Απόμαχοι της ζωής…
Μεσημεριανές ώρες, σε κεντρικό σούπερ μάρκετ. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων περιμένει υπομονετικά τη σειρά του να πληρώσει. Εκείνος, ψηλός, απέριττος, με αδρά και αυστηρά χαρακτηριστικά. Καθ’ όλα σεβάσμιος. Κάποιος, κατά πολύ νεώτερος, από τη σειρά του διπλανού ταμείου, τον χαιρετά με μια βαθιά κλίση του κεφαλιού. Εκείνη με επιμελημένη αλλά όχι επιτηδευμένη εμφάνιση, με ήπια και ευγενικά χαρακτηριστικά. Αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες ανθρώπων κάποιας μέσης αστικής τάξης. Στα χέρια του ο σύζυγος κρατάει λίγα, βασικά προϊόντα. Όχι τίποτε εξεζητημένα είδη, υψηλής ποιοτικής προέλευσης. Απλά προϊόντα καθημερινής διατροφής. Φτάνει η σειρά του να πληρώσει. Με καλοσυνάτο χαμόγελο η ταμίας τον ενημερώνει για το οφειλόμενο ποσό. Ο ηλικιωμένος ανοίγει ένα παλιό, φθαρμένο πορτοφόλι και με καταφανή αγωνία αρχίζει να μετράει τα λιγοστά χρήματά του. Από την έκφραση απελπισίας που καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα χρήματα που έχει δεν επαρκούν για να πληρώσει το τρομακτικό ποσό των… 21,90 ευρώ που είναι ο λογαριασμός. Κοιτάζει με απόγνωση τα μάτια της συντρόφου του που με ένα νεύμα -κώδικας επικοινωνίας ανθρώπων που τους ενώνει η ασφάλεια της μακρόχρονης συμβίωσης- του γνέφει αρνητικά.
Με ύφος συντετριμμένο ο ηλικιωμένος κύριος αφήνει στο ταμείο ένα μικρό κομμάτι τυρί, το αντίτιμο του οποίου δεν ήταν σε θέση να καλύψει από το γλίσχρο εισόδημά του. Με περίλυπο ύφος απολογείται στην ταμία ότι δήθεν είχε ξεχάσει ότι ψώνισε χθες το ίδιο προϊόν. Με φευγαλέες ματιές οι λοιποί πελάτες διέκριναν στα βουρκωμένα μάτια του ηλικιωμένου την απελπισία και την ντροπή που ένιωσε.
Κρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου οι δύο τραγικές φιγούρες απομακρύνονται αργά από το ταμείο, σέρνοντας με αξιοπρέπεια τα αποδυναμωμένα βήματά τους.
Αθήνα, Ιούνιος του 2011, δύο μέρες πριν από την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου…