Εσωτερική κακοπολιτεία και εξωτερικές συμπληγάδες

Oφείλεται όμως επίσης στην έλλειψη αξιόπιστου κοινού σκοπού. Κυβέρνηση εθνικής ενότητας για την εφαρμογή απλώς της πολιτικής του Μνημονίου και του συναφούς Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος;
Η χώρα είναι, ασφαλώς, δεσμευμένη στην πολιτική αυτή και οι ευρωπαίοι εταίροι θεωρούν αυτονόητο ότι πρέπει αυτή να υποστηριχθεί και από την αξιωματική, τουλάχιστον, αντιπολίτευση και γενικότερα από τον ελληνικό λαό.
Ποια είναι όμως η αξιοπιστία της πολιτικής αυτής; Πού οδηγεί η μέχρι τώρα εφαρμογή της; Ο ελληνικός λαός επέδειξε σε πρώτη φάση εντυπωσιακή ανοχή και καρτερία. Ήλπιζε ότι οι θυσίες του θα έπιαναν πραγματικά τόπο και ότι διανοιγόταν μια προοπτική σταδιακής σταθεροποιήσεως και βελτιώσεως της οικονομικής καταστάσεως. Η ελπίδα του όμως διαψεύστηκε. Διαπιστώνει σήμερα ότι η ακολουθούμενη πολιτική είναι αδιέξοδη.
Το εξωτερικό χρέος, παρά τις πρωτοφανείς θυσίες του, δεν αποκλιμακώνεται. Το εθνικό προϊόν μειώνεται δραματικά. Ακόμη και η επιδεικνυόμενη επιτυχία της μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος, περίπου κατά πέντε μονάδες, είναι αμφιλεγόμενη. Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν την ιδιότυπη στάση εσωτερικών πληρωμών του κράτους, η εικόνα της μειώσεως του ελλείμματος δεν είναι και τόσο βέβαιη.
Ορισμένοι επισημαίνουν με νόημα ότι αυτό που γίνεται σήμερα είναι αναπόφευκτο. Οι Έλληνες έζησαν επί χρόνια με δανεικά, πάνω από αυτό που επέτρεπε η παραγωγικότητα της χώρας τους. Ήρθε τώρα η ώρα της πικρής αλήθειας. Να προσαρμοστούν δηλαδή στην πραγματικότητα. Ν’ αποδεχθούν μειώσεις μέχρι 40% ή ακόμη και 50% στο βιοτικό τους επίπεδο, εφόσον δεν διατίθενται πλέον δανεικά, για να γίνουν «ανταγωνιστικοί».
Αυτή είναι λοιπόν η νέα προοπτική και το νέο μέλλον που προτείνεται στην Ελλάδα; Γιατί όμως, επί περίπου πενήντα χρόνια, με δεδομένες όλες τις γνωστές εσωτερικές αδυναμίες και κακοδαιμονίες της, μπορούσε η Ελλάδα να κρατάει σταθερά την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο; Γιατί τώρα πρέπει, ως μέλος μάλιστα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ν’ αποδεχθεί ότι το αύριο και το μέλλον θα είναι πολύ χειρότερα για απροσδιόριστο χρόνο;

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΛΕΓΕΤΑΙ
Η άλλη αλήθεια είναι ότι το σημερινό κατάντημα της Ελλάδας δεν οφείλεται μόνο σε δικές της εσωτερικές αδυναμίες και κακοδαιμονίες. Οφείλεται επίσης σε ολέθριες πολιτικές που της επεβλήθησαν μέσω της Ευρωπαϊκής
Ενώσεως. Συγκεκριμένα, στην πολιτική των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών και της παγκοσμιοποίησης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ταυτίσθηκε κάκιστα με την πολιτική αυτή και έγινε Δούρειος Ίππος για την προώθηση και την επιβολή της.
