Μια φορά και έναν καιρό

Έχουν απόλυτο δίκιο όσοι πιστεύουν και λένε πως «Τα πάντα εν σοφία εποίησεν», διότι εάν τα πράματα ήσαν διαφορετικά, εάν π.χ. το μέλλον δεν ήταν άδηλον, οι δε άνθρωποι γνώριζαν τι μέλλει γενέσθαι, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα ήσαν πιο συνετοί στις πράξεις τους, θα απέφευγαν πολλές κακοτοπιές απ’ αυτές που αργότερα βρήκαν εμπρός τους και θα τους έπιανε φρίκη βλέποντας ότι οι ιδέες που αναπτύσσουν και θεωρούν ως «θέσφατα» είναι σκέτες κοτσάνες που θα διηγούνται και θα χασκογελούνε οι μεταγενέστεροι, κάνοντάς τες ως και «ποντιακά ανέκδοτα».

Mε δυο λόγια, η ζωή θα ήταν πληκτική και αδιάφορη, σκέτο τέλμα, ενώ τώρα ενεργούν ελευθέρως και αισθάνονται άτρωτοι… Για του λόγου το ασφαλές, ας πάρουμε σαν παράδειγμα τους εμπνευστές του «υπαρξισμού» και τους επιγόνους τους, οι οποίοι, εάν μπορούσαν να ξέρουν πώς θα καταντούσαν στην Ελλάδα οι βαθυστόχαστες «περί υπάρξεως» θεωρίες τους, θα απέβαλλαν κάθε φιλοσοφική διάθεση και αντί παραθέσεως σκέψεων και γνωμών, θα κυνηγούσαν και θα έκαναν συλλογές από πεταλούδες, βότανα του βουνού και του λόγγου ή, βρέχοντας τα οπίσθιά τους, θα μάζευαν περίεργα κοχύλια σε βραχώδεις ακτές. Τέτοιες συλλογές, μάλιστα, άλλες εποχές, είχαν το πλεονέκτημα πως χρησίμευαν και για δόλωμα, προκειμένου να δελεάσεις μια μανταμίτσα και να την οδηγήσεις οίκαδε, με την πρόφαση πως «θα της δείξεις τη συλλογή σου». Όχι φυσικά πως εκείνη το «μάσαγε» και δεν ήξερε τι ακριβώς θα της έδειχνες, αλλά βλέπεις τα ήθη ήσαν τότε αγνά και προκειμένου να σε επισκεφθεί, ετηρούντο τα προσχήματα με θρησκευτική ευλάβεια. Ας επανέλθομε όμως στους υπαρξιστές και ας σταθούμε σε κάποια στάδια της νεώτερης εξέλιξής τους. Ας φαντασθούμε τον κύριον Ζαν Πολ Σαρτρ, αναθεωρητή της υπαρξιστικής ιδεολογίας, να κάθεται αμέριμνος σε καφέ εις την γνωστήν περιοχήν των Παρισίων Saint Germain des Pres ή, στην απλοελληνική, στο… καρτιέ του «Αγίου Γερμανού των λειμώνων», όπου πολλά επαναστατικά (με την… ειρηνική τους έννοια) κινήματα καλλιεργούνται, και ν’ αγορεύει πίνοντας γουλιά γουλιά τον εμπεριέχοντα κιχώριον (γαλλιστί σικορέ) καφέ του. Ένας τυφλός στη γωνία παίζει στο ακορντεόν τραγούδια του Brassens και της Ζιλιέτ Γκρεκό, που κάπου εκεί τριγύρω είναι τα λημέρια της, και ένα ντουμάνι καπνού από τα μπλε «caporal», τα άφιλτρα «Gauloises», κάνουν ομιχλώδη την υγρή ατμόσφαιρα. Ο Σαρτρ, αγνοώντας τι επιφυλάσσει το μέλλον, περιβάλλεται από ένα τσούρμο νεαρούς, ως επί το πλείστον φοιτητές, με αρκετούς Έλληνες ανάμεσά τους, που θα κουβαλήσουν αργότερα στην Ελλάδα τις ιδέες του μαζί με την γκομενούλα που θα παρουσιάσουν στους δικούς τους σαν αρραβωνιαστικιά, για να πάθουν οι γέροι έμφραγμα τόσο από τις ιδέες, όσο κι από τη γαλλιδούλα που τη φορτώθηκε παιδί πράμα ακόμα…

