ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΔΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ

Μια πρώτη ευθεία πρόκληση έρχεται από την πλευρά των Σκοπίων. Ύστερα από πολύχρονες διαπραγματεύσεις και διαμεσολαβήσεις για την εξεύρεση, υποτίθεται, μιας αμοιβαίως αποδεκτής συμβιβαστικής λύσεως, τα Σκόπια συνεχίζουν την ίδια αδιάλλακτη πολιτική. Έφτασαν σήμερα στο σημείο να εγκαταστήσουν γιγαντιαίο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο κέντρο των Σκοπίων. Εγκατέστησαν επίσης πριν παρόμοιο άγαλμα του Φιλίππου σε μια άλλη πόλη, το Μοναστήρι. Η πολιτική αυτή εμπνέεται από το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού. Της παραχαράξεως, δηλαδή, της ιστορικής αλήθειας και του ισχυρισμού ότι δήθεν οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες. Ήταν ένα άλλο έθνος, κληρονόμοι του οποίου είναι σήμερα τα Σκόπια. Τα τελευταία παρουσιάζονται μάλιστα ως το μόνο «ελεύθερο» κομμάτι της κατ’ αυτούς τριχοτομημένης «Μακεδονίας». Τα άλλα δύο κομμάτια, «η Μακεδονία του Αιγαίου» και «η Μακεδονία του Πιρίν», «κατέχονται», κατά το ιδεολόγημα αυτό, αντιστοίχως από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.

Όσο τερατώδες και ανιστόρητο και αν φαίνεται αυτό, λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος ότι οι πρώτοι Σλάβοι ήρθαν στα Βαλκάνια περίπου επτά αιώνες μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, δεν παύει να αποτελεί πρόβλημα. Ανακηρύσσεται ως επίσημη εθνική ιδεολογία και ταυτότητα και επιζητείται η διεθνής αναγνώρισή της, με άλλοθι την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του κράτους.

Προβάλλεται μάλιστα κατά κόρον, ως θέμα αρχής, το δικαίωμα κάθε κράτους να αυτοπροσδιορίζεται, όπως επίσης και το γεγονός ότι το κράτος των Σκοπίων έχει ήδη αναγνωρισθεί ως «Μακεδονία» από έναν πολύ μεγάλο αριθμό χωρών, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ.

Προφανώς, το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού κάθε χώρας δεν περιλαμβάνει ούτε τον σφετερισμό της ιστορίας και του πολιτισμού μιας άλλης χώρας ούτε την καλλιέργεια αλυτρωτικής πολιτικής σε βάρος αυτής της χώρας.

Η επίκληση επίσης του γεγονότος ότι το κράτος των Σκοπίων αναγνωρίσθηκε ως «Μακεδονία» από μεγάλο αριθμό τρίτων χωρών δεν αποτελεί επιχείρημα για την αποδοχή της ονομασίας αυτής από την Ελλάδα. Οι τρίτες χώρες δεν θίγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπον. Η μόνη χώρα που θίγεται είναι η Ελλάδα. Το μόνο που μπορεί κανείς να παρατηρήσει σ’ αυτήν την εξέλιξη είναι η αδράνεια και η εφεκτική πολιτική με την οποία αντιμετώπισε η Ελλάδα το θέμα των Σκοπίων, με άλλοθι την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσεως. Η στάση αυτή επέτρεψε στα Σκόπια και στην αμερικανική πολιτική, που έριξε το βάρος της υπέρ των θέσεών τους, να αναχαιτίσουν τη συστηματική διεθνή προβολή από την Ελλάδα της ιστορικής αυτής παραχαράξεως και πλαστογραφίας, όπως επίσης της αλυτρωτικής πολιτικής των Σκοπίων κατά της Ελλάδος.

Συμπληρωματική προς τη στάση αυτή ήταν και η πολιτική που καλλιεργήθηκε στο εσωτερικό. Κατά άμεσο τρόπο, με την προβολή της ιδέας ότι πρέπει να αφεθεί η κυβέρνηση να χειρισθεί «υπεύθυνα», χωρίς λαϊκές παρεμβάσεις, το θέμα, με στόχο την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσεως. Κατά έμμεσο τρόπο, με την προβολή των ιδεολογημάτων της παγκοσμιοποίησης για «πολυπολιτισμική» κοινωνία, μεταεθνική πολιτική και οικουμενικό «διεθνισμό».

