ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ;

Καταφέρει, με τον τρόπο αυτόν, ευθύ πλήγμα στην εθνική κυριαρχία και την ανεξαρτησία της χώρας, φαλκιδεύει τον στρατηγικό και γεωπολιτικό της ρόλο και δημιουργεί κίνδυνο για την ίδια την εθνική υπόσταση του ελληνικού κράτους, καθώς και για τη συνοχή και το εθνικό μέλλον του ελληνικού λαού.

Η πρόσφατη δήλωση του προέδρου του Eurogroup Γιούνκερ ότι «η κυριαρχία της Ελλάδος θα περιορισθεί πάρα πολύ» δεν αποτελεί από την άποψη αυτή έκπληξη αλλά επιβεβαίωση.

Η ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ, ΤΟ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ

Οι εκπτώσεις στην εθνική κυριαρχία άρχισαν με το Μνημόνιο και τη συνοδευτική δανειακή σύμβαση. Η τελευταία κατέγραψε ρητά αμετάκλητες παραιτήσεις του ελληνικού Δημοσίου από την εθνική του κυριαρχία πάνω σε δημόσια περιουσία. Αυτήν που η κυβέρνηση έσπευσε να υποθηκεύσει στους διεθνείς δανειστές της χώρας ως εμπράγματη εγγύηση, με αντάλλαγμα το πρώτο δάνειο. Η νέα δανειακή σύμβαση για το Μεσοπρόθεσμο, που θα ψηφισθεί τον Σεπτέμβριο, θα είναι η ίδια και χειρότερη, λαμβανομένου υπ’ όψιν του Μεσοπρόθεσμου και ειδικότερα του σχεδίου νόμου για το Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων.

Η πλήρης απουσία οποιασδήποτε αναπτυξιακής πτυχής από το πρώτο Μνημόνιο δεν ήταν τυχαία. Εξέφραζε την ιδεολογία και την πολιτική της πλήρους απαξιώσεως του κράτους και των γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων. Η προβολή μιας αναπτυξιακής πτυχής, παράλληλης προς τη δημοσιονομική εξυγίανση, θα μπορούσε να επιβεβαιώσει και να νομιμοποιήσει έναν αναπτυξιακό ρόλο του κράτους και να λειτουργήσει ανασταλτικά για τις σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις και την πλήρη κατεδάφιση του δημόσιου τομέα.

Η ανάπτυξη, σύμφωνα με την κρατούσα νεοφιλελεύθερη αντίληψη, δεν θα προέλθει από την άσκηση οποιασδήποτε αναπτυξιακής πολιτικής σ’ εθνικό επίπεδο. Θα προέλθει από τους ξένους κυρίως ιδιώτες και τις πολυεθνικές που θ’ αγοράσουν τις δημόσιες επιχειρήσεις και την εθνική περιουσία, με την αποκρατικοποίηση.

Η ίδια λογική διέπει και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα. Αυστηρή, δηλαδή, δημοσιονομική πολιτική λιτότητας. Καμία αναπτυξιακή διάσταση, την οποίαν θ’ ανέμενε κάποιος ακούγοντας για Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα. Οι συνέπειες είναι προφανείς. Η ύφεση γίνεται βαθύτερη και η υστέρηση εσόδων μεγαλύτερη. Η δημοσιονομική, όμως, κρίση και η κρίση εξωτερικού χρέους, ανεξάρτητα από τη διασφάλιση των πιστωτών με εμπράγματες εγγυήσεις, αξιοποιούνται επίσης ως καταλύτες για την αλλαγή του οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος της χώρας, στο πνεύμα της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΡΙΞΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Οι κυβερνήσεις που κυριάρχησαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα μέχρι, τουλάχιστον, τη δεκαετία του ’80, ήταν κατά κύριο λόγο συντηρητικές. Εάν στήριξαν τον δημόσιο τομέα και τις δημόσιες επενδύσεις, δεν το έκαναν για λόγους ιδεολογικούς. Αντιμετώπιζαν μια πολύ συγκεκριμένη πραγματικότητα: την καχεξία της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας και την ανεπάρκεια των ιδιωτικών επενδύσεων. Οι αναπτυξιακές δημόσιες επενδύσεις ήταν μια επιβεβλημένη πολιτική, η οποία βοήθησε στην ανασυγκρότηση της χώρας και στήριξε αρκετά υψηλούς ρυθμούς αναπτύξεως.

