ΤΟ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟ ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΕΘΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Προφανώς, πάνω σε μακροπρόθεσμη βάση, χωρίς τον ατελέσφορο και καταστρεπτικό βρόχο του χθεσινού Μνημονίου και του σημερινού Μεσοπροθέσμου.

Αρκούσε η γαλλική πρόταση να συμπληρωνόταν με δύο άλλες προτάσεις και δύο προϋποθέσεις. Τη δραστική μείωση, κατά πρώτο λόγο, του επιτοκίου των δανείων προς την Ελλάδα, σ’ επίπεδα που μπορεί να διασφαλίσει σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αύριο ο Ευρωπαϊκός Σταθεροποιητικός Μηχανισμός.
Η προβολή της ιδέας ότι τα επιτόκια πρέπει να είναι υψηλά για να έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα για τις χώρες «που επιδεικνύουν δημοσιονομική χαλαρότητα» και για να μη γίνεται στρέβλωση των κανόνων και της πραγματικότητας που αντικαθρεφτίζει η αγορά, είναι από κάθε άποψη άκριτη και έωλη. Παραγνωρίζει το γεγονός ότι το ελληνικό πρόβλημα είναι μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος, που αφορά τις ευρωπαϊκές πολιτικές, τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το ευρώ και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Παραγνωρίζει επίσης το γεγονός ότι μια έκτακτη κατάσταση, με χαρακτηριστικά βαθιάς κρίσεως, που υπερβαίνει τα ελληνικά σύνορα, αντιμετωπίζεται με έκτακτα και αποφασιστικά μέτρα για το γενικότερο συμφέρον.
H σημαντική μείωση του εξωτερικού χρέους είναι, κατά δεύτερο λόγο, μια άλλη αναγκαία κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδος πρέπει να γίνει διαχειρίσιμο, ώστε η εξυπηρέτησή του να μη φαίνεται ως σισύφειο έργο. Αντιθέτως, να εγγράφεται σε μια επίμοχθη μεν και οδυνηρή, αλλά ελπιδοφόρα επίσης, προοπτική εθνικής ανασυγκροτήσεως και αναπτύξεως. Μόνο μια τέτοια προοπτική μπορεί να συνεγείρει και να κινητοποιήσει τον ελληνικό λαό. Ποιο νόημα έχει γι’ αυτόν η προσπάθεια, όταν διαπιστώνεται εκ των προτέρων ότι ακόμη και έπειτα από χρόνια απίστευτης λιτότητας, θυσιών και ξεπουλήματος της εθνικής περιουσίας, το παγόβουνο του χρέους θα έχει γίνει ακόμη μεγαλύτερο;
Όσοι νομίζουν ότι η «λύση» βρίσκεται στη μόνιμη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων, κάνουν επίσης μεγάλο λάθος. Κανένας λαός δεν μπορεί να δεχθεί ως προοπτική την οπισθοδρόμηση.
Ποτέ η Ελλάδα πριν, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν έπαψε πάντα να ελπίζει για ένα καλύτερο αύριο. Και το αύριο ήταν πάντα σταθερά καλύτερο, έστω σε πολύ αργό ρυθμό. Για πρώτη φορά, εδώ και 60 χρόνια, οι Έλληνες βρίσκονται μπροστά στο φάσμα το αύριο να είναι χειρότερο. Τα παιδιά τους να έχουν χειρότερη ζωή από εκείνη των γονέων τους.
