«Λίφτινγκ» στο Μνημόνιο 2 και δάνειο-μαμούθ 180 δισ.!
Την ίδια ώρα, Μέρκελ και Σαρκοζί άνοιγαν τον δρόμο για ένα «πακέτο» διάσωσης-«μαμούθ» προς την Ελλάδα, που μπορεί να φθάσει συνολικά και τα 180 δισ. ευρώ και να αξιοποιηθεί πολιτικά από τον πρωθυπουργό για έναν εκλογικό αιφνιδιασμό μέσα στο καλοκαίρι!
Στην πρώτη του εμφάνιση με τη διπλή ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών και γενικού συντονιστή των παραγωγικών και οικονομικών υπουργείων της κυβέρνησης, ο Ευάγγ. Βενιζέλος έκανε σαφές ότι έχει πρώτη προτεραιότητα την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της οικονομικής πολιτικής στο εσωτερικό, σε μια προσπάθεια να απορροφηθούν οι εντός και εκτός ΠΑΣΟΚ αντιδράσεις στο Μνημόνιο 2, που ήδη έχει συμφωνηθεί από τον προκάτοχό του και την «τρόικα» και έχει περάσει από την Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής μέσα σε αυτήν τη δύσκολη πολιτικά εβδομάδα.
Ο κ. Βενιζέλος, με μια ομιλία κατεξοχήν πολιτική, προσπάθησε να «ρίξει γέφυρες» παντού, από την αξιωματική αντιπολίτευση ως τους «Αγανακτισμένους» της Πλατείας Συντάγματος, αλλά εξαρχής προδιέγραψε τα πολύ στενά περιθώρια που έχει για αλλαγές στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα: Προτάσεις για αλλαγές μπορούν να συζητηθούν, αλλά εφόσον δεν αλλάζουν τον βασικό στόχο του προγράμματος, που είναι η επαναφορά του χρέους σε τροχιά βιωσιμότητας. Ουσιαστικά, ο κ. Βενιζέλος επανέλαβε με διαφορετικά λόγια τη βασική αρχή του προκατόχου του, ότι κάθε μέτρο μπορεί να αλλάζει μόνο με ένα άλλο, ισοδύναμου δημοσιονομικού αποτελέσματος.
Το «βαρίδι» του Μνημονίου 2 δεν είναι το μόνο που παραλαμβάνει ο κ. Βενιζέλος από τον Γ. Παπακωνσταντίνου: Ο τέως υπουργός Οικονομικών φρόντισε λίγα 24ωρα πριν αποχωρήσει να θέσει την υπογραφή του και στη νέα δανειακή σύμβαση με τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, με την οποία επικυρώθηκε η επιμήκυνση του δανείου των 110 δισ. ευρώ. Τη νέα σύμβαση ο κ. Παπακωνσταντίνου δεσμεύθηκε να τη φέρει στη Βουλή για ενημέρωση, αφού δεσμεύει τη χώρα μόνο με την υπογραφή του, χωρίς να χρειάζεται κύρωση από τη Βουλή.
Η νέα σύμβαση δεν έχει αλλάξει στα βασικά της στοιχεία, καθώς διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και περιλαμβάνει την πολυσυζητημένη ρήτρα παραίτησης από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας, για να επιτρέπεται η κατάσχεση περιουσίας του Δημοσίου από τους πιστωτές. Ο κ. Βενιζέλος, ένας έγκριτος συνταγματολόγος, καλείται τώρα να παρουσιάσει στη Βουλή μια δανειακή σύμβαση που δεσμεύει την Ελλάδα με επαχθείς όρους για μια δεκαετία, παρότι οι περισσότεροι έγκριτοι συνάδελφοί του έχουν εκφράσει την έντονη διαφωνία τους με τις εκχωρήσεις εθνικής κυριαρχίας προς τις κυβερνήσεις-πιστωτές της χώρας.
Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα γίνεται ακόμη πιο «βαρύ» για τον κ. Βενιζέλο, μετά τη δημοσιοποίηση και των νέων δημοσιονομικών στοιχείων αυτήν την εβδομάδα, από τα οποία επιβεβαιώθηκε ότι η πραγματική υστέρηση του προϋπολογισμού στο πεντάμηνο φθάνει τα 3,3 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται τα «τσεκουρώματα» του προϋπολογισμού επενδύσεων, που αλλοιώνουν την εικόνα. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, ακόμη και τα μέτρα με στόχο την εξοικονόμηση 6,4 δισ. ευρώ που έχουν ενσωματωθεί στο φετινό πρόγραμμα είναι απολύτως ανεπαρκή για να καλύψουν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, που πιστοποιείται από ένα και μόνο γεγονός: Ύστερα από τόσες περικοπές και αυξήσεις φόρων που έγιναν με το Μνημόνιο 1, τον περασμένο Μάιο το έλλειμμα του πενταμήνου όχι μόνο δεν μειώνεται σύμφωνα με τους στόχους, αλλά είναι υψηλότερο και από το περσινό!
Οι αλλαγές στο Μνημόνιο 2
Ο κ. Βενιζέλος δεν άνοιξε τα χαρτιά του για τις αλλαγές που σχεδιάζει να φέρει στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, πληροφορίες αναφέρουν όμως ότι θα επιχειρήσει να περιορίσει τις φορολογικές επιβαρύνσεις, που αποτελούν τη σοβαρότερη αιτία διαφωνίας της ΝΔ με τα μέτρα και προκαλούν την εντονότερη δυσαρέσκεια στην κοινή γνώμη. Ήδη, άλλωστε, κατά τη συζήτηση του Μεσοπρόθεσμου στη Βουλή, που έγινε με παρουσία μόνο των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, ο Γ. Παπακωνσταντίνου είχε προαναγγείλει αρκετές αλλαγές, τις οποίες τώρα αναμένεται να προωθήσει ο κ. Βενιζέλος:
Για τις ιδιωτικοποιήσεις, αναγνωρίζοντας εμμέσως ότι ευσταθεί η κριτική που έχει ασκηθεί και από το «Π», περί ανεπίτρεπτων εκχωρήσεων εθνικής κυριαρχίας στους πιστωτές, ο κ. Παπακωνσταντίνου είπε στους βουλευτές ότι κάθε πώληση εταιρείας του Δημοσίου θα επικυρώνεται από τη Βουλή, ενώ αρχικά προγραμματιζόταν «αυτόματη» διαδικασία, υπό την ευθύνη της Ανεξάρτητης Αρχής Ιδιωτικοποιήσεων, στην οποία θα μετέχουν και δύο εκπρόσωποι της Κομισιόν και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Για την εξίσωση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, που θα προκαλέσει μεγάλες επιβαρύνσεις στα νοικοκυριά το χειμώνα, ο κ. Παπακωνσταντίνου προανήγγειλε αναστολή του μέτρου, που είχε ξεσηκώσει έντονες αντιδράσεις κυρίως από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στη Β. Ελλάδα.
Το αφορολόγητο όριο διατηρείται στις 12.000 ευρώ και πάνω από αυτό θα επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά, με συντελεστές 1-4%, ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι συντελεστές της έκτακτης εισφοράς δεν εφαρμόζονται κλιμακωτά, αλλά για ολόκληρο το ποσό εισοδήματος. Δηλαδή, για παράδειγμα, ένας φορολογούμενος με 50.000 ευρώ θα πληρώνει φόρο με συντελεστή 4% για ολόκληρο το εισόδημά του (σε αυτήν την περίπτωση ο φόρος θα φθάνει τα 2.000 ευρώ).
Κατά τα άλλα, ο κ. Παπακωνσταντίνου δεν έδειξε ότι υπάρχουν περιθώρια για αλλαγές στα «βαριά» φορολογικά μέτρα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και μένει να φανεί αν ο κ. Βενιζέλος θα βρει τις επόμενες ημέρες τέτοια περιθώρια, ώστε να κάνει πειστικότερες τις προτάσεις του για συνεννόηση με την αντιπολίτευση.