Οι θεωρίες περί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν την πραγματική κατάσταση σε κάθε χώρα, είναι ανεδαφικές. Μια χώρα, π.χ., που είναι βιομηχανικά αναπτυγμένη και έχει υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα δεν έχει τόση ανάγκη από δημόσιο τομέα και δημόσιες επενδύσεις. Ακόμη όμως κι αυτή προσφεύγει σε δημόσιες επενδύσεις και χρηματοδοτήσεις για τη στήριξη της έρευνας, της παραγωγής ορισμένων νέων προϊόντων αιχμής ή την κατάληψη ανταγωνιστικής θέσεως σ’ ένα νέο κρίσιμο πεδίο δραστηριοτήτων.

Μια χώρα, όμως, η οποία έχει σημαντική ιστορική καθυστέρηση στην ανάπτυξή της, βρίσκεται σε πολύ διαφορετική θέση. Ο ρόλος του κράτους είναι καταλυτικός. Μόνο με τη δική του παρέμβαση και βοήθεια, στη βάση ενός στρατηγικού σχεδιασμού, μπορεί η χώρα αυτή να στηρίξει και να επιταχύνει την ανάπτυξή της, εκμεταλλευόμενη τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.

Ακόμη και μεγάλες χώρες, με μεγάλη βιομηχανική και τεχνολογική υποδομή, όπως η Ρωσία και η Κίνα, βασίσθηκαν και βασίζονται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στην κρατική υποστήριξη και σε εθνικές στρατηγικές για την ανάπτυξή τους. Τα νεοφιλελεύθερα πειράματα της ανοικτής αγοράς στη Ρωσία, επί προεδρίας Γιέλτσιν, μείωσαν, μέσα σε 10 χρόνια, κατά 50% το εθνικό εισόδημα της χώρας, δημιούργησαν τους ολιγάρχες και έφεραν τη χώρα στο χείλος της καταστροφής. Χρειάσθηκε η επανορθωτική παρέμβαση Πούτιν για να ξαναβρεί η Ρωσία σταθερή ανάπτυξη και πρόοδο, στο πλαίσιο μιας μεικτής οικονομίας και μιας εθνικής στρατηγικής.

Η Κίνα δεν είχε τα νεοφιλελεύθερα πειράματα Γιέλτσιν. Άνοιξε την αγορά της, αλλά διατήρησε τον πολιτικό έλεγχο του κόμματος, προτάσσοντας την οικονομική από τήν πολιτική αλλαγή. Στο πλαίσιο αυτό, διατήρησε τον έλεγχο της κινήσεως κεφαλαίων και τη μη μετατρεψιμότητα του νομίσματός της. Αυτό της επέτρεψε να επωφεληθεί από το άνοιγμα των αγορών της παγκοσμιοποίησης, διατηρώντας ταυτόχρονα τον εθνικό έλεγχο. Έφερε, με τον τρόπο αυτό, την παγκοσμιοποίηση στα μέτρα της και βγήκε ιδιαίτερα κερδισμένη.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟ ΕΘΝΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑΤΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΔΕΝ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΕ, ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΟΠΩΣ ΑΝΑΜΕΝΟΤΑΝ

Η Ελλάδα έχει, προφανώς, ιστορική καθυστέρηση σε σχέση με τις βόρειες, κυρίως, χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ήταν ήδη προβληματική η ένταξή της, από απόψεως ανταγωνιστικότητας, στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά. Υπερίσχυσε όμως η εκτίμηση ότι η ένταξη θα της παρείχε ένα πολύ σημαντικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Εκτιμήθηκε επίσης ότι η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να προσαρμοσθεί στις προηγμένες προδιαγραφές της Κοινής Αγοράς και ότι θα επωφελείτο επίσης από ευρωπαϊκές ενισχύσεις, ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα.

