Μια φορά και έναν καιρό

Λίγο καιρό πριν από τον πόλεμο του ’40, τότε που η Ελλάδα άρχισε να ορθοποδεί από τις πολεμικές και άλλες περιπέτειές της, καθώς το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε, το ευρύτερο κοινό της πρωτεύουσας μάθαινε τις διάφορες λεπτές εκείνες γεύσεις τις αποκαλούμενες «ντελικατέσεν», που τις ήξεραν μόνον όσοι προνομιούχοι είχαν ταξιδέψει στην Εσπερία και διηγούνταν τη νοστιμιά τους στον «κεχηνότα» κύκλο τους, που άκουγε τις γεμάτες παραστατικότητα περιγραφές και ξερογλειφόταν…

Έτσι, οι Αθηναίοι με πολύ μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη είδαν να κυκλοφορούν στην Αθήνα κάτι λευκά ψωμάκια, χαρακτηρισμένα από την αγορανομία ως «αρτίδια», που γίνονταν ανάρπαστα. Ήταν μικρά, πολύ αφράτα, με τραγανιστή κόρα πασπαλισμένη με σουσάμι, που τα έτρωγες λέγοντας ποτέ να μην τελειώσουν. Σε νεώτερη έκδοση προσετέθησαν και μικρές κουλουρίτσες, ίδιας ακριβώς σύνθεσης και γεύσης, μόνον που ήσαν διπλάσιες ως ποσότητα. Όσο για την τιμή τόσο του «αρτιδίου» όσο και της κουλούρας, ήταν ακριβότερα από τον γνωστόν «άρτον ημών τον επιούσιον», δηλαδή το οκαδιάρικο ημίλευκο καρβέλι που δεν φτούραγε να χορτάσει την πολυμελή και μονίμως πεινασμένη φαμίλια. Φυσικά, τα λευκά αφράτα ψωμάκια, που πάντα προσφέρονταν ζεστά τα άτιμα, αγοράζονταν όταν υπέκυπτες στον πειρασμό και διέπραττες έγκλημα σε βάρος της τσέπης σου. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν και οι βελτιώσεις από τους αγοραστές τους, καθώς διαπίστωσαν πως ήταν ιδανικά για σάντουιτς. Ένα πασάλειμμα με το ευρύτατα κυκλοφορούν βούτυρο τύπου «Κερκύρας», μισή φέτα από την επίσης ευρύτατα κυκλοφορούσα «μορταδέλα», και το λαχταριστό σάντουιτς ήταν έτοιμο να καταβροχθιστεί. Αργότερα, όταν τα αρτίδια βρήκαν μιμητές και γέμισε η αγορά, οι κουλουρτζήδες πλούτισαν την πραμάτεια τους και με σάντουιτς δικής τους κατασκευής, βουτυρώνοντας μόνον το σημείο ενώσεως του επάνω με το κάτω μέρος του ψωμιού, για να δίνουν την εντύπωση πως το βούτυρο ήταν πάρα πολύ και… ξεχείλισε.

Τα «αρτίδια» πουλιόνταν στον φούρνο τους, στο βάθος μιας στενωπού-αδιεξόδου, δίπλα στα μεγάλα καταστήματα «Χρυσικόπουλου» στην οδό Σταδίου, απέναντι από τη Στοά Αρσακείου, και δύο μικρές βιτρίνες με ψωμάκια καρφωμένες στον τοίχο τσίγκλιζαν τους περαστικούς με τη θέα τους. Δημιουργός τους ήταν η φίρμα «Σικ», πασίγνωστη στην πρωτεύουσα από την αλυσίδα «Βαφεία – Καθαριστήρια Κάρολος Σικ», αλλά δεν γνωρίζω αν το αρτοποιείο ήταν του Καρόλου, που επεξέτεινε τις δραστηριότητές του, ή κάποιου άλλου μέλους της οικογένειας των απογόνων της βαυαροκρατίας. Γεγονός πάντως είναι πως εκείνα τα ψωμάκια δημιούργησαν τους πρώτους γκάγκαρους… «γκουρμέ» ή γκουρμέδες.