Η πολιτική αυτή, μακροπρόθεσμα, είναι ολέθρια για ολόκληρη την Ευρώπη. Σε πολύ πιο βραχυπρόθεσμη όμως βάση, είναι καταστροφική για τις λιγότερο ανεπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες-μέλη, όπως είναι η Ελλάδα.
Με το καθεστώς των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών, η Ελλάδα υποχρεώνεται ν’ ανοίξει τα σύνορά της όχι μόνο στα προϊόντα των ευρωπαϊκών χωρών-μελών, που είναι θεμιτό και αυτονόητο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αλλά επίσης στα προϊόντα όλων σχεδόν των τρίτων χωρών. Πώς μπορεί, πάνω στη βάση αυτή, να είναι η Ελλάδα ανταγωνιστική, όταν δεν παράγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και όταν το κόστος εργασίας σε τρίτες χώρες είναι δέκα και είκοσι φορές χαμηλότερο απ’ ό,τι στην Ευρώπη και την Ελλάδα;
Αδιάψευστος δείκτης της καταστάσεως αυτής είναι η εκτόξευση του εμπορικού ελλείμματος, για το οποίο, περιέργως, δεν γίνεται τόσος λόγος όσος για το δημοσιονομικό έλλειμμα. Η συμμετοχή όμως του εμπορικού ελλείμματος στην αύξηση του εξωτερικού χρέους είναι δραματική. Το ύψος του εμπορικού ελλείμματος ανήλθε το 2008 σε 29 δισ. ευρώ. Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, όσο αναγκαία και επιτακτική και αν είναι, δεν αντιμετωπίζει από μόνη της τη συνεχή αύξηση του εξωτερικού χρέους με το καλπάζον εμπορικό έλλειμμα, πέραν των άλλων γνωστών πρακτικών που το επιδεινώνουν.

ΓΙΑΤΙ ΟΜΩΣ ΔΕΧΘΗΚΕ
Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ
ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ
ΑΝΤΑΛΛΑΓΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ;
Τίθεται, βεβαίως, το ερώτημα και η απορία γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδέχθηκε μια τέτοια πολιτική, εφόσον δεν φαίνεται να είναι αυτή, έστω σε μακροπρόθεσμη βάση, συμφέρουσα για την Ευρώπη.
Η απάντηση στο ερώτημα παραπέμπει στην εξέλιξη του χρηματιστικού καπιταλισμού κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτή δεν θυμίζει σε τίποτα ούτε τον παραδοσιακό παραγωγικό ορθόδοξο καπιταλισμό ούτε τον καπιταλισμό του New Deal του Ρούσβελτ και του Κέινς, που κυριάρχησε στην Ευρώπη περίπου μέχρι τη δεκαετία του ’70.
Άρχισε από τότε, με την εγκατάλειψη από τις ΗΠΑ της συνδέσεως και αναφοράς που είχε το δολάριο με τον χρυσό, με βάση τη μεταπολεμική συμφωνία του Bretton Woods του 1946, μια αποδομητική και απορρυθμιστική πορεία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κατάληξή της είναι η εφιαλτική σημερινή κατάσταση, που έδειξε το πρόσωπό της με τη μεγάλη κρίση του 2008-2009. Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε ουσιαστικά μέχρι σήμερα. Συμφέρει μήπως τον κόσμο ή έστω τις επιμέρους χώρες η ύπαρξη αυτού του συστήματος, χωρίς ουσιαστικούς ελέγχους, εποπτεία και κανόνες, που μπορεί κάθε στιγμή να προκαλέσει κρίσεις ανυπολόγιστων διαστάσεων;
Εάν μιλάμε για τους λαούς, προφανώς δεν τους συμφέρει. Το σύστημα όμως ελέγχεται από τεράστια ολιγαρχικά συμφέροντα, που προτάσσουν του δημοσίου συμφέροντος τη δική τους κερδοσκοπική λογική. Υπάρχει σε τεράστια, συστημική κλίμακα διάζευξη μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου συμφέροντος.
