Η τραγωδία στη ναυτική βάση της Κύπρου: Ανησυχίες και φόβοι για τον χειρισμό του εθνικού θέματος

Αυτά τα αδυσώπητα ερωτήματα, γεμάτα οργή και αγανάκτηση, συνοδεύουν τον θρήνο και το πένθος για τα αδικοχαμένα θύματα της τραγωδίας αλλά και για το φοβερό πλήγμα που δέχθηκε η ελεύθερη Κύπρος στις βασικές της υποδομές, στην οικονομία της και στο γόητρό της.

Επιπλέον, η αξιοθρήνητη διαχείριση της υποθέσεως αυτής, που αφέθηκε χωρίς λόγο να καταλήξει σε τραγωδία, αναζωπύρωσε τις ανησυχίες και τους φόβους για την επάρκεια, τη στρατηγική αντίληψη και την αξιοπιστία του χειρισμού του εθνικού θέματος. Σε μια στιγμή μάλιστα, κατά την οποία οργανώνεται μεθοδικά από τον ξένο παράγοντα μια νέα διπλωματική έφοδος, με στόχο την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από μια «Ηνωμένη» δήθεν «Κυπριακή Δημοκρατία», στο πλαίσιο ενός νέου σχεδίου «λύσεως» τύπου Κόφι Ανάν.

Η διαγραφόμενη νέα αυτή διπλωματική κρισιμότητα στο Κυπριακό, που εγκαινιάσθηκε με τη λεγόμενη «τριμερή» συνάντηση στη Γενεύη στις 7 Ιουλίου, τη συνάντηση δηλαδή του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων της Κύπρου, εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο γεωπολιτικό και στρατηγικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, σε μια νέα προσπάθεια των ΗΠΑ και των στενών συμμάχων τους να προωθήσουν τους στόχους της ευρωατλαντικής στρατηγικής στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, να επαναβεβαιώσουν και να ενισχύσουν ειδικότερα τους ευρωατλαντικούς δεσμούς με την Άγκυρα, που προβαίνει τώρα σε μια προσεκτική αναδίπλωση της πολιτικής της ενώπιον νέων εξελίξεων και εκτιμήσεων. Η επαναβεβαίωση και ενίσχυση των ευρωατλαντικών δεσμών περιλαμβάνει, προφανώς, και μια νέα προσπάθεια προωθήσεως της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με διπλωματικό καταλύτη την «επίλυση» του Κυπριακού.

Ας δούμε όμως ειδικότερα πώς έχουν τα επιμέρους θέματα.

Η ΕΚΡΗΞΗ ΣΤΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΒΑΣΗ
ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΣΟΒΗΘΗΚΕ

Είναι γνωστά τα δεδομένα της κατασχέσεως των εκρηκτικών, που προέρχονταν από το Ιράν και προορίζονταν για τη Συρία. Η κατάσχεση του φορτίου έγινε κατ’ εφαρμογή σχετικής αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας για την επιβολή μέτρων αποκλεισμού κατά του Ιράν. Η απόφαση ελήφθη έπειτα από έντονες πιέσεις των ΗΠΑ αλλά και των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών (Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας).

Είναι κατανοητή η προσπάθεια της Κύπρου να ελιχθεί μεταξύ των Συμπληγάδων και να αποφύγει ταυτοχρόνως τόσο τις κατηγορίες ότι ανέχεται, αν δεν συνεργεί, στην παραβίαση του αποκλεισμού κατά του Ιράν όσο και τις κατηγορίες ότι συμπεριφέρεται εχθρικά προς γειτονικές αραβικές χώρες, όπως η Συρία, με την οποία η Κύπρος είχε παραδοσιακά φιλικές σχέσεις. Ένας λόγος παραπάνω γι’ αυτό ήταν το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί με τη Συρία, μετά τη δρομολόγηση οχηματαγωγού μεταξύ Λατάκειας και κατεχόμενης Αμμοχώστου. Η Κύπρος προσπαθούσε να επιλύσει το θέμα με διακριτική διπλωματία.

Ο διπλωματικός όμως χειρισμός του θέματος δεν επέβαλλε αναγκαστικά την άκριτη αποθήκευση ενός τόσο επικίνδυνου υλικού μέσα στη ναυτική βάση και δίπλα στον μεγαλύτερο ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό της Κύπρου. Η λύση αυτή προκρίθηκε ως προσωρινή, για λόγους μάλιστα «ασφαλείας», εφόσον υπήρχε το ενδεχόμενο αντιδράσεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων χωρών.

