H εθνική πατάτα
Ο Αντώνης, προς στιγμήν, αιφνιδιάστηκε. Ποιος μπορεί να του τηλεφωνούσε τέτοιαν ώρα και μάλιστα με τόση οικειότητα; Εξάλλου, η φωνή κάτι του θύμιζε, αλλά τίποτε το συγκεκριμένο. Στην προσπάθειά του να κερδίσει χρόνο, ώσπου να συνειδητοποιήσει ποιος τον καλούσε, ξερόβηξε και είπε δήθεν αδιάφορα:
– Τίποτα… Τίποτα το ιδιαίτερο. Ειδήσεις βλέπω στην τηλεόραση.
– Οι καλύτερες ειδήσεις είναι αυτές που φτιάχνουμε και όχι αυτές που βλέπουμε ή ακούμε, είπε με νόημα η φωνή, αναγκάζοντας τον Αντώνη σε ένα δεύτερο βήξιμο, καθώς με το πρώτο δεν είχε προλάβει να μαντέψει με ποιον είχε ήδη αρχίσει να συνομιλεί στο τηλέφωνο.
– Συμφωνώ, αλλά έτσι φτιάχνονται οι ειδήσεις; Για να περάσεις στα κανάλια και τις εφημερίδες πρέπει να κάνεις είτε κάτι πρωτόγνωρο είτε κάτι εντυπωσιακό είτε κάτι γελοίο.
– Τα έχουμε και τα τρία! Φώναξε θριαμβευτικά η φωνή, έτσι που ο Αντώνης, αδιαφορώντας για την ταυτότητα του συνομιλητή του, έδωσε συνέχεια στη συζήτηση.
– Τι έχουμε, δηλαδή;
– Μια καυτή πατάτα!
Η φράση «καυτή πατάτα» λειτούργησε σαν παρασύνθημα. Ξαφνικά ο Αντώνης συνειδητοποίησε ότι μιλούσε με έναν παλιό καλό συμφοιτητή…
– Έλα, βρε Γιώργο, εσύ είσαι; Ομολογώ ότι τρόμαξα να αναγνωρίσω τη φωνή σου. Μπορεί να τα λέμε συχνά, σπανίως όμως τηλεφωνικά.
– Να που ήρθε και η ώρα του τηλεφώνου.
– Ωραία, σε ακούω. Κάτι έλεγες για «καυτή πατάτα»
– Έλεγα ότι δεν πάει άλλο. Τσουρουφλίστηκα! Κάηκα! Αυτήν την πατάτα δεν μπορώ να την κρατήσω άλλο μόνος.
– Εσύ φαγώθηκες να την πάρεις από τον Κώστα. Τώρα τι θέλεις;
– Να βάλεις πλάτη και να την κρατήσουμε μαζί!
– Για να καούμε και οι δύο;
– Είναι θέμα εθνικής ευθύνης!
– Διαφωνώ. Είναι θέμα εθνικής πατάτας!
Οι δύο φωνές σιώπησαν ξαφνικά. Προφανώς ο ένας ήθελε να διαγνώσει τις αντιδράσεις του άλλου και να σκεφτεί ένα καλύτερο επιχείρημα. Καθώς, όμως, η σιωπή μάκραινε επικίνδυνα, ο Γιώργος ξαναπήρε το λόγο.
– Αντώνη, θέλω μια καθαρή εξήγηση μαζί σου.
– Όπως τότε στο εξωτερικό που καθαρίζαμε τζάμια μαζί;
– Ακόμα πιο «τζάμι»! Εκτός από την πατάτα, ξέρεις ότι υπάρχει και… το κόκαλο!
– Εννοείς το κόκαλο της εξουσίας;
– Φυσικά! Για ποιο άλλο θα μπορούσαμε να μιλάμε εμείς;
– Λοιπόν;
– Να, λέω να σε διευκολύνω να γλείψεις σύντομα το κόκαλο, αν κρατούσες λίγο, μαζί μου, την καυτή πατάτα και συ.
– Πόσο δηλαδή;
– Δύο χρόνια, τουλάχιστον!
– Δύο χρόνια; Τρελάθηκες, Γιώργο; Δύο μήνες και πολύ σου είναι.
– Αντώνη, με ρίχνεις!
– Αυτός είναι ο όρος μου και αν επιμείνεις θα βάλω κι άλλους 42 όρους ακόμα!
– Μιλάς σαν να μην έχεις ακούσει τίποτα για συναίνεση.
– Τώωωρα η συναίνεση; Πέρασε και δεν κόλλησε. Αφού το θέτεις όμως έτσι, θα μιλήσω και με τʼ άλλα παιδιά.
– Πολύ ωραία! Θα μιλήσω κι εγώ με τη δική μου παρέα και σε ξαναπαίρνω αυθημερόν.
Όντως! Την ίδια μέρα το τηλέφωνο του Αντώνη ξαναχτύπησε.
– Γιώργο, σʼ ακούω! Όλα εντάξει;
– Εντάξει… Αλλά ό,τι είπαμε ξέχασέ το!
– Τι να ξεχάσω; Την πατάτα; Δεν θέλεις να την κρατήσω τώρα κι εγώ;
– Ευχαριστώ, Αντώνη. Ευχαριστώ! Μόλις την έδωσα… στον Ευάγγελο!