Οι θυμόσοφοι
Ημέρα Κυριακή, ώρες της σκόλης. Η παρέα συναντιέται στο καθιερωμένο πάντα μέρος, στο ίδιο καφενείο, στην ίδια γειτονιά. Εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Οικογενειάρχες με μια λιτή ζωή, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, αυτοί που ο λαός αποκαλεί βιοπαλαιστές – μικροεπαγγελματίες. Θα τους κατέτασσες κάπου στη μέση ηλικία, πάνω στην ακμή του εργασιακού τους βίου.
Η συζήτηση άρχισε όπως όλες τις Κυριακές. Με τα ίδια χωρατά, με τον απολογισμό της εβδομαδιαίας ρουτίνας, λες και ήθελαν να ξεφύγουν από τη μίζερη καθημερινότητα. Μοιραία η συζήτηση οδηγήθηκε στη σημερινή πραγματικότητα. Μνημόνιο, Μεσοπρόθεσμο, εφαρμοστικός, φόροι, επιβαρύνσεις, ανεργία και λουκέτα. Λέξεις-εφιάλτης. Πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα για το τώρα, για το αύριο. Διάχυτο το άγχος. Απότομη αλλαγή θυμικού!
– Δεν θα πρέπει όμως να αισιοδοξούμε; Θα αφήσουμε να μας πάρει από κάτω; ρωτάει ο πιο ψύχραιμος της παρέας.
Κοιτάζονται όλοι, κάπως αμήχανα.
– Με αυτά που διαβάζουμε και ακούμε λίγο δύσκολο να ξεφύγουμε, απαντάει ο πιο απαισιόδοξος. Κι αν πτωχεύσουμε;
Στο άκουσμα αυτής της λέξης όλοι κουνάνε τα κεφάλια τους, αποφεύγοντας να την επαναλάβουν, σαν να θέλουν να ξορκίσουν τα χειρότερα.
– Καλά, λέει πάλι ο ψύχραιμος, μη βάζουμε στο μυαλό μας πάντα τα δυσάρεστα.
– Θυμάστε πόσες φορές έχουμε πτωχεύσει; ρωτάει ο «μορφωμένος» της παρέας, πρώην δευτεροετής της Παιδαγωγικής που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς. Να σας πω εγώ, συνεχίζει. Το 1827, το 1843, το 1893 και το 1932. Και δεν μετράμε βέβαια την Κατοχή, που η χώρα μας αναγκάστηκε να κάνει παύση πληρωμών για τους γνωστούς λόγους.
Όλοι τον κοιτάνε με δόση θαυμασμού, όπως οι απλοί άνθρωποι ακούνε αυτούς που θεωρούν «γραμματιζούμενους».
– Έχετε ακούσει μάλιστα και για τον ΔΟΕ που επιβλήθηκε στην Ελλάδα το 1898; ρωτάει τους εκστασιασμένους φίλους του.
Όλοι κουνάνε το κεφάλι αρνητικά. Εκείνος, ακάθεκτος, συνεχίζει την προβολή γνώσης. Είναι ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, λέει με στόμφο, που λόγω του τότε μεγάλου δανεισμού της χώρας μας εισέπραττε για λογαριασμό των δανειστών μας τους φόρους από το Μονοπώλιο. Δηλαδή από το πετρέλαιο, το αλάτι, τα σπίρτα, τα τραπουλόχαρτα, το τσιγαρόχαρτο, τη σμύριδα, τον καπνό, τα τέλη χαρτοσήμου. Ακόμη εισέπραττε και τους δασμούς του Τελωνείου Πειραιώς. Και συνεχίζοντας, τονίζοντας μια μια τις λέξεις, τους ρωτάει, ξέρετε πότε καταργήθηκε ο διεθνής αυτός έλεγχος; Ογδόντα χρόνια μετά, δηλαδή το 1978…
Μείνανε όλοι σκεπτικοί, ο καθένας έκανε αναγκαστικά τους απαραίτητους συνειρμούς. Εκείνους που εύκολα κάνουν οι απλοί άνθρωποι που δεν χρειάζεται να έχουν ειδική μόρφωση για να αντιληφθούν τους όρους του Μνημονίου και άλλους περισπούδαστους όρους. Που διαθέτουν όμως την κοινή λογική, εκείνη που πηγάζει από την αστείρευτη λαϊκή θυμοσοφία. Αυτήν που πολλές φορές, κυβερνώντες και μη, λησμονούν.
– Αυτά, πήγε μιάμιση, να πηγαίνουμε! λέει ο μεγαλύτερος της παρέας.
Με μια κίνηση όλοι υπακούν και σηκώνονται.
Σκυθρωποί αποχωρίζονται. Για να πορευτούν μόνοι τους, μέσα από διαφορετικά μετερίζια, μέσα από Μνημόνια, οικονομικούς δαιδάλους και πολλά αδιέξοδα στο καθημερινό καμίνι της ζωής.
Τι άραγε να τους επιφυλάσσει η επόμενη εβδομάδα;