση του αξιόποινου της απιστίας απαιτείται, κατά τον ν. 2172/1993, άμεσος δόλος από τον δράστη. Δεν αρκεί η εκ μέρους του πρόβλεψη του ενδεχόμενου ζημίας, αλλά πρέπει να θέλει την επέλευση ζημίας στην περιουσία που διαχειρίζεται. Συντρέχει, εν προκειμένω, η εν λόγω προϋπόθεση; Ας απαντήσει η ολομέλεια της Βουλής.


Σχολιάστε εδώ