Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Αντίθετα, όταν επέστρεφε ήταν όλο χαρές και πανηγύρια και μόνον που δεν ερχόταν σημαιοστολισμένος σαν θωρηκτό σε νησιώτικο πανηγύρι…

Σ’ αυτές τις μικρές του εναλλαγές, «χαρά-λύπη-χαρά», που δεόντως είχαν εκτιμηθεί από τους προϊσταμένους του, και ιδίως από τον ιδιοκτήτη της επιχειρήσεως, έναν στρυφνό γέρο τσιφούτη, όφειλε τις συχνές προαγωγές του. Διότι πώς να το κάνουμε; Όταν ο υπάλληλος δεν εκτιμά το ψωμί που του δίνεις να φάει, όταν χαίρεται που φεύγει και βλαστημά επιστρέφοντας στο καθήκον, σημαίνει πως είναι ένα μηδαμινό υποκείμενο που χρειάζεται να τον πατάς στον λαιμό.

Ο κ. προϊστάμενος, που τον πήρε το μάτι του, παραξενεύτηκε που επέστρεψε απρόοπτα και μάλιστα σαν τεθλιμμένος συγγενής και τον φώναξε αμέσως στο γραφείο του, διότι φοβήθηκε πως κάποια τραγωδία τον χτύπησε ξαφνικά και ώρα είναι να βρει την ευκαιρία να ζητήσει κανένα δάνειο – μέρες που ‘ναι…

Πήγε ο κ. Βλάσης με όλον τον προσήκοντα σεβασμό και σε στάση προσοχής, όπως συνήθιζε όταν μιλούσε σε ανωτέρους του, τον διαβεβαίωσε πως τίποτα το ανησυχητικό δεν του συνέβη, πως παραιτείται φέτος του δικαιώματος της κανονικής αδείας και ότι θα επιστρέψει μάλιστα το σχετικό επίδομα ως «αχρεωστήτως εισπραχθέν», διότι η πρόνοια του νομοθέτου προέβλεπε να καλύπτει ο μισθωτός με το επίδομα τα έκτακτα έξοδα των διακοπών του. Επομένως, εφόσον δεν θα πήγαινε διακοπές, η είσπραξη του σχετικού επιδόματος αντιστοιχούσε με κανονική κατάχρηση!

Παραξενεμένος ο κ. διευθυντής τον παρακολουθούσε αμίλητος, διερωτώμενος μπας και του σάλεψε. Προσπάθησε μάλιστα να διακρίνει αν γυάλιζε το μάτι του, γιατί φοβήθηκε μην τον πιάσει καμιά κρίση και τους σφάξει όλους εκεί μέσα (τόσα βλέπουμε καθημερινά στην τηλεόραση άλλωστε). Καθώς όμως δεν του άρεσε να μπλέκει σε ξένες υποθέσεις, ειδικά όταν αυτές μπορούσαν να προκαλέσουν και οικονομικές επιβαρύνσεις, πέταξε ένα ξερό «Καλώς» και τον έστειλε στα κιτάπια του…

Τους λόγους της ασυνήθιστης αυτής του συμπεριφοράς τους αποκάλυψε σε έναν συνάδελφό του, όχι φυσικά διότι τον έπιασε μανία εξομολόγησης, αλλά επειδή ο συνάδελφος είχε το λεπτό ταλέντο να σε ξεψαχνίζει και με αλλεπάλληλες ερωταποκρίσεις –κανονική δηλαδή ανάκριση– έβγαζε τα εσώψυχά σου στη φόρα, χαρτί και καλαμάρι, χωρίς να μπορείς ν’ αντισταθείς… Έμαθε λοιπόν ο συνάδελφος ότι, όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος θα πήγαινε ο Βλάσης με την οικογένεια διακοπές σ’ έναν παραμυθένιο τόπο που χαρακτήριζε ως το επί της γης υποκατάστημα του επουράνιου Παραδείσου. Μέσα σ’ ένα ιδιωτικό δάσος, προέκταση κάποιου τεράστιου δημοσίου, κάτω από πυκνόφυλλα δένδρα και μέσα σε μια οργιώδη βλάστηση από θάμνους και λουλούδια υπήρχαν μικρά κουκλίστικα σπιτάκια-μπανγκαλόου με όσα κομφόρ χρειάζεται μια οικογένεια για να περάσει ξένοιαστες διακοπές. Τα δρομάκια που τα ένωναν μεταξύ τους τα σκέπαζαν σφιχτά πλεγμένα αναρριχώμενα φυτά, σχηματίζοντας θόλους που εμπόδιζαν τις πυρωμένες ηλιαχτίδες να σε βαρέσουν κατακέφαλα. Διάσπαρτα υπήρχαν και κανονικά σπίτια διώροφα, χωρισμένα σε διαμερίσματα. Καθόσουν λοιπόν στο μπαλκόνι τους και αγνάντευες τη θάλασσα, που το κύμα της ήταν σχεδόν στα πόδια σου, τα πλεούμενα που αρμένιζαν, κι αν ήσουν πολύ μερακλής έριχνες μάτι και στις λουόμενες όταν άλλαζαν μπανιερό κρυμμένες πίσω από τους θάμνους… Ξέχναγες τα αυτοκίνητα, τα καυσαέρια, τις εξατμίσεις, τα μηχανάκια… Κανένας θόρυβος δεν τάραζε τα νεύρα σου, καθώς στον ουρανό πάνω από το κεφάλι σου δεν πέταγαν αεροπλάνα, ούτε καν τούρκικα. Μονάχα τ’ αστέρια λαμπύριζαν τη νύχτα. Ξύπναγες τα ξημερώματα και έβλεπες να σκάει μύτη ο ήλιος μέσα από τη θάλασσα και να τη χρυσίζει ολόκληρη. Μάζευαν όπως όπως τα στρωσίδια τους και έφευγαν με μισόκλειστα μάτια εκείνοι που κοιμήθηκαν στην ακρογιαλιά. Κατέβαινες στον κήπο για πρωινό, πολύ λιτό είναι η αλήθεια, αλλά το παραβλέπουμε. Έφτανε πως εσύ, ο ασήμαντος ανθρωπάκος, γινόσουν ο πρωτόπλαστος Αδάμ στον Παράδεισο πριν έρθει ο κατηραμένος όφις και αρχίσει τις δελεαστικές του προτάσεις σαν σύμβουλος εταιρείας επενδύσεων. Οι ώρες σου κυλούσαν αμέριμνες. Χλαπάκιαζες το μεσημεριανό σου, έριχνες τον ξεγυρισμένο ύπνο σου, που τον δρόσιζε από το ανοιχτό παράθυρο η θαλάσσια αύρα, έτρωγες το απόγευμα ένα παγωμένο φρούτο ή βανίλια υποβρύχιο, χάζευες μέχρι να πέσει ο ήλιος, και μετά έβγαινες βόλτα στο χωριό για να σκοτώσεις την ώρα σου. Πήγαινες στο πανηγύρι της Αγια-Μαρίνας στο Βέλο όταν ερχόταν η γιορτή της, άναβες κερί στη Χάρη της και μετά έπεφτες στις γουρουνοπούλες που σιγοψήνονταν στις σούβλες. Και όλο μάζευες εντυπώσεις για να τις διηγείσαι τα κρύα βράδια του χειμώνα, αναπολώντας αυτές τις στιγμές που δεν ξανάρχονται ποτέ…