Το «κατόρθωμα» αυτό, στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης, είναι καταισχύνη και όνειδος για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το γεγονός όμως ότι δεν αφορά μόνο τους Έλληνες, αλλά και άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, που αντιμετωπίζουν επίσης με ανησυχία και φόβο το αύριο, πρέπει να προβληματίσει βαθιά όλους τους ευρωπαίους ηγέτες. Πού πάει τελικά η Ευρώπη και σε τι μεταλλάσσεται το όνειρο της Ενωμένης Ευρώπης;
Πρέπει επομένως να εξευρεθεί τρόπος για μια σημαντική περικοπή του ελληνικού εξωτερικού χρέους. Πώς θα μπορούσε όμως να γίνει αυτό χωρίς τον κίνδυνο να οδηγήσει σε διαπίστωση πιστωτικού γεγονότος, που θα δικαίωνε τους κερδοσκόπους των CDS, που έχουν επενδύσει στη χρεοκοπία της Ελλάδος;
Ένας τρόπος είναι η ευρωπαϊκή υποστήριξη της Ελλάδος για την αγορά ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά σε τιμή σημαντικά χαμηλότερη από την ονομαστική τους αξία.
Για τον σκοπό αυτό θα μπορούσε να διατεθεί μέρος των παρεχομένων στην Ελλάδα δανείων. Θα μπορούσαν επίσης να προβλεφθούν άλλοι τρόποι, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτόν περιορισμένοι εθνικοί πόροι.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΡΗΞΗ
ΜΕ ΤΙΣ ΓΝΩΣΤΕΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ
Μία όμως από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση της σημερινής πρωτοφανούς κρίσεως είναι η εσωτερική αλλαγή: η ανασυγκρότηση του κράτους και η ρήξη με τις γνωστές παθογένειες, αρχής γενομένης από την επαίσχυντη κομματοκρατία. Η τελευταία φέρει καταλυτική ευθύνη για το σημερινό κατάντημα της χώρας και τη διαφθορά της κοινωνίας. Οι λαοί, επισημαίνει ευστόχως ο Ρουσσώ, γίνονται μακροπρόθεσμα αυτό που τους κάνουν οι ηγέτες τους.
Ένα εμβληματικό δείγμα της σημερινής καταστάσεως είναι οι πρόσφατες αποκαλύψεις για τα συμβαίνοντα, φοβερά και απίστευτα, στον χώρο του ποδοσφαίρου και των ποδοσφαιρικών στοιχημάτων. Είναι δυνατόν το κράτος επί χρόνια να μην παίρνει είδηση, υποτίθεται, παρά το όργιο βασίμων φημών και καταγγελιών, για το τι συμβαίνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο; Να ανέχεται την εγκληματική δράση συμμοριών, με λεία δισεκατομμυρίων, και την αναγωγή σε μόνιμο καθεστώς της ανομίας και της διαφθοράς στο μεγαλύτερο και δημοφιλέστερο άθλημα;
Η ανοχή όμως αυτή δεν είναι, δυστυχώς, εξαίρεση. Κατάντησε κατά τα τελευταία χρόνια να είναι ο κανόνας.
Η ανοχή αυτή δεν αφορά, προφανώς, πάντα περιπτώσεις εγκληματικής δράσεως. Είναι ανοχή κάθε είδους ανομίας, μικρής ή μεγάλης, και απάθεια. Η στάση αυτή καταλύει στην πράξη την ισχύ του νόμου, διαβρώνει και διαστρέφει την έννοια της δημοκρατίας και ενθαρρύνει τις ανομικές συμπεριφορές και νοοτροπίες.
Το πολιτικό σύστημα έκανε καθεστώς τις πελατειακές σχέσεις και την αναξιοκρατία, ταύτισε το κράτος με κομματικές συμπεριφορές και κομματικά συμφέροντα και κινήθηκε συστηματικά στον μικρόκοσμο του στείρου κομματικού ανταγωνισμού, με έπαθλο και αυτοσκοπό τη νομή της εξουσίας. Ο μεγάλος ορίζοντας των στρατηγικών συμφερόντων και προτεραιοτήτων της χώρας, στο μεταίχμιο μιας νέας εποχής, έμεινε στο περιθώριο. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μέγιστο κίνδυνο, που άπτεται της ίδιας της εθνικής της υπάρξεως. Η ανεπάρκεια των ηγετών της, η προθυμία ορισμένων απ’ αυτούς να ευθυγραμμισθούν ανεπιφύλακτα με διεθνείς πολιτικές, στρατηγικές και ιδεολογίες, που δεν συμβιβάζονται με τα ελληνικά συμφέροντα, έφεραν τη χώρα σε δεινή θέση.
