H ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Παρά τη μονότονη έκκλησή μου προς τους συναδέλφους μου να αντικρούσουν, αν κάπου έσφαλα, τη νομική κριτική που ασκούσα συνεχώς στις εν λόγω Συμβάσεις, κανείς δεν αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς μου επιστημονικά. Ύστερα από μελέτη ενός έτους, εμφανίστηκε ο συνάδελφος κ. Μανιτάκης, για να ασκήσει έντονη κριτική στα όσα υποστηρίζω («συνεπικουρούμενος», όπως γράφει, και από τον νεώτερο συνάδελφό μας κ. Κατρούγκαλο) κατά του πιο απαράδεκτου και επονείδιστου όρου της δανειοδότησης: του όρου «αμετάκλητης και άνευ όρων» παραίτησης από τις ασυλίες εθνικής κυριαρχίας, προσφέροντας έτσι υποστήριξη στις επαχθείς συμβάσεις δανεισμού.
Τα «νομικά», όπως διατείνεται, επιχειρήματά του για να στηρίξει τη θέση του ότι οι ισχυρισμοί μας είναι «αβάσιμοι», συνοδεύονται και από υβριστικές εις βάρος μας φράσεις, όπως: «ας ηρεμήσουμε και ας σοβαρευτούμε» και οι κίνδυνοι που επισημαίνομε είναι «φανταστικοί». Για τη σύσταση σοβαρότητας που μου κάνει ο κ. Μανιτάκης και για τον χαρακτηρισμό των ισχυρισμών μου ως φανταστικών και για άλλες προσβλητικές φράσεις, δεν επιθυμώ, ως κατά πολύ αρχαιότερός του, να δώσω συνέχεια.
Όσον αφορά στα επιχειρήματα κριτικής του, έχω να παρατηρήσω ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη βάση και δείχνουν ότι αγνοείται σε μεγάλο βαθμό η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης». Αν ελάμβανε, επίσης, υπʼ όψιν τη μελέτη μου, που του είχα στείλει πριν από μήνες, «Οι συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ», την οποία εξέδωσε και μοίρασε δωρεάν ο ΔΣΑ, ίσως να μη διατύπωνε ορισμένες σκέψεις του. Αναφερόμενος, πάντως, ειδικότερα στα επιχειρήματα του συναδέλφου, παρατηρώ τα ακόλουθα:
1. Ο κ. Μανιτάκης θεωρεί ότι ο όρος παραίτησης από τις ασυλίες εθνικής κυριαρχίας που περιλαμβάνει η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» είναι συνήθης και ταυτίζεται με εκείνες τις οποίες περιέχουν οι συμβάσεις εγγυήσεων που παρέχει ένα κράτος υπέρ ενός ιδιώτη οφειλέτη σε μια σύμβαση δανείου ιδιωτικού δικαίου. Παρέχει δε ακριβώς ένα τέτοιο παράδειγμα, παραθέτοντας αποσπάσματα από την ΥΑ 2/5121/0025/ 26.1.2009, η οποία ορίζει τους όρους παροχής εγγύησης του κράτους προς τις τράπεζες για ορισμένη κατηγορία δανείων προς ιδιώτες. Μεταξύ των όρων αυτών ορίζονται και παραιτήσεις του Δημοσίου από διάφορα προνόμια. Εδώ πρόκειται για προνόμια του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τα οποία δεν ανήκουν στο «αναγκαστικό δίκαιο» του ιδιωτικού δικαίου και από τα οποία μπορεί να παραιτηθεί ο δανειστής υπέρ του οφειλέτη. Συνεπώς, στο επιχείρημα αυτό, ο κ. Μανιτάκης λησμονεί ότι η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» αποτελεί σύμβαση μεταξύ κρατών και υπάγεται στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Συγχέεται, με άλλες λέξεις, πλήρως η διεθνής σύμβαση, που συνάπτεται μεταξύ κυρίαρχων κρατών σύμφωνα με τους κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου, με τις συμβάσεις εγγύησης, δανείου ή άλλες συμβάσεις του ιδιωτικού δικαίου. Οι τελευταίες αυτές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του κράτους και φυσικών ή νομικών πρόσωπων, υπάγονται στο ιδιωτικό δίκαιο, συνήθως δε στο ελληνικό δίκαιο και στα ελληνικά δικαστήρια ή σε διαιτησία. Είναι, συνεπώς, φανερό ότι δεν μπορεί να ταυτίζεται η παραίτηση προνομίων ιδιωτικού δικαίου αυτών των συμβάσεων με την παραίτηση ασυλιών σε διεθνείς συμβάσεις, που υπάγονται στο δημόσιο διεθνές δίκαιο και στο συνταγματικό δίκαιο των συμβαλλόμενων κρατών. Το ότι οι συμβάσεις Ελλάδας με τα δεκαέξι κράτη της Ευρωζώνης έχουν ως αντικείμενο δάνειο της Χώρας μας δεν σημαίνει ότι δεν είναι διεθνείς συμβάσεις που υπάγονται βασικά στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Για τις περιπτώσεις που εφαρμόζεται ιδιωτικό δίκαιο, ορίσθηκε το αγγλικό δίκαιο ως εφαρμοστέο, ενώ για ακυρότητες λόγω αντίθεσης προς το διεθνές και το συνταγματικό δίκαιο, ορίσθηκε αρμόδιο το ΔΕΕ. (Η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο είναι δόλια, γιατί το δίκαιο αυτό επιτρέπει παράνομες επιβαρύνσεις του οφειλέτη, γιʼ αυτό και απαραδέκτως το δέχτηκε η Ελλάδα).
2. Ο κ. Μανιτάκης θεωρεί ότι η ρήτρα την οποία περιέχει ο όρος παραίτησης από τις ασυλίες εθνικής κυριαρχίας του άρθρου 24 § 5 της παραπάνω δανειακής σύμβασης και η οποία ορίζει ότι η παραίτηση ισχύει «στον βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος», είναι σαφέστατη («σαφέστερη δεν γίνεται», όπως γράφει). Όμως, όπως ανέλυσα στην παραπάνω μελέτη μου, ο όρος είναι ασαφής. Και τούτο, γιατί ο όρος του ελληνικού κειμένου «αναγκαστικός νόμος» δεν υπάρχει σήμερα, ο δε όρος του αγγλικού κειμένου «mandatory law» σημαίνει «αναγκαστικό δίκαιο» του ιδιωτικού δικαίου, ενώ στο διεθνές δίκαιο ο όρος «αναγκαστικό δίκαιο (jus cogens) στα αγγλικά είναι «peremptory law» και στα γαλλικά χρησιμοποιείται η λέξη «impεratif» (βλ. Ροζάκη κ.λπ. «Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο», σελ. 239). Η ασάφεια αυτή έχει μεγάλη σημασία. Έχω θέσει δημοσία ερώτημα στην Κυβέρνηση να αποσαφηνίσει τη ρήτρα, αλλά δεν πήραμε απάντηση. Ο κ. συνάδελφος αποδίδει διορθωτικά τον όρο της μετάφρασης «αναγκαστικός νόμος» με τον όρο «αναγκαστικό δίκαιο», εννοώντας προφανώς «αναγκαστικό δίκαιο» του ιδιωτικού δικαίου.
3. Ο κ. Μανιτάκης θεωρεί ότι η παραπάνω ρήτρα που ορίζει ότι η παραίτηση ισχύει «στο βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος», σημαίνει ότι δεν μπορούν οι δανειστές μας να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση σε ακίνητα που απαγορεύει το ελληνικό «αναγκαστικό δίκαιο». Η θέση αυτή του κ. Μανιτάκη είναι, δυστυχώς για την Ελλάδα, εσφαλμένη. Και τούτο, γιατί η ευθύνη της Ελλάδας από μια διεθνή σύμβαση περιορίζεται μόνο από τις ασυλίες που αναγνωρίζει το «αναγκαστικό δίκαιο» (jus cogens) του δημοσίου διεθνούς δικαίου και όχι από τα προνόμια και τις ασυλίες που προβλέπει το ελληνικό «αναγκαστικό δίκαιο», που εφαρμόζεται στις ιδιωτικές συμβάσεις. Επιπλέον, στην έκταση δε που θα εφαρμοστεί ιδιωτικό δίκαιο, αυτό θα είναι το αγγλικό και όχι το ελληνικό.
Για παράδειγμα, το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς αξιοποίησης των «παραμεθόριων περιοχών» στην έκταση που ορίζονται από το ελληνικό δίκαιο ούτε το ιδιωτικό αγγλικό δίκαιο. Γιʼ αυτό, ακριβώς, έχει μεγάλη πρακτική σημασία η διάκριση μεταξύ των διεθνών συμβάσεων κρατών (όπως το λεγόμενο «Μνημόνιο») και των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου με ιδιώτες – διάκριση που παραβλέπει ο κ. συνάδελφος.
4. Ο κ. συνάδελφος φαίνεται ότι υποστηρίζει ότι η παραίτηση «αμετακλήτως και άνευ όρων» από τις ασυλίες, που περιέχει το άρθρο 24 § 5 της Σύμβασης, δεν περιλαμβάνει την παραίτηση ή δεν ισχύει –λόγω της παραπάνω ρήτρας– η παραίτηση από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας. Φαίνεται ότι δεν πρόσεξε το υπόδειγμα γνωμοδότησης των δύο Νομικών Συμβούλων του Κράτους, που επισυνάπτεται ως αναπόσπαστο μέρος της Σύμβασης και είναι δεσμευτικό για την Ελλάδα. Στο κείμενο αυτό η παραίτηση από τις ασυλίες του άρθρου 24 § 5 προσδιορίζεται με το όνομά της: «ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή διαφορετικά» («are immune on the grounds of sovereignty or otherwise»). Εδώ, μάλιστα, δεν περιλαμβάνεται η ρήτρα: «στον βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος». Τι έχει να πει ο κ. Μανιτάκης; (Την εν λόγω Γνωμοδότηση των δύο Νομικών Συμβούλων, ότι όλοι οι όροι που αναφέρονται στο υπόδειγμα είναι σύμφωνοι με το ελληνικό δίκαιο, επέβαλαν οι δανειστές μας στην Ελλάδα, εξευτελίζοντας τη Χώρα μας και την Κυβέρνησή της. Τη γνωμοδότηση βρέθηκαν νομικοί σύμβουλοι που την υπέγραψαν! – χωρίς να υποστούν ακόμη συνέπειες).
5. Δεν διευκρινίζει ο κ. Μανιτάκης, αν θεωρεί τον όρο παραίτησης από τις ασυλίες έγκυρο, ως συνηθισμένο στις συναλλαγές, ή ανυπόστατο λόγω αντίθεσής του προς το «αναγκαστικό δίκαιο». Για μας είναι ανυπόστατος. Αλλά αφού φτάσαμε στο θέμα του κύρους, θα ήταν χρήσιμο να μας πει για το γνήσιο θέμα του κλάδου μας, αν οι τρεις συμβάσεις δανεισμού (η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» και το «Μνημόνιο Συνεννόησης») με τα 16 κράτη της Ευρωζώνης και η Σύμβαση με το ΔΝΤ, λόγω αντισυνταγματικότητας όρων και λόγω μη επικύρωσης και μη κύρωσης από τη Βουλή είναι έγκυρες ή ανυπόστατες. Για μας είναι ανυπόστατες και περιμένουν τη σθεναρή κυβέρνηση της χώρας να τις καταγγείλει.
Παρά τη διαβεβαίωση του κ. συναδέλφου ότι τα επιχειρήματά του είναι νομικά, φαίνεται σαφώς από το κείμενο της κριτικής του ότι είναι πολιτικό. Μας κατηγορεί ότι τρομοκρατούμε τον λαό.
Πώς δεν σκέφθηκε να το πει αυτό στην Κυβέρνηση που υπέγραψε αυτόν και τους άλλους επονείδιστους όρους. Όσον αφορά στο γιατί επέλεξε να υπερασπιστεί τον επαχθέστερο όρο του «Μνημονίου», συνάγεται από την πολιτική θέση που διατυπώνει ως προς την έννοια και τον σκοπό της εθνικής κυριαρχίας.
Η θέση αυτή δείχνει –εκτός αν η εκτίμησή μου είναι εσφαλμένη– ότι ανήκει στους διανοούμενους εκείνους, για τους οποίους η εθνική κυριαρχία, η εθνική ιστορία και οι παραδόσεις ενός λαού δεν έχουν τη σημασία της ιστορικής και της πολιτισμικής ταυτότητας των λαών που ξέρομε και που πρέπει να υπερασπιζόμαστε, όταν, μάλιστα, άμεσα τα επιβουλεύονται. Μας κατηγορεί περιφρονητικά ότι κραυγάζομε «αέρα» και «κραδαίνομε ξιφολόγχη και καριοφίλι». Κάνει λάθος. Αν όμως χρειαστεί, δεν θα πρέπει να φωνάξομε και να τα πιάσομε όλοι οι πολίτες;