Μια φορά και έναν καιρό

Κατοικούνταν από επιστήμονες, γνωστούς εμπόρους και διάφορους επώνυμους που διαβιούσαν στην καρδιά της Αθήνας, την οποίαν εγκατέλειψαν τελικά φεύγοντες προτροπάδην σαν άρχισε να γίνεται πόλις εχθρική, καθώς αργά αλλά σταθερά όλες οι περιοχές της μείζονος πρωτευούσης αλώθηκαν από τις τεράστιες πολυκατοικίες, τις απάνθρωπες καζάρμες, όπου επικρατεί μια παραλλαγή του Ευαγγελικού: «Μη γνώτω η αριστερά σου ποιος κατοικεί στη δεξιά σου…» και όπου η μάζα των άγνωστων μεταξύ τους ενοίκων μισεί θανάσιμα τον… διαχειριστή, τον οποίο υποπτεύεται για κλέφτη, και δεν μπορούν να ζήσουν ούτε στιγμή χωρίς το κλιματιστικό να τους βομβαρδίζει με παγωμένο αέρα. Τελευταίος ορκισμένος κάτοικος του κέντρου, και μάλιστα της οδού Σόλωνος, ήταν ο Φρέντυ Γερμανός, που δεν αντάλλασσε με τίποτα την ευγενική αύρα του καυσααρίου με τον απολίτιστο αέρα του βουνού και του λόγγου…

Ναι, ήταν κάποτε πολύ γλυκό το αθηναϊκό καλοκαιράκι και οι άνθρωποι, αν και ούτε ηλεκτρικά ψυγεία διέθεταν ούτε «αιρ κοντίσιον», το χαίρονταν με τις μικρές χαρές της καθημερινότητας, όπως ο υπαίθριος ύπνος στην αυλή ή στην ταράτσα που απολάμβαναν κάτω από τα αστέρια που λαμπύριζαν. Και καθώς ο δημοτικός φωτισμός ήταν ανύπαρκτος, ξεχώριζαν οι αστερισμοί κι ο γαλαξίας, ενώ κάπου κάπου ένα πεφταστέρι διέγραφε πάνω από το κεφάλι τους τη φωτεινή του τροχιά. Και συμβούλευε τότε η γιαγιά, που δεν την είχανε πετάξει σε κάποιον «οίκο ευγηρίας», να κάνουνε εν τάχει μιαν ευχή, γιατί πάντοτε εκπληρώνεται αν λεχθεί από καρδιάς μόλις ο διάττων σβήσει. Κι αν εξαιρέσουμε το σύριγμα του κουνουπιού στο αυτί τους, καθώς αποζητούσε να πιεί το αίμα τους, κανένα άκουσμα δεν τάραζε τον ύπνο τους. Και είχε η νύχτα τους δικούς της ήχους, που μάλλον με νανούρισμα έμοιαζαν. Ήταν το τριζόνι που εκτελούσε με τον τρόπο του τη «Σονάτα υπό το σεληνόφως», ήταν η λογοδιάρροια του τζίτζικα που λοιδορούσε τα μερμήγκια που δούλευαν ασταμάτητα, ίσως ακουγόταν ακόμη το μακρινό αλύχτισμα ενός καχύποπτου κοπρίτη, που υποπτευόμενος και τη σκιά του κινδυνολογούσε γαβγίζοντας τζάμπα. Μπορεί ακόμα να τους ξάφνιαζε το θρόισμα των φτερών μιας νυχτερίδας που… νυχτοπερπατούσε ή η στριγγή κραυγή της κουκουβάγιας από το πλαϊνό γιαπί, και τότε η γιαγιά ξύπναγε θορυβημένη και έκανε τον σταυρό της, γιατί ήξερε τι σήμαινε το κρώξιμο της κουκουβάγιας. Και άφηνε την καημενούλα ξυπνητή το φοβερό προμήνυμα, μέχρι που ένας εργομανής κόκορας, πριν ροδίσει η αυγή, βάραγε εγερτήριο στο τεμπέλικο χαρέμι του. Τον Μορφέα δεν τον τάραζαν εξατμίσεις από μηχανάκια, κορναρίσματα αυτοκινήτων και σειρήνες περιπολικών που ξυπνάν και πεθαμένο, κι ο πόλισμαν του οικείου αστυνομικού τμήματος, που περιπολούσε οπλισμένος με… σφυρίχτρα, εξασφάλιζε νύχτα αδιατάρακτη προγκίζοντας τους αισθηματίες κανταδόρους, αν και σιγοψιθύριζε ο ίδιος το σουξέ της εποχής:

«Είναι μεσάνυχτα όλη η φύση ησυχάζει / μόνο μια καρδιά σπαράζει / δεν κοιμάται, ξαγρυπνά…» Βέβαια, ο ύπνος τους δεν ήταν πάντοτε «ελαφρύς και ασκανδάλιστος», διότι το νυχτικό της κοπελιάς που κοιμόταν κι ονειρευόταν στο αντικρινό ταρατσάκι, έκανε «έπαρση» αποκαλύπτοντας τοπία συνταρακτικά που κάνανε τον γείτονα που ρέμβαζε να μην μπορεί να κοιμηθεί και να στριφογυρίζει στο στρώμα του σαν σβούρα…