Αν και μονότονος, γιατί επαναλάμβανε συνέχεια τις λέξεις «δένδρα, λουλούδια, γαλήνη, θάλασσα, βοτσαλάκια, Παράδεισος…», ήταν τόσο χειμαρρώδης στην περιγραφή του που ο περίεργος συνάδελφός του δεν τόλμησε να ρωτήσει λεπτομέρειες. Τον διέκοψε ο Σεραφείμ, το παιδί του καφενείου που του έφερε καφέ. Ήταν ένας θρασύτατος νεαρός με μόνιμο ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη, που «κάρφωνε» τους πάντες. Έτοιμος ήταν να σχολιάσει την απρόοπτη επιστροφή του Βλάση, αλλά εκείνος τον πρόλαβε. Με ένα βίαιο κούνημα του κεφαλιού και με τη σχετική γκριμάτσα, που είχε την έννοια «άει χάσου», τον έκανε να «βάλει την ουρά στα σκέλια» και να φύγει σιγοσφυρίζοντας, όπως συνήθιζε. Η σύντομη αυτή διακοπή έδωσε την ευκαιρία στον συνάδελφό του να ρωτήσει γιατί δεν πήγε εφέτος.

«Πήγα!» απάντησε μονολεκτικά και ένας βαθύς αναστεναγμός ακολούθησε. «Πήγα», επανέλαβε ο Βλάσης, «πήγα με την οικογένεια, τα συμπράγκαλά μας, και τα όνειρα που πλάθαμε μήνες τώρα και παραλίγο να μού ‘ρθει αποπληξία. Εκείνος ο παράδεισος είχε μεταβληθεί σε κρανίου τόπο. Τα δένδρα, τα λουλούδια και τα κάθε λογής φυτά, τα έκοψαν όλα και δεν αφήσανε ούτε ξερό κλαδάκι για δείγμα. Λες και είχε πέσει τσουνάμι, λες και ρίξανε ατομική βόμβα και ισοπεδώθηκαν τα πάντα. Και για να το ρίξουμε στην τρελή, φαντάσου πως έφαγε ο τριχοφάγος τα μαλλιά του Σαμψών αφήνοντάς του μια γυαλιστερή φαλάκρα. Υπόθεσε πως έβλεπες νεοσύλλεκτο του ΚΕΝ Καλαμών μιας άλλης εποχής με το κεφάλι γουλί, και δεν σου μιλώ για την έρημο Νεβάδα, γιατί εκεί όλο και κάποιο φιδόχορτο φυτρώνει… Εδώ τίποτα, τίποτα, τίποτα. Μια αχανής ξεραΐλα. Τα χαριτωμένα μπανγκαλόου που θαρρείς πως στέγαζαν τη Χιονάτη με τους επτά νάνους ή κάποιες νεράιδες με πέπλα αραχνοΰφαντα, τα σάρωσε η μπουλντόζα ανελέητα. Ένιωθες ανεπιθύμητος σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό που όλα σε έδιωχναν. Τα γύρω σπίτια, όσα γλίτωσαν, βαφτήκαν κυριλέ, είχαν επτασφράγιστα παράθυρα κι αντί για τη θαλασσινή την αύρα, οι “έγκλειστοι” παραθεριστές δροσίζονται με αιρ-κοντίσιον. Πριν φύγω, ρώτησα τον ρεσεψιονίστα γιατί έκαναν αυτήν την ιεροσυλία. Γεμάτος έπαρση και αναίδεια απάντησε πως ”έβαλαν τέλος στη γυφτιά”». «Αναβαπτιστήκαμε σε… ”resort”», συμπλήρωσε με υπερηφάνεια

«Έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου και ήρθα στο γραφειάκι μου διερωτώμενος αν βρέθηκε κάποιος δασικός να τους τραβήξει το αυτί γι’ αυτό τους το ανοσιούργημα, ή αν τράβηξαν το αυτί όποιου ”με ελαφρά τη καρδία” έδωσε την άδεια να κοπούν δένδρα αιωνόβια”».


Σχολιάστε εδώ