Η προφανής λογική λύση, εφόσον η κυπριακή κυβέρνηση προέβη επισήμως σε κατάσχεση του φορτίου, θα ήταν η μακρόχρονη αποθήκευσή του, υπό αυστηρές συνθήκες ασφαλείας, και η καταστροφή τού μέρους εκείνου του υλικού που επιβαλλόταν. Για το δεύτερο, η Κύπρος μπορούσε να ζητήσει τεχνική βοήθεια από την Ελλάδα ή άλλες χώρες, που είχαν, άλλωστε, προσφερθεί.

Γιατί όμως δεν έγινε το αυτονόητο; Η απάντηση είναι απλή. Γιατί έγινε σύγχυση ανάμεσα στον διπλωματικό χειρισμό και στον τεχνικό χειρισμό του θέματος. Οι πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους πολιτικούς προϊσταμένους και τις αποφάσεις τους, έσπευσαν να υποβαθμίσουν τους όρους ασφαλείας, συνεπικουρούμενοι από άσχετους δήθεν ειδικούς και εμπειρογνώμονες.

Οι άμεσοι στρατιωτικοί υπεύθυνοι, με πρώτο τον ηρωϊκό διοικητή της ναυτικής βάσεως Ιωαννίδη, εισηγήθηκαν την κατασκευή κατάλληλου αποθηκευτικού χώρου ΝΑΤΟϊκών προδιαγραφών για την ασφαλή φύλαξη και συντήρηση του υλικού. Η εισήγησή τους όμως απερρίφθη για οικονομικούς λόγους! Υπέβαλαν δεύτερη πρόταση να γίνει, τουλάχιστον, ένα προσωρινό στέγαστρο πάνω από το επικίνδυνο υλικό, για να μην είναι πλήρως εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες. Και αυτή, δυστυχώς, η πρόταση απερρίφθη για τους ίδιους λόγους.

Η ευθύνη της τραγωδίας βαρύνει, επομένως, πλήρως την πολιτική ηγεσία. Πρώτον, γιατί δεν ανέλαβε τις ευθύνες που απέρρεαν από την απόφασή της να κατάσχει το υλικό. Δεύτερον, γιατί παρέμεινε κωφή στις εκκλήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας, περιλαμβανομένου του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, και απέρριψε, για λόγους οικονομίας, τη μόνη λογική πρόταση, την κατασκευή δηλαδή κατάλληλου αποθηκευτικού χώρου, που θα μπορούσε ν’ ανακόψει την αναπόφευκτη πορεία προς την τραγωδία.

ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΞΙΩΣΗ
ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ

Οι λεπτομέρειες αυτές αποκαλύπτουν ένα πολύ βαθύτερο πρόβλημα: τον τρόπο λειτουργίας της κυβερνητικής εξουσίας σε ανώτατο επίπεδο και την απαξίωση της Εθνικής Φρουράς. Η τελευταία, με συνεχείς περικοπές του προϋπολογισμού της, ωθείται στο περιθώριο. Αντιμετωπίζεται, κατ’ ανομολόγητο τρόπο, ως ένας παράγων υπό αναστολή, εν όψει των διεξαγομένων διακοινοτικών διαπραγματεύσεων για «λύση».

Αντί η ισχύς και το φρόνημα της Εθνοφρουράς ν’ αποτελούν παράγοντα στο διπλωματικό ισοζύγιο των διαπραγματεύσεων και να εκφράζουν τη θέληση του κυπριακού λαού γι’ αντίσταση και αγώνα, εάν δεν υπάρξει από την άλλη πλευρά ειλικρινής διάθεση για συμβιβαστική και στοιχειωδώς δίκαιη λύση, η υποβάθμιση της Εθνοφρουράς αντιμετωπίζεται ως αναγκαία προετοιμασία και προσαρμογή στην «κουλτούρα» της «λύσεως».

Το Ταμείο Αμυντικής Θωρακίσεως έχει ετήσιες προσόδους που ανέρχονται σε μισό σχεδόν δισ. ευρώ. Οι πόροι όμως αυτοί, παρανόμως, δεν διατίθενται για την άμυνα αλλά για άλλες δαπάνες του προϋπολογισμού. Δεν περίσσεψαν από το ποσόν αυτό ούτε τα ελάχιστα χρήματα που χρειάζονταν για την κατασκευή ενός αποθηκευτικού χώρου. Για την αποτροπή δηλαδή μιας τραγωδίας, που έμοιαζε να έρχεται με τη συνδρομή μοιραίων πρωταγωνιστών και να επιβεβαιώνει το γνωστό «Χρονικό Προαναγγελθέντος Θανάτου» του Γκαρσία Μάρκες.

ΦΟΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

Η απαξίωση της Εθνικής Φρουράς δεν είναι μεμονωμένη πολιτική. Είναι σύμπτωμα μιας γενικότερης πολιτικής, που, προτάσσοντας την εξεύρεση λύσεως στο Κυπριακό με κάθε τρόπο, εγκλωβίζει την Κύπρο σε επικίνδυνες διπλωματικές ατραπούς. Οι τελευταίες, υπό το πρόσχημα της «λύσεως», παρέχουν έδαφος σε γνωστούς διεθνείς παράγοντες ν’ ασκήσουν συντονισμένες εκβιαστικές πιέσεις για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από μια «Ηνωμένη» δήθεν «Κυπριακή Δημοκρατία». Η τελευταία θα ισοδυναμούσε με πλήρη νομιμοποίηση των τετελεσμένων, θα έθετε την ελληνική πλειοψηφία υπό τον έλεγχο της μειοψηφίας, ελεγχόμενης μάλιστα από την Άγκυρα, και ολόκληρη την Κύπρο υπό τη στρατηγική ομηρία της Τουρκίας.

Μια πρόγευση των κινδύνων αυτών έδωσε η λεγομένη «τριμερής» συνάντηση στη Γενεύη. Ο Γ. Γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, του οποίου είναι γνωστή η πολιτική εξάρτηση από τον αμερικανικό παράγοντα, όπως και του προκατόχου του Κόφι Ανάν, δεν απέκρυψε την πρόθεσή του ν’ αναλάβει, υπό διαφορετικό μανδύα, ρόλο επιδιαιτητού. Το κατέστησε σαφές στη σχετική δήλωσή του, μετά την «τριμερή» συνάντηση, παρά τις επιφυλάξεις της ελληνικής πλευράς. Άφησε επίσης ανοικτή την προοπτική Διεθνούς Διασκέψεως για το Κυπριακό, με απροσδιόριστη τη σύνθεσή της και ενδεχόμενη συνεπώς την «ισότιμη» συμμετοχή του «ψευδοκράτους», όπως επιμόνως διεκδικεί η Άγκυρα.

Κατέγραψε, τέλος, και κατέστησε διπλωματικό κεκτημένο την «πρόοδο» που επιτελέσθηκε στις διακοινοτικές συνομιλίες. Αυτό δεσμεύει κυρίως την ελληνική πλευρά, εφόσον η παρουσιαζόμενη ως πρόοδος οφείλεται βασικά στις μεγάλες παραχωρήσεις που έσπευσε να καταθέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ο κύπριος Πρόεδρος. Αυτές αφορούν την εκ περιτροπής Προεδρία, τη σταθμισμένη ψήφο, την παραμονή 50.000 εποίκων και άλλες λιγότερο ηχηρές αλλά πολύ σημαντικές παραχωρήσεις στο θέμα των περιουσιών, στα κεφάλαια Διακυβερνήσεως, Οικονομίας, ΕΕ, Δικαιοσύνης κ.ά.

ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ;

Υποτίθεται ότι βασική αρχή των συνομιλιών είναι η εξεύρεση συνολικής λύσεως και ότι τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται τελικά συμφωνημένο εάν δεν συμφωνηθούν όλα. Στην πραγματικότητα όμως επιβάλλεται διαπραγματευτικά η σαλαμοποίηση του Κυπριακού και η δημιουργία κεκτημένου εις βάρος της ελληνικής πλευράς.

Το προπατορικό αμάρτημα της διαπραγματευτικής στρατηγικής της ελληνικής πλευράς είναι η αποδοχή εξαρχής των διακοινοτικών συνομιλιών ως συμφωνημένου διαπραγματευτικού πλαισίου. Η ουσία του Κυπριακού είναι η τουρκική εισβολή και κατοχή. Δεν πρέπει επομένως το Κυπριακό να παρουσιάζεται ως δήθεν διακοινοτική διαμάχη, η οποία είναι η δευτερεύουσα πτυχή του. Η άλλη πλευρά, με τους συμμάχους της, είχε και έχει, βεβαίως, κάθε λόγο και συμφέρον να παρουσιάζει το θέμα ως διακοινοτικό και να παραχαράσσει τον πραγματικό χαρακτήρα του προβλήματος.