Όταν η επίσημη κυβερνητική πολιτική κάνει λόγο για την «ανάγκη» να γίνει η Ελλάδα «πολυπολιτισμική» και προωθεί στην παιδεία πολιτική εθνικής αποδομήσεως, υπονομεύει εκ των πραγμάτων το εθνικό φρόνημα και την αποφασιστική και ανυποχώρητη προάσπιση της ιστορικής εθνικής κληρονομιάς. Με ποια λογική θα διακηρύσσει κανείς από τη μια την «πολυπολιτισμική» μετάλλαξη της Ελλάδος και θα προασπίζει από την άλλη την ιστορική, εθνική της κληρονομιά και ταυτότητα;

Η σημερινή πρόκληση των Σκοπίων εκπορεύεται από την ιδέα ότι η αποδυναμωμένη σήμερα Ελλάδα θα είναι ακόμα πιο «ευέλικτη» απέναντι στα Σκόπια. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα δύο μεγάλα θέματα, που πραγματικά υπολογίζει η πολιτική ηγεσία της χώρας αυτής: την ένταξη δηλαδή στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.

Τα Σκόπια επιδίδονται επίσης στις προκλήσεις αυτές γιατί πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν θα αποτολμήσει, ειδικότερα κάτω από τις σημερινές συνθήκες, να απεγκλωβισθεί από το διπλωματικό πλαίσιο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το τελευταίο παρατείνεται επ’ αόριστον, με σιωπηρή συναίνεση των δύο μερών και ατέρμονη ψευτοδιαπραγμάτευση. Τα Σκόπια βολεύονται με το πλαίσιο αυτό. Τους επιτρέπει να συνεχίζουν απρόσκοπτα την εκστρατεία αναγνωρίσεως της χώρας τους ως «Μακεδονίας», με στόχο τη δημιουργία τετελεσμένου γεγονότος.

Η μεγάλη αρχαιολογική έκθεση για τη Μακεδονία, που θα εγκαινιασθεί στο Μουσείο του Λούβρου τον προσεχή Οκτώβριο, είναι ένα έργο που θα έπρεπε να είχε αναληφθεί συστηματικά από πολύ καιρό πριν και όχι μόνο για το Λούβρο.

Είναι αδιανόητο να επιτρέπει η Ελλάδα την προβολή από τα Σκόπια μιας τερατώδους ιστορικής πλαστογραφίας και να μην έχει αναλάβει από χρόνια μια συστηματική διεθνή προβολή. Η τελευταία μεταφράζεται σε ενεργό διπλωματικό κεφάλαιο και μπορεί να ασκήσει ισχυρή πίεση στα Σκόπια για να συνέλθουν και να αναζητήσουν πραγματικά μια συμβιβαστική λύση. Προφανώς, μόνο η πίεση αυτή δεν αρκεί. Η Ελλάδα έχει όμως στα χέρια της τα δύο πολύ σημαντικά διπλωματικά χαρτιά τα οποία αναφέρθηκαν παραπάνω: την ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Τα χαρτιά αυτά πρέπει να τα αξιοποιήσει αποφασιστικά. Με την ευκαιρία της νέας προκλήσεως, πρέπει να στείλει ένα νέο μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ότι η εμμονή των Σκοπίων στα ιδεολογήματα του Μακεδονισμού θα αντιμετωπισθεί ανυποχώρητα με ένα απλό και ηχηρό διπλό όχι.

Ας μην ελπίζει κανείς επίσης ότι η οικονομική κρίση θα αποσπάσει την προσοχή του ελληνικού λαού από το εθνικό αυτό θέμα και θα επιτρέψει υποχωρήσεις και διολισθήσεις. Ας το γνωρίζουν καλά όσοι απεργάζονται παρασκηνιακά τέτοιου είδους σενάρια.

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΣΤΗΝ
ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΚΥΠΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
Μια άλλη πρόκληση έρχεται από τον νεοεκλεγέντα τούρκο πρωθυπουργό Ερντογάν. Ο τελευταίος εξήγγειλε ότι θα πραγματοποιήσει συμβολικά την πρώτη του επίσκεψη εκτός Τουρκίας στην κατεχόμενη Κύπρο για τον εορτασμό της επετείου της Τουρκικής εισβολής στις 20 Ιουλίου.

Υποδεικνύεται από την τουρκική πλευρά, για να υποβαθμισθεί ο συμβολικός και προκλητικός χαρακτήρας της επισκέψεως, ότι η πρακτική αυτή έχει καταστεί σχεδόν εθιμοτυπική για τις τουρκικές ηγεσίες από το 1974. Οι δικαιολογίες αυτές δεν αναιρούν την ουσία και τον χαρακτήρα της επισκέψεως και των μηνυμάτων που αυτή εκπέμπει στη συγκεκριμένη σημερινή συγκυρία.

Σημειώνεται σχετικά ότι στο διπλωματικό παρασκήνιο των διεξαγομένων διακοινοτικών συνομιλιών, που κακώς δέχθηκε η ελληνική πλευρά να μετεξελιχθούν σε «τριμερείς» υπό το πρόσχημα της εντατικοποιήσεώς τους υπό την αιγίδα του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, διαδιδόταν επιτηδείως η ιδέα και η προσδοκία ότι η περίοδος μετά τις τουρκικές εκλογές θα ήταν εξαιρετικά κρίσιμη για την επίτευξη «προόδου» στο Κυπριακό. Η αναμονή αυτή προβαλλόταν ως κίνητρο για την ελληνική πλευρά για να εμμείνει και να συνεχίζει στην ίδια γραμμή και τακτική και να μη διατρέξει επιπλέον τον υποτιθέμενο κίνδυνο να υπερφαλαγγισθεί και να ξεμπροστιασθεί από μια πιο ευέλικτη τουρκική πολιτική. Έμειναν έτσι στο τραπέζι οι υποχωρήσεις που έγιναν από την ελληνική πλευρά. Τις τελευταίες σπεύδει μάλιστα να καταγράψει η ελεγχόμενη από τον αγγλο-αμερικανικό παράγοντα Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ ως κεκτημένο των συνομιλιών, παρά τις επανειλημμένες τουρκικές παρασπονδίες και την απροκάλυπτη προβολή μιας συνομοσπονδιακού τύπου διζωνικής ως βάσεως για τη «λύση» του Κυπριακού. Παρά την αρχή επίσης των συνομιλιών ότι τίποτε δεν είναι συμφωνημένο αν δεν έχουν όλα συμφωνηθεί. Ποια αξία όμως έχει, στην πράξη, μια τέτοια αρχή όταν η Γραμματεία του ΟΗΕ, με πρόσχημα τη συνόψιση της επιτευχθείσης προόδου, καταγράφει ως κεκτημένο τις ελληνικές υποχωρήσεις, που συνιστούν τη μόνη «πρόοδο»;

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ
ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ ΛΥΣΗ
Είναι φανερό ότι η τουρκική πλευρά δεν έχει καμιά πρόθεση για μια καλώς νοούμενη λύση του Κυπριακού. Αξιοποιεί τις διακοινοτικές και «τριμερείς» συνομιλίες: Πρώτον για να μειώνει τον ρόλο της ως κατοχικής δυνάμεως. Δεύτερον, να παρουσιάζει το Κυπριακό ως θέμα διακοινοτικής διαμάχης και όχι εισβολής και κατοχής. Τρίτον, για να επιτύχει τη σταδιακή αναβάθμιση και ντε φάκτο αναγνώριση του «ψευδοκράτους» ως οιονεί νόμιμης επικράτειας των Τουρκοκυπρίων, η οποία θα αποτελέσει σε προοπτική χρόνου το ισότιμο με την Κυπριακή Δημοκρατία μέρος της συζητούμενης διζωνικής ομοσπονδίας.

Η Άγκυρα επιδιώκει, με άλλα λόγια, την ντε φάκτο νομιμοποίηση του «ψευδοκράτους», με έσχατο όριο «υποχωρήσεων» για «λύση» τη φιλοσοφία ενός σχεδίου τύπου Ανάν. Επιχειρεί επίσης να διαπραγματευθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση προτάσσοντας τη συνεργασία Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ΝΑΤΟ στα θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας, τη «λύση» του Κυπριακού έναντι του πράσινου φωτός για τη δική της ένταξη στην ΕΕ σε καθορισμένο χρόνο. Με τον τρόπο αυτό, η Άγκυρα προσπαθεί να αντιστρέψει τους όρους. Αντί να κάνει παραχωρήσεις για να λυθεί το Κυπριακό και να αρθεί το εμπόδιο, τουλάχιστον, του βέτο της Κύπρου για την ένταξή της, ενεργεί αντιστρόφως. Προσπαθεί να εξαρτήσει την ένταξή της μόνο από τη «λύση» του Κυπριακού, στην οποία θα συγκατατεθεί εκ των υστέρων, αφού πάρει προηγουμένως το πράσινο φως για την ένταξή της. Με απλά λόγια, η Άγκυρα επιχειρεί κυνικά να αξιοποιήσει την κατοχή της στην Κύπρο ακόμη και για την ένταξή της στην ΕΕ.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΠΡΕΠΕΙ,
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΝΑ ΑΦΥΠΝΙΣΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ
ΑΠΕΓΚΛΩΒΙΣΘΕΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΝΕΑ ΕΠΙΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟ ΝΤΕ ΦΑΚΤΟ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΕΩΣ ΤΟΥ «ΨΕΥΔΟΚΡΑΤΟΥΣ»
Η τουρκική αυτή πολιτική πρέπει, επιτέλους, να αφυπνίσει την ελληνική πλευρά. Να διαπιστώσει αυτή πού οδηγείται τελικά το Κυπριακό με τις υποχωρήσεις που έγιναν, τη δεδηλωμένη τουρκική αδιαλλαξία και τη συμπαιγνία της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ με την τουρκική πλευρά.

Ο εγκλωβισμός της ελληνικής πλευράς σε μια διαδικασία που οδηγεί σε μια νέου τύπου επιδιαιτησία του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα όχι απλώς μια επανάληψη του Σχεδίου Ανάν, αλλά, επιπλέον, την ντε φάκτο αναγνώριση του «ψευδοκράτους». Ήδη από καιρό, η αναγνώριση του «ψευδοκράτους», υπό τη μορφή του «ισότιμου» μέρους μιας υπό διαπραγμάτευση διζωνικής ομοσπονδίας και ενδεχομένως του «απευθείας εμπορίου», προβάλλεται από τους φίλους και συμμάχους της Άγκυρας ως αναγκαίος όρος για να πιεσθεί και να εκβιασθεί η ελληνική πλευρά να αποδεχθεί «λύση» τύπου Σχεδίου Ανάν.

Η ελληνική πλευρά επανειλημμένα δεν αξιοποίησε τις ευκαιρίες που της δόθηκαν για να απαγκιστρωθεί από μια διαδικασία που, με δεδομένη την τουρκική αδιαλλαξία, δεν παρέχει στην ελληνική πλευρά καμιά ουσιαστική ελπίδα για λύση που θα μπορούσε να είναι αποδεκτή και να μη θέτει σε κίνδυνο το μέλλον ολόκληρης της Κύπρου. Αντιθέτως, αιμοδότησε τη συνέχιση των συνομιλιών με νέες παραχωρήσεις και διολισθήσεις.

Είναι καιρός η ελληνική πλευρά να επανατονίσει στις θέσεις, στη στρατηγική και στην τακτική της αυτό που αποτελεί γι’ αυτήν μια τεράστια στρατηγική ανατροπή και στρατηγικό πλεονέκτημα: το γεγονός ότι η Κύπρος είναι χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Για το τι σημαίνει αυτό, πέρα από το γενικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και των Ευρωπαϊκών αρχών, αρκεί να υπομνησθούν ειδικότερα τα εξής τρία σημεία, που αποτελούν σήμερα αναπόσταστο μέρος της Συνθήκης της Λισσαβώνος:

α. Το γεγονός ότι ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει περιληφθεί στη Συνθήκη ως αναπόσπαστο μέρος της.

β. Το γεγονός ότι, με βάση τη νέα Συνθήκη, λαμβάνεται υπ’ όψιν στο σύστημα ψηφοφορίας και κατανομής των ψήφων το μέγεθος του πληθυσμού κάθε χώρας-μέλους.

γ. Το γεγονός ότι μια χώρα όπως η Γαλλία έχει σήμερα, μετά τη Σύνοδο της Νίκαιας, λιγότερους ευρωβουλευτές και λιγότερες ψήφους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τη Γερμανία, με κριτήριο τον πληθυσμό. Η διαφοροποίηση αυτή είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι οι αρχικές ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προέβλεπαν καθεστώς ισοτιμίας μεταξύ των δύο μεγάλων χωρών, ανεξαρτήτως πληθυσμού, για λόγους στρατηγικής ισορροπίας στην Ευρώπη.

Με ποια, λοιπόν, λογική γίνεται αντικείμενο διαπραγματεύσεως στην Κύπρο η εξίσωση της μειοψηφίας με την πλειοψηφία και η υποδούλωση της τελευταίας στην πρώτη, η οποία ελέγχεται μάλιστα από την Άγκυρα; Πώς είναι δυνατόν να γίνεται στην Kύπρο κατ’ αρχήν αποδεκτή μια τέτοια «ισότητα», με ανούσιες επιφυλάξεις, όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι στην πραγματικότητα μια διακρατική ένωση, μεγάλες και ουσιαστικά ισότιμες χώρες, όπως είναι η Γαλλία και η Γερμανία, αποδέχονται διαφορετικό αριθμό ψήφων και ευρωβουλευτών, με βάση το μέγεθος του πληθυσμού τους;

Οι ιθύνοντες της ελληνικής πλευράς στην Κύπρο πρέπει να διδαχθούν σχετικά από τα λόγια του Αριστοτέλη: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανισότητα από την ισότητα μεταξύ ανίσων».

Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΘΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΟΧΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
ΣΤΗ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Η συνέχιση της ίδιας ουσιαστικά πολιτικής στο θέμα της λαθρομεταναστεύσεως, ακόμη και όταν έχουν γίνει προφανείς στους πάντες οι καταλυτικές διαστάσεις της και οι κίνδυνοι που αντιπροσωπεύουν, είναι ένα άλλο δείγμα του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται μια νέα, ασύμμετρη εθνική απειλή.

Το θέμα δεν είναι άσχετο με την άνοδο των άλλων εξωτερικών προκλήσεων και την οικονομική κρίση. Αντιθέτως, διαφαίνεται μέσα από την αντιμετώπισή του ο ρόλος ιδεολογίστικων επιρροών, όπως αυτές που εμπνέονται από την ακραία νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική και την παγκοσμιοποίηση.

Ενώ η κατάσταση στο κέντρο των Αθηνών έφτασε στο απροχώρητο και αποτελεί για τους κατοίκους και για τη χώρα μια εφιαλτική πραγματικότητα, συνεχίζεται ουσιαστικά η ίδια πολιτική. Η ίδια απάθεια απέναντι στην είσοδο νέων συνεχώς λαθρομεταναστών από τον Έβρο, με το πρόσχημα των δήθεν πολιτικών προσφύγων.

Μετά το ειδεχθές έγκλημα της σφαγής ενός οικογενειάρχη για μια κάμερα, η κυβέρνηση έσπευσε να εξαγγείλει μέτρα για την «ανάπλαση» του κέντρου και τη δημιουργία κλίματος ασφάλειας, με τη συνεργασία διαφόρων υπουργείων και του Δήμου Αθηναίων. Όρισε μάλιστα ως συντονιστή του έργου τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Θεόδωρο Πάγκαλο.

Ο τελευταίος, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή», υπό τον τίτλο «Έξι μύθοι και μία αλήθεια για το κέντρο των Αθηνών», διεκτραγωδεί, στην πραγματικότητα, την αδυναμία της κυβερνήσεως να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Απαριθμεί όλα τα γνωστά δεδομένα: ότι δηλαδή παρουσιάζονται όλοι ως πρόσφυγες, ότι καταστρέφουν τα προσωπικά τους έγγραφα, ότι η Τουρκία δεν δέχεται την επαναπροώθησή τους και ότι οι χώρες τους δεν συνεργάζονται για την απέλασή τους. Διαπιστώνει επίσης ότι όσοι προέρχονται από χώρες όπως το Αφγανιστάν και τη Σομαλία δικαιούνται, κατ’ αρχήν, λόγω του πολέμου εκεί, πολιτικού ασύλου. Μέμφεται, τέλος, τις τοπικές κοινωνίες ότι αντιδρούν στη δημιουργία χώρων υποδοχής λαθρομεταναστών σε όλη την Ελλάδα.

Με απλά λόγια, ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, αντί να προτείνει δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος, εισηγείται γενικά βελτιωτικά μέτρα. Αυτά, όμως, δεν ανακόπτουν τη λαθρομετανάστευση. Βελτιώνουν απλώς τον χειρισμό της, που υποτίθεται ότι είναι προσωρινός, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ μονιμότερος. Ένα από αυτά είναι η δημιουργία σε όλη την Ελλάδα «Κέντρων Υποδοχής» για την ισομερή κατανομή των λαθρομεταναστών σε όλη τη χώρα, όπως εισηγείται ο δήμαρχος Αθηναίων.

Η πολιτική αυτή αφήνει τη χώρα έρμαιο στην ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Οι ίδιοι πολιτικοί ιθύνοντες που οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή τραγική οικονομική κατάσταση την οδηγούν παραλλήλως στην εθνική αποδόμηση και στην τριτοκοσμική υποβάθμιση με τη μαζική ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση.

Αυτό που χρειάζεται η χώρα, ενώπιον του μεγέθους του προβλήματος και του ρόλου που παίζει σ’ αυτό η γνωστή γειτονική μας χώρα, είναι, πρώτ’ απ’ όλα, η άμεση μονομερής αναστολή από την Ελλάδα, για λόγους εθνικής ασφάλειας, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το πολιτικό άσυλο. Η κατάχρησή της είναι καταφανής και δημιουργεί για την Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, μέγα πρόβλημα εθνικής ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής.

Η Ελλάδα μπορεί, στη συνέχεια, να διαπραγματευθεί με τους ευρωπαίους εταίρους της την εφαρμογή της μόνο εάν γίνει αποδεκτή η αναλογική κατανομή των υποτιθεμένων προσφύγων μεταξύ των χωρών-μελών.

Κατά δεύτερο λόγο, η Ελλάδα πρέπει να θέσει αμέσως σε εφαρμογή πρόγραμμα επαναπροωθήσεως όλων των παρανόμων μεταναστών και να διεκδικήσει γι’ αυτό την αλληλεγγύη και τη βοήθεια των ευρωπαίων εταίρων της.

Θα πρέπει, κατά τρίτο λόγο, να επανεξετάσει, μέσα από την πικρή πείρα του προβλήματος που δημουργήθηκε, πολλά από τα νομοθετήματα που εισήχθησαν με ιδεολογίστικο πνεύμα και πολιτική παγκοσμιοποίησης και τα οποία υποθάλπουν αντί να αναχαιτίζουν τη λαθρομετανάστευση.

Αυτό που έχει ανάγκη η χώρα για τον αποτελεσματικό έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως είναι η αλλαγή πολιτικής. Ο τερματισμός μιας ανεδαφικής, ιδεολογίστικης πολιτικής ανοχής, που καθιστά τη χώρα μαγνήτη λαθρομεταναστών. Είναι ενδεικτική, π.χ., η διαπίστωση του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως ότι οι προερχόμενοι από το Αφγανιστάν και τη Σομαλία δικαιούνται, κατ’ αρχήν, πολιτικού ασύλου.

Είναι δυνατόν να στέλνει η Ελλάδα ένα τέτοιο μήνυμα, ότι όλοι οι Αφγανοί και οι Σομαλοί γίνονται, κατ’ αρχήν, δεκτοί στην Ελλάδα ως πολιτικοί πρόσφυγες; Υπέρτατος νόμος για κάθε χώρα είναι η δική της ύπαρξη και ασφάλεια. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει ένα τέτοιο βάρος. Δεν έχει, άλλωστε, καμιά νομική ή ηθική υποχρέωση. Η νομική υποχρέωσή της, με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία για το πολιτικό άσυλο, αφορά λίγες και πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις. Δεν αφορά την καταχρηστική επίκλησή της απ’ όλους τους λαθρομετανάστες.

Ας ευχηθούμε ότι, υπό την πίεση της σκληρής πραγματικότητας αλλά και της απαιτήσεως της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, η κυβέρνηση θα ανακρούσει πρύμνα. Θα αντιληφθεί πού οδηγεί τη χώρα με την ανεύθυνη, ιδεολογίστικη πολιτική της για τη λαθρομετανάστευση, την οποία παρουσιάζει ως δήθεν «προοδευτική». Δεν είναι «προοδευτική» για την Ελλάδα. Είναι καταστροφική και, αν δεν ληφθούν αμέσως μέτρα, θα εξελιχθεί στο μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας.


Σχολιάστε εδώ