Στο σημείο αυτό αξίζει ν’ αναφερθούμε σε μια παρατήρηση του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου Χέγκελ για την πτώση της πανίσχυρης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η πτώση της, κατά τον γερμανό φιλόσοφο, οφείλεται στο γεγονός ότι επικράτησαν στην αυτοκρατορία, κατά προτεραιότητα, τα ιδιωτικά συμφέροντα. Οι Ρωμαίοι, ενασχολούμενοι με την προώθηση των ιδιωτικών τους συμφερόντων, αδιαφόρησαν για τα κοινά. Η παρακμή, υπογραμμίζει, έρχεται ως αποτέλεσμα της απώλειας του αισθήματος για το κοινό αγαθό, που είναι το μόνο που μπορεί να υπερασπίσει το ατομικό αγαθό. Η κοινότητα των πολιτών, ως απλό άθροισμα ιδιωτικών συμφερόντων, δεν επαρκεί για να τρέφει τη φλόγα αυτού του αισθήματος.
Τα λόγια του γερμανού φιλοσόφου είναι, δυστυχώς, πολύ επίκαιρα τόσο για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη όσο και ειδικότερα για τη μικρή μας χώρα. Δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθεί κανείς πώς η Ευρώπη προσχώρησε στην πολιτική των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών και της παγκοσμιοποίησης και γιατί εμμένει ακόμη σ’ αυτήν. Προφανώς επικράτησαν οι ολιγαρχικές συμμαχίες συμφέροντος μεταξύ αμερικανικού και ευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφαλαίου, με την ενεργό παρεμβολή και πολιτική υποστήριξη στην Ευρώπη του Λονδίνου και του χρηματιστηριακού του κέντρου.
Το Λονδίνο είναι παραδοσιακός υποστηρικτής της πολιτικής των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών. Ως πρώτη βιομηχανική δύναμη, η Μ. Βρετανία επωφελήθηκε στο παρελθόν από την πολιτική αυτή για να οικοδομήσει την αυτοκρατορία της. Με την πολιτική Θάτσερ, που συνεχίσθηκε από τους διαδόχους της, προέβαλε τη φιλοδοξία ενός νέου διεθνούς ρόλου της Μ. Βρετανίας σε στενή συμμαχία με τις ΗΠΑ, στον παγκοσμιοποιημένο χρηματιστικό καπιταλισμό.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπό την επιρροή των ιδίων δυνάμεων και ενώπιον της αδυναμίας και απροθυμίας της αμερικανικής πολιτικής εξουσίας να χαλιναγωγήσει ουσιαστικά τη Γουόλ Στρητ και να θέσει νέους κανόνες εποπτείας και ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των χρηματιστικών αγορών, παρακολουθεί και η ίδια παθητική και αδρανής. Εγκλωβισμένη στην πολιτική και την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, δεν παίρνει αποφάσεις για εποπτεία και έλεγχο, τουλάχιστον του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών στα όριά της. Θα μπορούσε με τον τρόπο αυτό να οριοθετήσει την προστασία της Ευρώπης. Να ασκήσει πίεση για τη μεταρρύθμιση του διεθνούς χρηματιστικού και νομισματικού συστήματος και τη θέσπιση ουσιαστικών ελέγχων και κανόνων. Να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της εικονικής οικονομίας και της ασύδοτης κερδοσκοπίας των αγορών.

ΕΙΝΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΒΟΛΙΚΗ
ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ Η ΕΠΙΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ
ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΡΙΣΗ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ
ΣΤΙΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ
ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΗΣ
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, είναι βολική για πολλούς η επίρριψη των ευθυνών για τη σημερινή δραματική κρίση στην Ελλάδα, μόνο στις εσωτερικές αδυναμίες της χώρας, στις ασυνάρτητες τοπικές πολιτικές και στους ίδιους τους Έλληνες, που ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους.