Νέο δάνειο και εκλογές;
Παρότι η Γερμανία είχε δημιουργήσει αμφιβολίες για το αν θα ενέκρινε το νέο τριετές σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας με ένα ακόμη μεγάλο χρηματοδοτικό «πακέτο», επιμένοντας σε μια «σκληρή» πρόταση για επιμήκυνση του ελληνικού χρέους που κατέχουν οι ιδιώτες πιστωτές, τελικά την Παρασκευή η Μέρκελ υποχρεώθηκε σε συμβιβασμό, στη συνάντησή της με τον Σαρκοζί στο Βερολίνο. Συμβιβασμό, που ανοίγει τον δρόμο για την έγκριση το αργότερο στις αρχές Ιουλίου ενός δανείου-«μαμούθ» στην Ελλάδα, το οποίο προανήγγειλε την Πέμπτη και ο πρωθυπουργός, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ.
Αν πράγματι η εκταμίευση της πέμπτης δόσης του δανείου στις αρχές Ιουλίου συμπέσει με την έγκριση ενός μεγάλου χρηματοδοτικού προγράμματος για την Ελλάδα, πολλοί εκτιμούν ότι ο Γ. Παπανδρέου θα μπει στον πειρασμό να το αξιοποιήσει ως «όπλο» για έναν εκλογικό αιφνιδιασμό μέσα στο καλοκαίρι, καθώς στη συνέχεια δύσκολα θα παρουσιασθεί από το μέτωπο της οικονομίας μια ανάλογη ευκαιρία επικοινωνιακής προβολής κάποιας μεγάλης «επιτυχίας».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η γαλλογερμανική συμφωνία της Παρασκευής ανοίγει τον δρόμο για την κάλυψη των αναγκών εξωτερικού δανεισμού της Ελλάδας, συνολικού ύψους 120 δισ. ευρώ, μέχρι το τέλος του 2014, με άλλο ένα ευρωπαϊκό δάνειο (από τον προσωρινό Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Οικονομικής Σταθερότητας και όχι σε διακρατική βάση, όπως έγινε με το πρώτο δάνειο των 110 δισ. ευρώ), στο οποίο θα προστεθεί και η συμμετοχή του ΔΝΤ. Συνολικά από αυτές τις δύο επίσημες πηγές χρηματοδότησης υπολογίζεται ότι θα δοθούν 80 δισ. ευρώ. Τουλάχιστον άλλα 30 δισ. ευρώ θα εισφέρει η ίδια η Ελλάδα, από τα έσοδα ιδιωτικοποιήσεων. Στο ποσόν των 110 δισ. θα προστεθούν και τα 45 δισ. ευρώ που μένουν από το προηγούμενο δάνειο, μετά την εκταμίευση της πέμπτης δόσης, τα οποία πιθανότατα θα «πακεταριστούν» μαζί με το νέο δάνειο από το EFSF.
Oι ιδιώτες πιστωτές θα κληθούν να ανανεώσουν σε εθελοντική βάση ελληνικά ομόλογα που λήγουν ως το τέλος του 2014, για να καλυφθούν άλλα 30-35 δισ. ευρώ του συνολικού «πακέτου». Αυτή η εθελοντική ρύθμιση δεν θα οδηγήσει σε αξιολόγηση της Ελλάδας με βαθμολογία χρεοκοπίας, καθώς ο οίκος Fitch ανακοίνωσε ότι θα αξιολογήσει τα ελληνικά ομόλογα με βαθμολογία CCC, η οποία επιτρέπει στην ΕΚΤ να συνεχίσει να τα δέχεται ως εγγύηση δανεισμού των τραπεζών.
Το μόνο «γκρίζο», για την Ελλάδα, σημείο που αφήνει αυτή η συμφωνία σχετίζεται με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι ελληνικές τράπεζες θα είναι αυτές που θα σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος της εθελοντικής αναχρηματοδότησης της Ελλάδας, ενώ οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα έχουν μηδενική ή καθαρά συμβολική συμμετοχή. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα μείνουν «εγκλωβισμένες» με μεγάλα χαρτοφυλάκια ομολόγων και θα υποστούν μεγαλύτερες ζημίες, αν τελικά χρειασθεί «κούρεμα» των πιστωτών αργότερα.