Έγιναν, για τον λόγο αυτό, επανειλημμένες προσπάθειες από τις διαδοχικές κυπριακές ηγεσίες να οριοθετηθούν οι διακοινοτικές συνομιλίες, με βάση ορισμένες αρχές και κριτήρια, ώστε να μην αξιοποιούνται απλώς από την τουρκική πλευρά για την παρέλευση του χρόνου, την εμπέδωση των τετελεσμένων γογονότων και την ντε φάκτο αναγνώριση του «ψευδοκράτους».

Η διάβρωση των αρχών αυτών υπερέβη, κατά τη σημερινή περίοδο, κάθε επιτρεπτό όριο. Υποτίθεται ότι υπάρχει συμφωνημένη κοινή βάση των διεξαγομένων διακοινοτικών συνομιλιών. Αυτό όμως που υπάρχει, στην πραγματικότητα, είναι εποικοδομητική ασάφεια! Η τουρκική πλευρά υπέβαλε επανειλημμένα προτάσεις συνομοσπονδιακού χαρακτήρα. Η ελληνική πλευρά όμως δεν αντέδρασε ούτε με αποχώρησή της από τις συνομιλίες ούτε με απαίτησή της για σαφή απόσυρση των προτάσεων αυτών.

ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ. Η ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΗ ΚΟΙΝΗ ΒΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΗ ΑΣΑΦΕΙΑ

Ποιος αμφιβάλλει ότι σαφής τουρκική επιδίωξη είναι μια συνομοσπονδία δύο ισοτίμων μερών, που ευσχήμως θα παρουσιάζεται ως δήθεν ομοσπονδία, με εγγυήσεις, επιπλέον, και στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στο διηνεκές;

Μπορεί η αξίωση αυτή ν’ αποτελέσει βάση για την εξεύρεση «λύσεως» αποδεκτής από την ελληνική πλευρά; Πού οδηγείται επομένως η Κύπρος με την ψευδαίσθηση αυτή και με τον εγκλωβισμό της σε μια διπλωματική διαδικασία που είδαμε στο παρελθόν πού οδήγησε και με πόση δυσκολία και ζημιά κατόρθωσε ν’ απαγκιστρωθεί η Κύπρος με το «Όχι» του κυπριακού λαού στο Σχέδιο Ανάν;

Αυτοί που πρωτοστάτησαν στο Σχέδιο Ανάν είναι οι ίδιοι που κινούν τα νήματα και σήμερα στη Γραμματεία του ΟΗΕ. Έχουν βγάλει επίσης τα συμπεράσματά τους για την προηγούμενη αποτυχία τους. Επιδιώκουν γι’ αυτό σήμερα, αξιοποιώντας τις παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς και την εμπλοκή της στη διαδικασία, να θέσουν τον κυπριακό λαό μπροστά σ’ ένα νέο δίλημμα: αποδοχή της προτεινόμενης «λύσεως» ή ντε φάκτο αναγνώριση του «ψευδοκράτους». Δεν θα διστάσουν γι’ αυτό ν’ αξιοποιήσουν τον ρόλο και το κύρος του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, παρά τις συμφωνημένες, υποτίθεται, αρχές. Ότι δηλαδή οι διαπραγματεύσεις είναι «κυπριακής ιδιοκτησίας» (τι τραγική ειρωνία να υποστηρίζουμε μόνοι μας ότι το Κυπριακό δεν είναι διεθνές θέμα αλλά είναι δήθεν ενδοκυπριακό) και ότι ο Γ. Γραμματέας του ΟΗΕ δεν θ’ ασκήσει επιδιαιτησία.

