ΕΝΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΜΕ ΚΑΘΗΛΩΝΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΑΓΧΩΝΕΙ ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΩΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ;

Απόψε μέ δαιμόνισε
στόν ύπνο εφιάλτης
είχε παράξενη φωνή
νά, κάτι όπως ψάλτης.
•••
Είχε γραβάτα πράσινη
ο ψάλτης ο ρημάδης
τσούτσουρος ο Εξαποδώ
παρόμοιος ο Άδης.
•••
Έψαλε ακατάπαυστα
δίχως νά σταματήσει
τόσο πού εξοργίστηκα
καί έπαθα καί στύση.
•••
Ορών ο αχαΐρευτος
ότι ηδονιζόμουν
νόμισε ότι ξύπνησα
καί ότι δέν κοιμόμουν.
•••
Βγάζει το πιεσόμετρο
όπου καί κουβαλούσε
καί μού μετρά τήν πίεση
ενώ μονολογούσε:
•••
«Βλέπω πώς ο εγκέφαλος
ουδόλως συμμετέχει.
Εγώ τόν εξερέθισα
καί τούτος πέρα βρέχει.
•••
«Όμως η Πούλια λάκισε
καί πρέπει νά τόν χρίσω
Πρωθυπουργό στά γρήγορα
κι απέ νά τόν ξυπνήσω».
•••
Ώ, ξύπνησα Πρωθυπουργός
σέ άγνωστή μου χώρα
ενώ στήν κεραμοσκεπή
ούρλιαζαν σαρκοβόρα.
•••
Σπάσανε τά παράθυρα
κομμάτιασαν οι πόρτες
καί στό κοτέτσι βίαζαν
οι κόκορες τίς κότες.
•••
Στό διπλανό δωμάτιο
κλαυθμοί μά καί κατάρες
καί κάποιοι στά διόδια
κομμάτιαζαν τίς μπάρες.
Λεφτά, χρηματιστήρια
τράπεζες και πουτάνες
πιανόντανε απʼ τά μαλλιά.
Οι κόρες μέ τίς μάνες,
•••
είχαν τούς ίδιους εραστές
κι οι δόλιοι πατεράδες
πότε το παίζαν αδελφές
καί άλλοτε Αγάδες.
•••
Κουκουλοφόρων μάσκαρες
–καθόλου ατζαμήδες–
τά τζάμια θρυμματίζανε
καί έστηναν παγίδες.
•••
Τά πάντα πισωγύριζαν
εν είδει γραμματίων
κι έγινε η Χώρα αριθμός
άνευ τινών αιτίων.
•••
Εγώ, ο Προκαθήμενος
τού ψάλτη τό καμάρι
πίστεψα πώς μού χάρισαν
Πεντελικό νταμάρι.
•••
Μαρμάρωσα καί έγλειψα
Παππού, μά καί Πατέρα
καί φώναξα στό άσυλο:
Εμπρός παιδιά, αέραααα.
•••
Κι όλα αέρας έγιναν
μπούλμπερη ώς καί σκόνη.
ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΤΕΧΕΙ ΠΕΘΑΝΕ
ΟΠΟΙΟΣ ΧΤΥΠΑ ΓΛΙΤΩΝΕΙ.

……………….
………………

Όποιος από εμάς βλέπει στόν ύπνο του ανίερα όνειρα καί εφιάλτες,
δέν μπορεί νά θεωρηθεί ένοχος. Ένοχος θά είναι άν τά κάνει πράξη όταν ξυπνήσει.
Θά ξέρει όμως πότε κοιμάται καί πότε είναι ξυπνητός; Ιδού τό ηθικό ΧΑΣΜΑ.


Σχολιάστε εδώ