Είναι γεγονός ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος, χωρίς η Ελλάδα να κατορθώσει να προσαρμοσθεί, να επωφεληθεί δηλαδή, όσο το δυνατόν περισσότερο, από την ένταξή της και να προετοιμασθεί ταυτοχρόνως για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που έθετε η Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με τις ευκαιρίες που παρείχε. Αντιθέτως, η επικράτηση μιας κομματοκρατικής πολιτικής κατέστησε τα πράγματα πολύ χειρότερα. Σε μια περίοδο, μάλιστα, που η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρούσε σε νέες κατευθύνσεις, οι οποίες θα καθιστούσαν τη θέση της Ελλάδος πολύ δυσκολότερη ακόμη.

Δεν έγινε εκσυγχρονισμός του κράτους. Ο δημόσιος τομέας αντιμετωπίσθηκε ως λάφυρο της κομματοκρατίας και δυσφημίσθηκε ποικιλοτρόπως. Η ανάπτυξη αποτελματώθηκε και η δημοσιονομική απόκλιση έγινε μόνιμο καθεστώς. Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη από τη δεκαετία του ’80, και υπό την κάλυψη της μεγάλης ευρωπαϊκής ιδέας, εγκολπώθηκε τον νεοφιλελευθερισμό ως καθεστωτική πολιτική, υπό τις πιέσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρήγκαν. Η πολιτική αυτή εξελίχθηκε, στην επόμενη δεκαετία, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως και την αλλαγή του διεθνούς σκηνικού, σε πλήρη ταύτιση με την παγκοσμιοποίηση.

Τα νέα βήματα στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, όπως η εισαγωγή του ευρώ και η δημιουργία της Ευρωζώνης, έγιναν, κατά τρόπο πρωθύστερο προς την επιζητούμενη πολιτική ενοποίηση και, επιπλέον, μέσα στο νέο πλαίσιο της ταυτίσεως της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση. Η εξέλιξη αυτή, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν ήταν καθόλου θετική για την Ελλάδα. Άλλαξε, ουσιαστικά, τη βάση πάνω στην οποία είχε αρχικά σχεδιασθεί η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, με αναφορά την ισότιμη συμμετοχή των κρατών.

Η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε νέους όρους στην υποτιθέμενη Κοινή Αγορά. Ποια έννοια έχει η Κοινή Αγορά, όταν συγχέεται με τα ανοικτά σύνορα και την παγκόσμια αγορά; Πώς μπορεί, υπό τους όρους αυτούς, να διαφυλαχθεί η ισότιμη συμμετοχή, η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών, η σύγκλιση των επιπέδων ζωής και η εσωτερική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως;

Η εισαγωγή του ευρώ, χωρίς την προηγούμενη διασφάλιση κοινών πολιτικών, δημοσιονομικής εναρμονίσεως και αλληλεγγύης έναντι του κοινού νομίσματος, είχε σε σπέρμα τις αντιφάσεις που απορρέουν από τις ελλείψεις αυτές, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση και την απορρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωζώνη, υπό τις γνωστές συνθήκες, από την κυβέρνηση Σημίτη, συνοδεύθηκε με ψευδαισθήσεις για ασφάλεια, που δεν ανταποκρίνονταν, σε καμιά περίπτωση, στην πραγματικότητα. Το πλεονέκτημα των χαμηλών επιτοκίων δεν αξιοποιήθηκε για την προώθηση μιας αναπτυξιακής πολιτικής. Οι πολιτικοί ιθύνοντες υπεστήριζαν από τότε ως προοπτική την παγκοσμιοποίηση και τις ξένες επενδύσεις. Όχι οποιαδήποτε εθνική αναπτυξιακή στρατηγική. Εμποτισμένοι μάλιστα με το πνεύμα αυτό, που ήταν κυρίαρχο και στην Ευρώπη, ανήγαγαν σε θεωρία την άποψη ότι δεν χρειαζόμαστε τώρα οποιαδήποτε βιομηχανική πολιτική. Το μέλλον ανήκει στη λεγόμενη «νέα οικονομία», τη χρηματιστική, δηλαδή, οικονομία και τις υπηρεσίες. Με τη λογική αυτή, τα χαμηλά επιτόκια και η ψευδαίσθηση της ασφάλειας του ευρώ αξιοποιήθηκαν για την κατανάλωση και τα χρηματιστηριακά παιχνίδια, με τα γνωστά αποτελέσματα. Από την πικρή, όμως, αυτή εμπειρία δεν αντλήθηκε κανένα μάθημα. Συνεχίσθηκε και συνεχίζεται ακόμη η ίδια πολιτική, όταν έχει γίνει καταφανές ότι η πολιτική αυτή οδηγεί ουσιαστικά στο ξήλωμα της Ελλάδος ως εθνικού κράτους και εθνικής κοινωνίας, και σε δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού.

ΤΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Εάν διαβάσει κανείς τα επιμέρους άρθρα του σχεδίου νόμου για το λεγόμενο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, μένει άναυδος για το πού οδηγείται η χώρα με την ακολουθούμενη πολιτική και για το πού πάει η εθνική κυριαρχία.

Αντιλαμβάνεται επίσης πόσο εκτός πραγματικότητας και παραπλανητικός είναι ο ισχυρισμός ότι δεν παρέχονται δήθεν εμπράγματες εγγυήσεις για το συζητούμενο νέο δάνειο προς την Ελλάδα. Ποιες άλλες εμπράγματες εγγυήσεις χρειάζονται όταν η εθνική περιουσία που καταγράφηκε σε κεφάλαια στο Μεσοπρόθεσμο προς «αξιοποίηση» χάνεται αμετακλήτως για το Δημόσιο, μόλις περιέλθει στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου;

Στο Ταμείο περιλαμβάνονται, άλλωστε, όχι μόνο δημόσιες επιχειρήσεις, με όλο το ενεργητικό τους, αλλά και δημοτικές επιχειρήσεις, «περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, δικαιώματα διαχείρισης και εκμετάλλευσης, κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άυλα δικαιώματα και δικαιώματα λειτουργίας, συντήρησης και εκμετάλλευσης υποδομών». Περιλαμβάνονται επίσης «κινητές αξίες εταιρειών, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ακίνητα». Επισημαίνεται ειδικότερα ότι «το Δημόσιο απεκδύεται κάθε δικαιώματός του επί αυτών από τη δημοσίευση της απόφασης της Δ.Ε.Α.Α. στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».

Επισημαίνεται επίσης στην παράγραφο 6 του άρθρου 1 ότι: «Το πράγμα ή δικαίωμα που μεταβιβάσθηκε ή παραχωρήθηκε στο Ταμείο, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να αναμεταβιβασθεί στον προηγούμενο κύριο ή δικαιούχο καθ’ οιονδήποτε τρόπο».

Στην παράγραφο 8 του ιδίου άρθρου καθορίζεται ότι «Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων μπορεί να κηρύσσονται αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα, με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, για λόγους μείζονος σημασίας δημοσίου συμφέροντος».

Με απλά λόγια, το κράτος αναλαμβάνει όχι μόνο να παραιτηθεί αμετακλήτως από την περιουσία του και την «αξιοποίησή» της, αλλά να απαλλοτριώσει, με δική του επιβάρυνση, οποιαδήποτε δικαιώματα τρίτων. Αναλαμβάνει επίσης να εξασφαλίσει την προνομιακή αξιοποίηση της περιουσίας αυτής με προκλητικούς όρους αποκλίσεως από τα ισχύοντα, όπως είναι η επιφάνεια καλύψεως ενός οικοπέδου με συντελεστή 5 ή 6 φορές υψηλότερο απ’ ό,τι ισχύει για τους άλλους σε εκτός σχεδίου πόλεως κατασκευές. Με δικαίωμα επίσης καταλήψεως του αιγιαλού και πολλά άλλα σκανδαλώδη δικαιώματα αποκλίσεως και προνομιακής μεταχειρίσεως.