Οι πολιτικοί ιθύνοντες στη Γραμματεία του ΟΗΕ, που εκπροσωπούν τον αγγλοαμερικανικό διπλωματικό παράγοντα, θέλουν για τον σκοπό αυτό να κάνουν μπούμερανγκ για την Κύπρο και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ΕΝΤΑΞΗ ΑΛΛΑΞΕ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ
ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η ένταξη έδωσε στην Κύπρο ένα τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα. Άλλαξε την ίδια τη διπλωματική βάση του Κυπριακού. Αίτημα της Κύπρου θα έπρεπε να είναι στο εξής η εφαρμογή, υπέρ όλων των Κυπρίων, του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Πολύ περισσότερο όταν στην τελευταία Συνθήκη της Λισσαβώνος ο Χάρτης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έγινε αναπόσπαστο μέρος της. Όταν επίσης εισήχθη το σύστημα της διπλής ψηφοφορίας, με βάση την ισότητα των κρατών-μελών αλλά και τον πληθυσμό κάθε χώρας. Όταν μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, συμφώνησαν να έχουν διαφορετικό αριθμό ευρωβουλευτών και ψήφων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με βάση τον πληθυσμό της κάθε χώρας.

Με ποια, λοιπόν, λογική θα πρέπει να σπεύσει η Κύπρος να παραιτηθεί μονομερώς, υπέρ των τετελεσμένων της εισβολής, από τα συμβατικά δικαιώματα που έχει κάθε χώρα-μέλος και κάθε Ευρωπαίος πολίτης στην ΕΕ;

Η Κύπρος όμως, δυστυχώς, δεν έσπευσε να λάβει υπ’ όψιν αυτήν τη νέα πραγματικότητα και να ανασχεδιάσει τη διπλωματική της στρατηγική και τον αγώνα της πάνω σ’ αυτήν τη νέα βάση. Αντιθέτως, δέχθηκε να επανεγκλωβισθεί σε μια παρωχημένη διαδικασία, που δεν ανταποκρίνεται στο νέο καθεστώς της χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και η οποία προσδιορίζεται από έναν πολύ δυσμενή συσχετισμό σε βάρος της.

Δεν αρκεί η δεδομένη καλή θέληση. Είναι δεδηλωμένη η θέση του αγγλοαμερικανικού παράγοντα, ο οποίος κυριαρχεί στη Γραμματεία του ΟΗΕ. Επιδιώκει σταθερά την αποενοχοποίηση της Τουρκίας και τον παραμερισμό του Κυπριακού ως προβλήματος στην ευρωπαϊκή ενταξιακή της πορεία. Συμπίπτει με την Άγκυρα στην επιδίωξη μιας «λύσεως» τύπου Σχεδίου Ανάν. Θεωρεί ως υπέρτερο στρατηγικό του συμφέρον την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά πού πάει η Κύπρος με τη σημερινή διαδικασία;

ΑΝΑΘΕΡΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΝΕΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΙΑΚΗΣ
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Για ν’ αντιληφθεί κανείς σε βάθος την εξέλιξη της σημερινής συγκυρίας του Κυπριακού, πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τη σημαντική αναθέρμανση που έχει παρατηρηθεί κατά την τελευταία περίοδο στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις. Οι τελευταίες είχαν δοκιμασθεί ιδιαίτερα, μετά τη ρήξη στις σχέσεις Άγκυρας και Ισραήλ, το θεαματικό άνοιγμα της Τουρκίας προς το Ιράν και γενικά από την εκδίπλωση της μεγαλοϊδεατικής νεοοθωμανικής πολιτικής Νταβούτογλου.

Οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις διήλθαν μια περίοδο αναμονής και αβεβαιότητας. Η περίοδος αυτή φαίνεται ότι έληξε με την επαναβεβαίωση των στρατηγικών σχέσεων, που παραμένουν πάντα για την Άγκυρα το μεγάλο της χαρτί. Στην εξέλιξη αυτή βοήθησε η αναταραχή στον αραβικό κόσμο, ειδικότερα στη Συρία, που είχε καταστεί στενός σύμμαχος της Τουρκίας. Η κατάσταση άλλαξε με την οξύτατη κρίση μου διέρχεται το καθεστώς Άσαντ, που, απομονωμένο, αναζητά πάλι στήριγμα στο Ιράν. Η κατάσταση άλλαξε επίσης με τη βαθιά κρίση στην οποία εισήλθε η Ελλάδα. Η Άγκυρα οσμίζεται γεωπολιτκά οφέλη και σπεύδει να συσφίγξει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Η υποστήριξη των τελευταίων θεωρείται απαράκαμπτη στο γεωπολιτικό παιχνίδι των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η Άγκυρα επικεντρώνει ειδικά την προσοχή της στο Αιγαίο και την Κύπρο. Ένας τρίτος παράγοντας, καθόλου αμελητέος, είναι η ρήξη στις σχέσεις με το Ισραήλ. Η Άγκυρα γνωρίζει την επιρροή του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ. Δεν θέλει το λόμπι αυτό να επηρεάσει καταλυτικά τις τουρκοαμερικανικές, όπως επίσης τις ελληνοαμερικανικές και εμμέσως τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θεωρεί γι’ αυτό ως επιτακτικά αναγκαίο να κάνει, με το αζημίωτο, μια εξισορροπητική επαναστροφή προς τις ΗΠΑ, συμπλέοντας στρατηγικά.