Αδιευκρίνιστο παραμένει εάν η μεγάλη επιτυχία τους έκανε έτερο… Καππαδόκη να μονολογεί: «Ουκ εά με καθεύδειν το του Σικ τρόπαιον» και έσπευσε αμέσως να τον αντιγράψει, καθώς την ίδια εποχή μεσουρανούσε στην Αθήνα, στην οδό Πανεπιστημίου, λίγο πιο κάτω από το «ΡΕΞ», ο «Καρούσος», με είδη ζαχαροπλαστικής και αρτοποιίας, για να προσθέσει αργότερα στο βάθος του καταστήματος και μπαρ με πλούσιους μεζέδες και βαρελίσια μπύρα. Αμέσως ο Καρούσος παρουσίασε μια μεγάλη γκάμα από ψωμιά διαφόρων τύπων και μεγέθους, που μοσχομύριζαν στο μαγαζί και οι ουρές στο ταμείο ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα μέτρα της εποχής. Κοντά στα άλλα μάθαμε και τι πράμα είναι το κρουασάν, που με την πρώτη του εμφάνιση οι κατασκευαστές τού άλλαξαν τα… φώτα και από «λεπτεπίλεπτη λιχουδιά» το… βελτίωσαν με τόσες παραλλαγές, που οι πιστοί του το αποκήρυξαν μετά βδελυγμίας, ιδίως όταν το παραγέμισαν και το προβίβασαν σε… σοροπιαστό.

Ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Ήρθε η πείνα. Το ψωμί έγινε ανύπαρκτο. Στη θέση του μοίραζαν με δελτίο, και όχι καθημερινά, ένα κίτρινο απαίσιο κατασκεύασμα από… σκουπάλευρο. Κάθε άτομο δικαιούνταν 25 δράμια, δηλαδή κάπου 44 γραμμάρια, και οι σκελετωμένοι Αθηναίοι έβρισκαν ανακούφιση στο να θυμούνται και να φέρνουν στις συζητήσεις με τις αναμνήσεις τους εκείνα τα λευκά ζεστά ψωμάκια με την αφράτη ψίχα και την τραγανιστή όλο σουσάμι κόρα τους και να αναρωτιούνται αν άραγε θα ξαναφάνε κάποτε αληθινό ψωμί…

Μια άλλη γεύση, ας την πούμε κι αυτήν «ντελικατέσεν», που ήρθε μεταπολεμικά να κατακτήσει τους Αθηναίους ήταν οι χυμοί που έστυβε ο ηλεκτρικός αποχυμωτής παρουσία του… πελάτη και προφέρονταν φρέσκοι και δροσεροί μέσα στην καλοκαιριάτικη κάψα. Πρώτο έφερε και εγκατέστησε το σατανικό μηχάνημα το ζαχαροπλαστείο-μπαρ-εστιατόριο «Τσίτας» στην οδό Πανεπιστημίου, απέναντι από την Ακαδημία. Έκθαμβοι είδαν οι πολυπληθείς θαμώνες του ένα μηχάνημα με ένα γυάλινο μαραφέτι σαν χωνί επάνω του, όπου η κυρία Μαίρη, η σερβιτόρα, έβαζε φρέσκα φρούτα, ροδάκινα, βερίκοκα κ.λπ., που κυριολεκτικά τα άλεθε και έβγαζε στο ποτήρι έναν ροζ χυλό. Θαύμαζαν οι πελάτες την τεχνολογία και όσοι είχαν τη δυνατότητα κερνούσαν τον εαυτό τους έναν χυμό, που ήταν ποτό συν τοις άλλοις πολύ υγιεινό και πρωτοπόρο. Ήταν τότε γενικώς μια εποχή οικονομικής δυσπραγίας και πολλοί διψασμένοι, για να πιούνε ένα ποτήρι νερό χωρίς να έχουνε πάρει κάτι προηγουμένως, πήγαιναν στο σημείο όπου βρίσκονταν τα γεμάτα νερό ποτήρια και υποκρίνονταν πως καθάριζαν με τη γλώσσα τα δόντια τους για να φύγουνε τάχα τα υπολείμματα της τυρόπιτας που… μόλις είχαν φάει, κρατώντας έτσι τα προσχήματα και την αξιοπρέπειά τους. Για τον τότε λαοφιλή «Τσίτα» ειδικά, πολλά έχει καταμαρτυρήσει κατά καιρούς στις «Πρωινές Χειρηλασίες» του ο Γιάννης Καλαμίτσης, στον οποίον επ’ ευκαιρία ευχόμαστε όλα τα καλά για την υγεία του και σύντομα να βρεθεί και πάλι σε θέση μάχης κοντά μας.

Ουρές σχηματίζονταν μέχρι που ο «αποχυμωτής» βγήκε στην πιάτσα, πρώτα στα κέντρα κι ύστερα στα διάφορα «Ράδιο…» με δόσεις, κοντά στις πρώτες ελληνικές ηλεκτρικές κουζίνες «Phillis» και τα ηλεκτρικά ψυγεία 7 ποδών, το όνειρο της κάθε οικογένειας… Ο καιρός περνούσε, ο κόσμος προόδευε, προόδευε και η τεχνολογία, αλλά οι Αθηναίοι, που όλα τα είχαν δει και δεν περίμεναν κάποια καινούργια ανακάλυψη να ταράξει τα νερά, κατηφορίζοντας το δεξί πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου αντίκρισαν ένα θέαμα περίεργο, που δεν ήταν ούτε οπτική απάτη ούτε μεταφυσικό ξεφάντωμα με αερικά ούτε δημιούργημα του εγκεφάλου τους που έπαθε ταράκουλο επειδή διάβασε ειδήσεις στις κρεμασμένες στο περίπτερο εφημερίδες. Είδαν ένα μαγαζί σαν όλα τα μαγαζιά, μόνον που δεν είχε τζάμια, με την επιγραφή «Νάκυ». Είδαν χαριτωμένες κοπελούδες ντυμένες στα λευκά, με άσπρα δίκοχα στο κεφάλι, μπροστά σε ένα θηριώδες μηχάνημα, όπου τράβαγαν έναν μοχλό και αυτό, πολύ… υπάκουο, έβγαζε από τα έγκατά του… παγωτό ημίρρευστο. Ήταν το πρώτο μηχάνημα για το λεγόμενο «soft ice cream» που ήρθε στην Ελλάδα και απέκτησε αμέσως αμέτρητους πιστούς. Δεν πρόφταιναν οι κοπελιές να γεμίζουνε χωνάκια κι ένας περίεργος συνωστισμός, ιδίως τα βράδια, σχηματιζόταν μπροστά στο παγωτατζίδικο, γιατί ήταν κάτι καινούργιο, κι έβλεπες να κυκλοφορούν στην Πανεπιστημίου άνθρωποι κάθε ηλικίας και τάξεως με ένα χωνάκι στο χέρι και μια «εν ενεργεία γλώσσα»… έξω. Παγωτά εκ του προχείρου υπήρχαν τότε μονάχα της ΕΒΓΑ και άλλα παρεμφερή με ξυλάκι. Υπήρχε ακόμη στις λαϊκές γειτονιές ο πλανόδιος παγωτατζής, ο «γιάτσος», με το καρότσι του και το αμφίβολο ιδιοσκεύασμά του, που το γευόσουν τραγουδώντας «Απόψε αντάμωσα τον χάρο…» Στο τέλος όλα έγιναν ρουτίνα, όλα ισοπεδώθηκαν, τίποτα που να μας δώσει εκείνη τη μικρή χαρά της ζωής πια δεν υπάρχει, μονάχα ο ποιητής απόμεινε που προέβλεψε προφητικά:

«…Και καταντά το αύριο με αύριο να μη μοιάζει…».


Σχολιάστε εδώ