Με τη μεταβίβαση της προς «αξιοποίηση» περιουσίας του στο Ταμείο, το κράτος έχει μόνο το δικαίωμα του υπηρέτη και του επικούρου. Δεν έχει το δικαίωμα να έχει ουσιαστικά λόγο και άποψη για το είδος της «αξιοποιήσεως», η οποία επιφυλάσσεται στην περιουσία του.

Υποτίθεται ότι ασκεί εμμέσως μια επιρροή, μέσω των υπηρεσιακών υπευθύνων που συμμετέχουν στο Ταμείο. Καταλυτικό, όμως, ρόλο σ’ αυτό παίζει το λεγόμενο Συμβούλιο των Εμπερογνωμόνων, το οποίο ουσιαστικά ελέγχεται από την «τρόικα», παρά την επίφαση 4 Ελλήνων και 3 ξένων εμπειρογνωμώνων στη σύνθεσή του. Όπως καθορίζεται στο σχέδιο νόμου, οποιαδήποτε απόφαση του Ταμείου, χωρίς προηγούμενη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, είναι άκυρη.

Η ΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΕΝΑ ΕΘΝΙΚΟ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΠΕΙΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ;

Οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και η πώληση της εθνικής περιουσίας, με την επίφαση της «αξιοποιήσεως», οδηγούν σε ριζική αλλαγή από ένα εθνικό σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο μοντέλο παραγωγής, ελεγχόμενο κατά κύριο λόγο από ξένα συμφέροντα.

Το Δημόσιο και οι δημόσιες επιχειρήσεις ήταν μέχρι τώρα ο μεγαλύτερος εργοδότης. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στους έλληνες εργαζομένους από την αλλαγή αυτή, σε συνδυασμό με την ακολουθούμενη μέχρι τώρα πολιτική ανοχής απέναντι στη μαζική λαθρομετανάστευση και τον μεγάλο αριθμό λαθρομεταναστών, που βρίσκονται ήδη στην Ελλάδα;

Είναι γνωστό ότι οι πολυεθνικές εταιρείες αναζητούν συστηματικά φθηνό εργατικό δυναμικό, τουλάχιστον για τις εργασίες εκείνες στις οποίες δεν απαιτείται εξειδίκευση. Είναι βέβαιο ότι ο έλληνας εργαζόμενος θα βρεθεί σε συναγωνισμό για τριτοκοσμικά μεροκάματα ή μπροστά στο δίλημμα να μεταναστεύσει.

Είναι μια άλλη διάσταση και συνέπεια της ακολουθούμενης πολιτικής, που οδηγεί στην αλλοτρίωση και την εθνική αποδόμηση της Ελλάδος. Δεν φαίνεται να είναι, άλλωστε, τυχαία, σε σχέση με την πολιτική και την αντίληψη αυτή, η παράδοξη πολιτική που ακολουθείται, εδώ και μια δεκαπενταετία, τουλάχιστον, απέναντι στη λαθρομετανάστευση και η συνακόλουθη προπαγάνδα για «πολυπολιτισμική κοινωνία» και «πολυπολιτισμική παιδεία».

Ο ελληνικός λαός διαβλέπει τα όσα τεκταίνονται πίσω από τα ωραία λόγια για τη «σωτηρία» της χώρας. Γνωρίζει ότι πρέπει να κάνει πολλές θυσίες για να βγει η χώρα από το αδιέξοδο, αρκεί όμως να βλέπει σε προοπτική το φως μιας συγκεκριμένης ελπίδας.

Όχι αδιέξοδο και όχι απειλή για την ίδια την ύπαρξη της πατρίδας του. Η αναπτυξιακή πολιτική, η περικοπή του χρέους, η μείωση του επιτοκίου και η μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση, σε κλίμακα τριακονταετίας, είναι οι τέσσερις άξονες πολιτικής, γύρω από τους οποίους πρέπει να αναζητηθεί μια λύση, σε σκληρές διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας.


Σχολιάστε εδώ