Ρητορεύει ο Σαρτρ οιστρηλατημένος από τον θαυμασμό των ακροατών του, καθώς τους αναπτύσσει την κοσμοθεωρία του, που «ταυτίζει το μη όν με την ανθρώπινη συνείδηση, πηγή μηδενισμού κάθε δοθείσης κατάστασης», χωρίς να μπορεί να φαντασθεί με τη γόνιμη φαντασία του πως η πρακτική εφαρμογή της φιλοσοφίας του περνά στα χέρια του ευπατρίδη κ. Σίμου Τσαπνίδη, κατασκευαστή τεντών από μουσαμά για την κάλυψη της καρότσας φορτηγών αυτοκινήτων και άλλων αντικειμένων, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός των ελλήνων υπαρξιστών, τοποθετήσας μάλιστα εις το άντρον του ευμέγεθες χαρτόνι με τη χειρόγραφη επιγραφή: «Γαλλία Σαρτρ / Ελλάς Σίμος» για να μη γίνει λάθος και τους μπερδέψουν μεταξύ τους τυχόν άσχετοι. Η φιλοσοφία περί υπαρξισμού του Σίμου ήταν μεγαλειώδης και συμπυκνωνόταν στο δόγμα «Κάνε ό,τι γουστάρεις, φτάνει να σοκάρεις τους άλλους» και η αλήθεια είναι ότι πολλοί σοκαρίστηκαν και χαρακτήρισαν «καραγκιοζλίκια» τα φερσίματα των οπαδών του. Ας πάρουμε όμως τα πράματα με τη σειρά:

Βρισκόμαστε στα 1953. Αρκετά χρόνια πριν αρχίσουν οι χίπηδες τα δικά τους καραγκιοζλίκια, υπήρχε στην Οδό Σαρρή, παρά την πλατεία Κουμουνδούρου, γειτονιά κατ’ εξοχήν κουλτουριάρικη, μια ξύλινη ετοιμόρροπη παράγκα με πατάρι που στέγαζε το εργαστήριο και την κατοικία του Σίμου, την οποία μετέτρεψε σε ναό του υπαρξισμού. Δεξιά «τω εισερχομένω» υπήρχαν τα εργαλεία της δουλειάς του, ραπτομηχανές, μουσαμάδες, κουρέλια διάφορα και μεταχειρισμένα ανταλλακτικά από μηχανές αυτοκινήτων που κάποιοι γείτονες τον παρακάλεσαν «αν έχει την καλοσύνη να τα ακουμπήσουν για λίγο», τα παράτησαν και σκούριαζαν εκεί χάμω. Εκτός από τις προς παράδοση ή προς επισκευή τέντες, υπήρχε στο βάθος ένα πιάνο κι ένα καβαλέτο, όπου νεαρός ζωγράφος ταλαιπωρούσε τα πινέλα του. Το εντευκτήριο, ο χώρος συναντήσεων και υπαρξιακής δράσεως, ήταν στο πατάρι, όπου σκαρφάλωνες με μια κουτσή, στραβή κι ανάποδη ξύλινη φορητή σκάλα, της οποίας το ένα σκαλοπάτι προφανώς «τα έφτυσε» και στη θέση του κάρφωσαν ένα σανίδι βγαλμένο από ψαροκασέλα. Ο χώρος ήταν γεμάτος από τα πιο ετερόκλητα αντικείμενα, κρεμασμένα από το ταβάνι με σκοινιά μέχρι και με αλυσίδες. Υπήρχαν παλιά λάστιχα αυτοκινήτων, κουνουπιέρες, παρτιτούρες, φωτογραφίες, δυναμό, ρεπούμπλικες και άλλα. Τριγύρω στην αίθουσα κάθονταν πάνω σε χαμηλά σκαμπό και συζητούσαν μεταξύ τους οι παριστάμενοι, σκέτη ξυπολυταρία οι κοπέλες, που χόρευαν μέχρι και μπούκι μπούκι ξυπόλυτες, φορώντας τα λεγόμενα «ψαράδικα» πανταλόνια της μόδας. Ας σημειωθεί ότι τα πανταλόνια δεν ήταν τότε γενικευμένα σε καθημερινή χρήση και ελάχιστες αποτολμούσαν να τα φορέσουν εκτός εκδρομών. Τα αγόρια απαγγέλλανε στίχους του Πολ Ελιάρ, κι άλλοι έτρωγαν ρέγκες με… μαρμελάδα. Είχε μεγάλη πλάκα η υπόθεση, από την οποία ο σοβαρός Τύπος της εποχής «απέστρεφε τους οφθαλμούς», ο δε σοβαρότερος την κατακεραύνωνε, αλλά ο πολύς κόσμος όπου τους πετύχαινε έκανε χάζι με τις εκκεντρικότητές τους, λες και εκεί στο πατάρι που κλυδωνίζονταν ολημερίς σκαρφίζονταν ποια θα είναι η πλέον αρλουμποειδής δημόσια εμφάνισή-πρόκλησή τους. Όσο δε πιο μεγάλο ήταν το πρόγκημα στους δρόμους, τόσο πιο επιτυχής εθεωρείτο η έμπνευση… Με τον καιρό πλήθαιναν, διότι έβρισκαν οι νέοι μιαν αλλιώτικη ψυχαγωγία, που έδινε ταυτόχρονα τη δυνατότητα στους μουσικούς να συνθέτουν και να παίζουν στο πιάνο τα κομμάτια τους ενώπιον του κοινού, στους ζωγράφους να απλώνουν μπογιές στο καναβάτσο και στους ποιητές να γράφουν στίχους χωρίς κανένα –ευτυχώς– νόημα. Μέχρι που βρέθηκε στην Ελλάδα ζεύγος νεαρών Γάλλων, του ιδίου προφανώς φυράματος, που επισκέφτηκε την παράγκα και ενθουσιάστηκε. Έχοντας το πιστοποιητικό ευποιίας στο χέρι από τον… ξένο παράγοντα, ο Σίμος αποθρασύνθηκε. Αύξησε τους περιπάτους στο κέντρο με τους αλλοπρόσαλλους συνοδούς του προκαλώντας τους ορθοφρονούντες πολίτες, όπως «κάποια μέρα που ‘βρεχε μονότονα» εμφανίστηκαν να κυκλοφορούν στη Σταδίου κάτω από μια τεράστια ομπρέλα ήλιου, απ’ αυτές της πλαζ, και επεξέτειναν τη δραστηριότητά τους σε εκδρομές με φορτηγό, τα δε πάρτι στην παράγκα πολλαπλασιάστηκαν με τις νεαρές υπαρξίστριες να πρωτοστατούν.

Η Πλατεία Κουμουνδούρου ήταν τότε… στρατοκρατούμενη περιοχή, διότι εκεί είχαν την αφετηρία τους οι συγκοινωνίες προς το Δαφνί, το Χαϊδάρι, το Δάσος κ.λπ., όπου ήσαν τα στρατόπεδα ΚΕΒΟΠ και ΚΕΔ. Όλη φυσικά η φανταρία, βγαίνοντας με άδεια το απόγευμα, περνούσε και μπροστά από την παράγκα, έβλεπε τους υπαρξιστές και τις χαριτόβρυτες υπάρξεις, και μερικοί αποτόλμησαν να πατήσουν την ξύλινη σκάλα και ν’ αναρριχηθούν στο πατάρι, όπως π.χ. εγώ, ο φαντάρος. Δυστυχώς την εν υπαρξισμώ σταδιοδρομία μας διέκοψε βιαίως μια επιδρομή περιπόλου της ΕΣΑ…

Η παράγκα σήμερα είναι βενζινάδικο και μοντέρνο πάρκινγκ αυτοκινήτων…


Σχολιάστε εδώ