Το αναπόφευκτο ερώτημα είναι πώς θα αντιμετωπισθεί το πολιτικό αυτό πρόβλημα της χώρας, που είναι υπέρτερο του οικονομικού, γιατί το τελευταίο είναι συνυφασμένο με το πολιτικό πρόβλημα.
Η γνωστή ρήση «ο τρώσας και ιάσεται» δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί οι ακολουθούμενες και υποδεικνυόμενες πολιτικές είναι προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτή, δηλαδή, της παγκοσμιοποίησης, που ενέχεται, σε μεγάλο βαθμό, για τη σημερινή κατάσταση της χώρας και η οποία δεν παρέχει βάσιμη ελπίδα για την υπέρβαση του αδιεξόδου. Μπορεί, αντιθέτως, να οδηγήσει σε κατεδάφιση της Ελλάδος ως εθνικής οικονομίας. Αυτός όμως δεν είναι, τελικά, ο στόχος της παγκοσμιοποίησης; Μήπως, τελικά, η χώρα αντιμετωπίζεται ως πεδίο δοκιμής και μοντέλο για την επιβεβαίωση της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, που αμφισβητείται έντονα διεθνώς κάτω από το κύμα των συνεπειών της και της εκλεκτικής της συγγένειας με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση;

Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Μια δεύτερη προϋπόθεση για την έξοδο από τη σημερινή κρίση είναι ο εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός και η αναπτυξιακή στρατηγική. Η ευρωπαϊκή οικοδόμηση καλλιέργησε την ελπίδα και την προοπτική ότι οι εθνικές στρατηγικές, στο νέο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, ήταν πια παρωχημένες και θα αντικαθίσταντο σταδιακά από κοινές Ευρωπαϊκές πολιτικές σε όλους τους τομείς. Τι έγινε όμως στην πραγματικότητα;
Η ευρωπαϊκή οικοδόμηση, χωρίς ουσιαστική δημόσια συζήτηση και σχεδόν εξ υφαρπαγής, ταυτίσθηκε αρχικά, από τη δεκαετία ήδη του ’80, με μια ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική και από τη δεκαετία του ’90 με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Οι ιθύνοντες της ΕΕ έσπευσαν μάλιστα να δώσουν καθεστωτικό χαρακτήρα στην πολιτική αυτή, καθιστώντας την αναπόσπαστο μέρος των ευρωπαϊκών συνθηκών, περιλαμβανομένης της Συνθήκης της Λισσαβώνος.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι οποιαδήποτε αλλαγή απαιτεί την ομοφωνία των 27 κρατών-μελών, στόχος εξαιρετικά δυσεπίτευκτος. Η ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση άλλαξε άρδην τα δεδομένα στο εσωτερικό της ΕΕ. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών και την προώθηση της συγκλίσεως, της συνοχής και της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Πώς θα αναπτυχθούν κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές όταν ο εσωτερικός ευρωπαϊκός ανταγωνισμός συγχέεται με τον ανταγωνισμό σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσα από τη σύμφυτη με την παγκοσμιοποίηση πολιτική των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών;
Πώς θα προωθηθεί η σύγκλιση και η συνοχή στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την απουσία κοινών πολιτικών σε κρίσιμους τομείς, όπως η βιομηχανία, η τεχνολογία, η ενέργεια, η έρευνα, οι υποδομές, και την αδυναμία, εξ αντικειμένου, ασκήσεως πολιτικών τύπου Κέινς, εφόσον τα ευρωπαϊκά σύνορα είναι ανοικτά στον ελεύθερο διεθνή ανταγωνισμό;
Είναι προφανές ότι οι πιο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και πολύ υψηλότερη ανταγωνιστικότητα.
