Απέρριψε η υπουργός Παιδείας το νέο βιβλίο Ιστορίας για τη ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού!
Το 2007, με απόφαση του τότε υπουργού Παιδείας Ευρ. Στυλιανίδη, δόθηκε τέλος στο «περίφημο» βιβλίο της Ιστορίας ΣΤ΄ τάξης Δημοτικού της κ. Ρεπούση, ένα βιβλίο που γράφτηκε στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του «Προγράμματος κοινής Ιστορίας», που «εμπνεύσθηκε» το «Κέντρο για τη συμφιλίωση και τη Δημοκρατία στην Κεντρική Ευρώπη» (CDRSEE), με δράση που περιλαμβάνει και την παρέμβαση στον χώρο των βιβλίων της Ιστορίας των σχολείων. Κεντρική επιδίωξη να συντριβεί κάθε αντίσταση κι εμπόδιο στον δρόμο που θα οδηγήσει σε ομογενοποίηση λαών, συστημάτων, ιδεών και θρησκευμάτων.
Και ένα από τα βασικότερα εμπόδια σʼ αυτό είναι η μνήμη. Είναι αυτή για την οποία ο Σεφέρης («Δοκιμές») έγραψε: «Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;»
Τον επόμενο χρόνο, 2008, ανατέθηκε η συγγραφή νέου βιβλίου Ιστορίας για τους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού σε ομάδα ιστορικών υπό τον καθηγητή Νεώτερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιάννη Κολιόπουλο, στην οποία συμμετείχαν ο καθηγητής επίσης νεώτερης Ιστορίας Ιάκωβος Μιχαηλίδης, ο φιλόλογος Χαράλαμπος Μηνάογλου και ο σχολικός σύμβουλος Αθανάσιος Καλλιανιώτης. Το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού ήταν έτοιμο –ακόμα και στην ηλεκτρονική του μορφή– ήδη από τις αρχές του 2010 και παραδόθηκε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Π.Ι.) προς κρίση.
Έπειτα από πολλές παρατηρήσεις από τους κριτές, τις οποίες οι συγγραφείς αποδέχθηκαν και ενσωμάτωσαν στο βιβλίο ώστε το τελικό κείμενο να συμφωνεί απόλυτα με την αντιληπτική ικανότητα των μαθητών, το Ινστιτούτο ενέκρινε το περιεχόμενο και εισηγήθηκε στην υπουργό Παιδείας την εκτύπωση και διανομή του στα σχολεία.
Μέσα από αυτό το βιβλίο η συγγραφική ομάδα επιδιώκει να «προωθήσει την εθνική συνείδηση χωρίς μισαλλοδοξία» και μάλιστα την ώρα που οι από ανατολή γείτονές μας επιδίδονται σε κατάφωρες παραβιάσεις του εθνικού μας χώρου και με κάθε τρόπο επιδεικνύουν την περιφρόνηση και την εχθρότητα που αισθάνονται για μας, ενώ οι Σκοπιανοί ετοιμάζονται για τη νέα «Αλεξάνδρεια».
Επιπλέον, στο νέο βιβλίο η Επανάσταση του 1821 είναι η «Μεγάλη Επανάσταση» και, σε αντίθεση με το σύγγραμμα της κ. Ρεπούση, αναφέρει το ιστορικό δεδομένο ότι οι Έλληνες υπέφεραν κυρίως τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ γίνονται εκτενείς αναφορές στους Δασκάλους του Γένους, στους αγώνες των Σουλιωτών, στους ήρωες του 1821, στον Παύλο Μελά και στον Μακεδονικό Αγώνα.
Όσον αφορά την επίμαχη φράση για τη Μικρασιατική Καταστροφή, το νέο σχολικό εγχειρίδιο χαρακτηρίζει «διωγμό» τα όσα συνέβησαν στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922.
Όλα, όμως, αυτά, φαίνεται ότι είναι «ασυγχώρητα λάθη» για την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, η οποία και αποφάσισε, μετά μάλιστα και από εισήγηση της συμβούλου της υπουργού κ. Ελένης Μπούντα, δασκάλας, τη μη εκτύπωση του βιβλίου (!), ρίχνοντας στο καλάθι τη σχετική πρόταση του Π.Ι., το οποίο και κατάργησε στην ουσία η υπουργός τον περασμένο Μάιο, «αναβαθμίζοντάς το» σε Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (θέμα για το οποίο έχουμε ασχοληθεί αναλυτικά σε προηγούμενα φύλλα μας).
Πιθανότατα η απόρριψη του βιβλίου κινείται στο πλαίσιο των επιδιώξεων ξένων κέντρων για την υποβάθμιση και «αλλοτρίωση» του μαθήματος της Ιστορίας που μοιραία θα οδηγήσει σε ιστορικό αναλφαβητισμό.
Το κεντρικό ερώτημα είναι: «Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι»;
Ας ελπίσουμε η κ. υπουργός να ξαναδεί ψυχραιμότερα το θέμα, όπως το απαιτούν οι κρίσιμες στιγμές που όλοι βιώνουμε. Έργο του διορατικού πολιτικού είναι να διαβάζει σωστά τα μηνύματα των καιρών.