Πριν να έρθει όμως η νύχτα, ήταν το απογευματάκι, που σε δρόσιζαν με μια κουταλιά βύσσινο γλυκό κι ένα ποτήρι παγωμένο νερό -σκέτη απόλαυση- ξυπνώντας από τη σιέστα, τότε που άνοιγαν τα μπουμπούκια του σκαρφαλωμένου στον τοίχο γιασεμιού, σκορπώντας το χαρακτηριστικό του άρωμα. Κι έρχονταν οι γειτονοπούλες φέρνοντας ένα κλαδάκι πεύκου, μάζευαν τα γιασεμιά και τα κάρφωναν στις βελόνες του, σχηματίζοντας ολόκληρο μπουκέτο. Και παρακεί ένα «δειλινό», που φύτρωσε… αυτοφυώς κατά κάποια υπουργική διατύπωση, στολίζει με τα χωνάκια του την αυλή, όπου ο πάτερ φαμίλιας με το… ιδρωμένο φανελάκι ποτίζει με το ποτιστήρι τη λεβάντα και τη «Λουίζα» που τους συντροφεύει τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια, δίνοντας με τα φύλλα της εκείνο το μοναδικό ευωδιαστό αφέψημα. Σε μερικές πιο φτωχικές και χωρίς άσφαλτο γειτονιές, ερχόταν νωρίς το απόγευμα το βυτίο του δήμου, το διασκευασμένο σε καταβρεχτήρα, και κατάβρεχε με θαλασσινό νερό τους δρόμους να κατακαθίσει η σκόνη. Καθώς έπεφτε το νερό από τους καταιονητήρες του βυτιοφόρου, έβγαινε μια λαύρα, μια άχνα από τη γη που θαρρείς πως βράζανε τα σωθικά της… Ο ερχομός του ήταν γιορτή για τη γειτονιά, καθώς έσπαγε τη μονοτονία που τόσο επιγραμματικά τραγούδησε ο Σπήλιος Μεντής: «Γάμος, τοκετός, κηδεία /είναι τα μόνα γεγονότα / που μέσα στη μονοτονία / δίνουν μια καινούργια νότα…» Έτρεχαν στα πλαϊνά και πίσω από το αμάξι με αλαλαγμούς, ξυπόλυτοι πιτσιρικάδες παίζοντας με τα νερά, ξεφώνιζαν έντρομες οι μανάδες τους καθώς φοβόνταν μη γίνει δυστύχημα, βλαστήμαγε ο οδηγός που έτρεμε μην πατήσει κανένα μούλικο και στήνονταν καβγάδες με τις κυράδες που δεν τα μάντρωναν, ενώ τους έσουρνε ο σοφέρ τα εξ αμάξης από το πλούσιο περί τα τοιαύτα ρεπερτόριό του… Ήταν ένα πανηγύρι που έλεγες να μην τελειώσει ποτέ..

Στις πέντε ακριβώς, τότε που έληγαν «αι ώραι κοινής ησυχίας», στον πόντο, με ακρίβεια ώρας Γκρίνουιτς, ακουγόταν και η φωνή του «Έβγα παγωτά» που καρτερούσε αραχτός σε μια σκιά με το άσπρο καροτσάκι του, να πάει το ρολόι 5, να πάρει τους δρόμους, να πουλήσει τα «ξυλάκια» παγωτά του. Η μεγάλη ζωή όμως άρχιζε μόλις σουρούπωνε και, καθώς δεν υπήρχε τηλεόραση για να αιχμαλωτίζει τους ανθρώπους και να τους καθηλώνει στον καναπέ, ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους και τις πλατείες. Καλοχτενισμένοι, με μπόλικη μπριγιαντίνη-φιξατέρ στο μαλλί και φρεσκοσιδερωμένα κοστούμια οι κύριοι, με το εμπριμέ φουστανάκι από φτηνιάρικο τσίτι μέχρι πανάκριβο μεταξωτό του «Βόμβυκα» ή της «Χρυσαλλίδος» οι κυρίες και οι πολύφερνες δεσποινίδες, κατευθύνονταν προς το πάντα δροσερό Ζάππειο, με το φωτεινό πολύχρωμο σιντριβάνι του, τα πολλά θεάματά του και τα περισσότερα… παγκάκια του, που η πυκνή τριγύρω βλάστηση προσέφερε συν τοις άλλοις καταφύγιο σε δραστήρια ζευγαράκια, άλλοι δε περιπατητικοί τραβούσαν για το Πεδίον του Άρεως ή στις πλατείες Κυριακού κι Αμερικής, που απέπνεαν δροσιά και… αριστοκρατία, ενώ τα… ρεμάλια και οι τεντιμπόηδες την άραζαν στη Φωκίωνος Νέγρη. Μπορεί το Σύνταγμα να κράταγε τα πρωτεία με τη… συμφόρηση των απλωμένων στην πλατεία τραπεζιών και καθισμάτων από τα γύρω καφέ-ζαχαροπλαστεία, αλλά κι οι γειτονιές είχαν τη δική τους κοσμική κίνηση με κυρίαρχα τα ατέλειωτα σούρτα-φέρτα στον κεντρικό δρόμο, το λεγόμενο νυφοπάζαρο. Άπειροι ήσαν οι θερινοί κινηματογράφοι, γεμάτη η Αθήνα με θέατρα και βαριετέ, κουκλίστικα ταβερνάκια σε αυλές όπου μοσχομύριζε το αγιόκλημα και γέμιζαν από παρέες. Κι αν κάποιοι ήθελαν να δροσιστούνε εκτός των… τειχών, τα κάμπριο λεωφορεία τούς περίμεναν ξέσκεπα να τους μεταφέρουν για να περάσουν τη βραδιά τους στο Φάληρο ή στην Κηφισιά και στην Εκάλη.

Ήταν πράγματι πολύ γλυκό το αθηναϊκό καλοκαιράκι…


Σχολιάστε εδώ