Οι λιγότερο ανεπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες πληρώνουν βαρύ τίμημα. Εκτεθειμένες τώρα στους ανέμους της παγκοσμιοποίησης και χωρίς την ασπίδα της ευρωπαϊκής προστασίας των προϊόντων τους, δεινοπαθούν να προασπίσουν ακόμη και την εθνική τους αγορά, που κατακλύζεται από ξένα προϊόντα.
Έχουν επειγόντως ανάγκη να καλύψουν την καθυστέρησή τους, να βελτιώσουν τη θέση τους και να διασφαλίσουν το μέλλον τους, ως εθνικά κυρίαρχα κράτη, με εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό.
Βασικός άξονας της στρατηγικής αυτής είναι ο αναπτυξιακός σχεδιασμός: στη βιομηχανία, την τεχνολογία, τον ορυκτό πλούτο και την έρευνα. Στη γεωργία, τη ναυτιλία, τον τουρισμό. Στην πολεμική βιομηχανία, τις υποδομές και την παιδεία. Στην αστική ανάπτυξη και ανάπλαση, την ενέργεια, το περιβάλλον και τον πολιτισμό. Ο εθνικός σχεδιασμός, με στρατηγικούς στόχους, δεν αφορά μόνο την ανάπτυξη. Αφορά παραλλήλως την εξωτερική πολιτική, την εθνική άμυνα, τη διεθνή θέση της χώρας και την αξιοποίηση των στρατηγικών και γεωπολιτικών κεφαλαίων και πλεονεκτημάτων της.
Για τη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής της στρατηγικής, η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικήσει πρόσθετους πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρώτον, γιατί η κρίση που αντιμετωπίζει δεν οφείλεται μόνο στις γνωστές εσωτερικές της αδυναμίες και ανεπάρκειες.
Οφείλεται επίσης στα προβλήματα της Ευρωζώνης και στη διεθνή κερδοσκοπία, που δεν είναι άσχετη με τη δομή του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανησυχία του αμερικανού Προέδου Ομπάμα, όπως και των ευρωπαίων ηγετών, για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει μια ανεξέλεγκτη εξέλιξη της ελληνικής κρίσεως.
Όχι μόνο στην Ευρωζώνη, αλλά και στην αμερικανική και παγκόσμια οικονομία. Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι η ελληνική οικονομία αντιπροσωπεύει μόλις το 2% της ευρωπαϊκής οικονομίας, αντιλαμβάνεται πόσο περιθωριακή επίδραση θα είχε μια ενδεχόμενη ελληνική κατάρρευση υπό άλλες περιστάσεις.
Ένας δεύτερος λόγος για να διεκδικήσει η Ελλάδα πρόσθετους αναπτυξιακούς πόρους από την ΕΕ είναι η ιδιαίτερη ζημία που υφίσταται, ως λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα, από την εφαρμογή από την ΕΕ πολιτικών παγκοσμιοποίησης. Η ζημία αυτή αποτυπώνεται ανάγλυφα στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, που φτάνει ετησίως το ύψος σχεδόν ενός πακέτου Ντελόρ. Είναι λογικό η Ελλάδα, όπως και άλλες ενδεχομένως χώρες, που πλήττονται σε περίπου ανάλογο βαθμό, να τύχουν μιας πρόσθετης και έκτακτης αναπτυξιακής βοήθειας για μια μεταβατική περίοδο.

ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ
ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΟΧΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
ΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Επικεντρωμένη μονομερώς στον στόχο της μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος, η κυβέρνηση εγκατέλειψε ουσιαστικά τις δημόσιες επενδύσεις ως μοχλό αναπτύξεως, στο πλαίσιο μιας μεικτής οικονομίας.