Εισέπραξε ήδη το Στρατηγείο Χερσαίων Δυνάμεων του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη και προσδοκά ενεργό αμερικανική υποστήριξη στις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Δεν θέλει επίσης να μείνει έξω από το νέο μεγάλο παιχνίδι της αντιπυραυλικής ομπρέλας, πιστεύοντας ότι αυτό δεν θα επηρεάσει τις στρατηγικές οικονομικές σχέσεις που έχει αναπτύξει με τη Μόσχα.

H ΕΜΜΟΝΗ ΤΩΝ ΗΠΑ ΣΕ ΜΙΑ
ΠΑΡΩΧΗΜΕΝΗ ΑΝΤΙΡΩΣΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΒΟΛΕΥΕΙ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ

Η Άγκυρα διευκολύνεται στο παιχνίδι της αυτό από την εμμονή των ΗΠΑ στην παρωχημένη αντιρωσική πολιτική του παρελθόντος. Η πολιτική αυτή έχει τρεις, συγκεκριμένα, βασικούς στόχους στην περιοχή. Πρώτον, την εμπέδωση μιας νέας γεωπολιτικής τάξεως στα Βαλκάνια. Δεύτερον, τη σταθερή σύνδεση της Τουρκίας με τον ευρωπαϊκό χώρο, ως αναπόσπαστου μέρους μια ενιαίας γεωστρατηγικής περιοχής και ευρωατλαντικής στρατηγικής. Μέρος της στρατηγικής αυτής είναι η οργανική σύμπλεξη της Τουρκίας με τον ελληνικό χώρο και η υποστήριξη της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τρίτον, η παρεμπόδιση μιας στρατηγικής οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας και η διατήρηση ενός στρατηγικού ανταγωνισμού, που εκφράζεται σήμερα εμβληματικά με την αντιπυραυλική ασπίδα του ΝΑΤΟ. Η επαναβεβαίωση της αμερικανικής αυτής στρατηγικής, που υποστηρίζεται ενεργά από τους πλέον Ατλαντιστές ευρωπαίους συμμάχους της, αναθερμαίνει τις τουρκικές ευρωπαϊκές φιλοδοξίες. Είναι χαρακτηριστικές από την άποψη αυτή οι πρόσφατες δηλώσεις Νταβούτογλου για το Κυπριακό και την τουρκική ένταξη. Επικουρούμενη από τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα, η τουρκική διπλωματία έχει αποδυθεί σε μια επιτήδεια διπλωματική εκστρατεία, με στόχο την παρουσίαση της Τουρκίας ως επισπεύδουσας για «λύση» και της ελληνικής πλευράς ως μη θέλουσας λύση και ως υπεύθυνης για το αδιέξοδο. Επαναλαμβάνει, στο πλαίσιο αυτό, τις παλιές προτάσεις της για σύνδεση της εφαρμογής απ’ αυτήν του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας (άνοιγμα των τουρκικών λιμένων και αερολιμένων στα πλοία και αεροπλάνα όλων των χωρών-μελών, περιλαμβανομένης της Κύπρου), με την εφαρμογή του Κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο» μεταξύ ΕΕ και ψευδοκράτους. Εάν το θέμα αφορούσε μόνο την Τουρκία, τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο ανησυχητικά. Η προώθηση όμως της Τουρκίας στην Ευρώπη αποτελεί ταυτοχρόνως στρατηγικό στόχο των ΗΠΑ και των Ατλαντιστών ευρωπαίων συμμάχων της, με πρώτη τη Μ. Βρετανία. Χρειάζεται για τον λόγο αυτόν πολλή προσοχή, διορατικότητα και αποφασιστικότητα για να μην ακυρωθεί άδοξα το μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα, που απέκτησε η Κύπρος με την ένταξή της στην ΕΕ και, χειρότερα ακόμη, για να μη γίνει η ΕΕ μπούμερανγκ εναντίον μας, με δική μας υπαιτιότητα.


Σχολιάστε εδώ