Η εγκατάλειψη αυτή δεν φαίνεται να είναι συγκυριακή. Εντάσσεται μάλλον στην ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και των άκρατων ιδιωτικοποιήσεων, που συστήνονται από το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο ως δήθεν μόνη διέξοδος σωτηρίας για τη χώρα. Εάν συνδυάσει κανείς την εγκατάλειψη των δημοσίων επενδύσεων με την αποξένωση του κράτους από τον εθνικό του πλούτο, περιλαμβανομένου του ορυκτού του πλούτου και των στρατηγικής σημασίας λιμένων, αερολιμένων και άλλων σημαντικών κεφαλαίων και πόρων, αναρωτιέται πώς μπορεί να εφαρμοσθεί οποιαδήποτε εθνική στρατηγική.
Ποιες δυνατότητες εθνικής πολιτικής και εθνικής στρατηγικής μπορεί να έχει μια χώρα που όχι μόνο ξεπουλάει, σε τιμή ευκαιρίας, τον εθνικό της πλούτο σε ξένες πολυεθνικές, αλλά παραιτείται παραλλήλως και από οποιαδήποτε πολιτική δημοσίων επενδύσεων για την ανάπτυξη και την αναβάθμισή της; Είναι προφανείς επίσης οι επιπτώσεις μιας τέτοιας πολιτικής στην ανεξάρτητη και κυρίαρχη υπόσταση ενός εθνικού κράτους. Ενός κράτους που αντιμετωπίζει, επιπλέον, εθνικά προβλήματα και απειλές, συμμετρικές και ασύμμετρες.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους στρατηγικούς λιμένες Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, τον πρώτο αερολιμένα της χώρας, αλλά και άλλους περιφερειακούς λιμένες και αερολιμένες σε ευαίσθητες, στρατηγικές περιοχές της χώρας, όπως είναι η Θράκη, το Αιγαίο, η Κρήτη, αντιλαμβάνεται κανείς ποια προβλήματα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν. Φαντάζεται κανείς να αγοράσει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ο φίλος και χρηματοδότης των Σκοπίων Σόρος ή να αγοράσουν τουρκικές εταιρείες ελληνικά λιμάνια, αεροδρόμια και ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες, που βγαίνουν στο σφυρί;
Οι Τούρκοι, βεβαίως, μπορούν να έρθουν και να αγοράσουν γιατί, κατά τους φίλους μας, είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ.
Έχει ληφθεί όμως πρόνοια, μέσω του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, στο οποίο θα συμμετέχουν, με αποφασιστικό λόγο, τρεις εμπειρογνώμονες της «τρόικας», ν’ αποκλεισθεί κάθε ενδεχόμενο να παρουσιασθούν στο πάρτι των αποκρατικοποιήσεων και ανεπιθύμητοι. Δεν θα επιτραπεί, βεβαίως, να ‘ρθουν και Ρώσοι ν’ αγοράσουν λιμάνια και αεροδρόμια στο Αιγαίο, στη Θράκη ή στην Κρήτη ή να θέσουν υπό τον έλεγχό τους άλλες στρατηγικής σημασίας Ελληνικές επιχειρήσεις.

ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΕΤΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
ΩΣ ΕΘΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η πολιτική αυτή, που ενσαρκώνεται στο Μεσοπρόθεσμο, οδηγεί στην κατεδάφιση του μοντέλου της εθνικής οικονομίας και στην ακραία επιβολή πολιτικών παγκοσμιοποίησης.
Είναι μια πολιτική που υπονομεύει την ίδια την ιδέα του εθνικού κράτους και παραπέμπει το μέλλον της Ελλάδος και την ανάπτυξή της σε ξένες πολυεθνικές.
Οι τελευταίες εποφθαλμιούν, μεταξύ άλλων, τα πολύ πιθανά πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στον ελληνικό χώρο, τα οποία προσφέρονται επίσης για αποκρατικοποίηση.
Ήταν δυνατή μια άλλη πορεία. Χρειαζόταν όμως λιγότερη σύμπλευση με τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης και περισσότερη πίστη και εμμονή στο εθνικό μέλλον της χώρας και στην ανάγκη μιας εθνικής στρατηγικής και άλλης πορείας.


Σχολιάστε εδώ