Συγκαλύπτεται με τον τρόπο αυτό το γεγονός ότι η ελληνική κρίση δεν είναι καθόλου άσχετη με τον τρόπο λειτουργίας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, την ασυδοσία των αγορών και τη χρηματιστική κερδοσκοπία. Δεν είναι επίσης άσχετη με την πολιτική των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών και της παγκοσμιοποίησης που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και την οποία έχει καταστήσει μάλιστα αναπόσπαστο μέρος των καταστατικών συνθηκών της.
Τα παραπάνω δεν λέγονται για να μειώσουν το βάρος των ελληνικών αδυναμιών και ειδικότερα των ευθυνών των πολιτικών ηγεσιών που διακυβέρνησαν τη χώρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν απέτυχαν μόνο να εκσυγχρονίσουν πραγματικά τη χώρα και να εφαρμόσουν αναπτυξιακά προγράμματα για να ενισχύσουν την ελληνική παραγωγή και την ανταγωνιστικότητά της. Ενίσχυσαν, αντιθέτως, με εξωφρενικό τρόπο, την κατανάλωση και τον εφησυχασμό. Δεν διέβλεψαν, επιπλέον, πού οδηγούσαν τη χώρα και τι συνέπειες θα είχε γι’ αυτήν, σε συνδυασμό με το ευρώ, το άκριτο άνοιγμα των συνόρων προς κάθε κατεύθυνση.
Το άνοιγμα των συνόρων δεν περιορίστηκε, άλλωστε, στα προϊόντα. Έγινε ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης. Η λαθρομετανάστευση, η εθνική αποδόμηση στην παιδεία, η αμφισβήτηση του εθνικού κράτους ανεδείχθησαν και καθιερώθηκαν από τις ηγεσίες αυτές ως δήθεν «προοδευτική» πολιτική, με άλλοθι συχνά τον Ευρωπαϊσμό.
Η ιδεολογία αυτή εξακολουθεί ακόμη να διαπνέει την πολιτική της σημερινής κυβερνήσεως. Καμία αμφιβολία για την ακολουθούμενη πολιτική. Καμία αμφιβολία για την καταστρεπτική για την Ελλάδα πολιτική των ελεύθερων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών και της παγκοσμιοποίησης. Προκρίνεται, αντιθέτως, η φυγή προς τα εμπρός προς την ίδια κατεύθυνση και καλείται ο ελληνικός λαός να συμπλεύσει, για τη δική του δήθεν «σωτηρία».

ΦΩΝΕΣ ΓΙΑ ΑΠΟΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
Ένα από τα ιστορικά στελέχη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, έγραψε προσφάτως ένα νέο βιβλίο, στο οποίο περιγράφει λεπτομερώς πώς η Ευρωπαϊκή Αριστερά και ειδικότερα το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα αποδέχθηκε τον νεοφιλελευθερισμό στην Ευρώπη, περιτυλιγμένο με την ιδέα της Ευρώπης.
Ένα άλλο υψηλό στέλεχος του ιδίου κόμματος, ο Αρνό Μοντεμπούργκ, εξέδωσε προσφάτως, με τη μορφή προεκλογικού μανιφέστου, ένα άλλο βιβλίο με τίτλο: «Ψήφισε για την Αποπαγκοσμιοποίηση». Το βιβλίο προλογίζεται από τον μεγάλο κοινωνιολόγο και οικονομολόγο Εμανουέλ Τοντ και αμφισβητεί ευθέως την πολιτική της παγκοσμιοποίησης και των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών στην Ευρώπη. «Η παγκοσμιοποίηση», γράφει ο Αρνό Μοντεμπούργκ, «οργάνωσε μεθοδικά και χωρίς όρια, κριτήρια ή ηθικές αναστολές, τον ανταγωνισμό με τους κινέζους εργάτες, τους ινδούς μηχανικούς ή τους αργεντινούς αγρότες προς όφελος μιας ελάχιστης μειοψηφίας. Ο απολογισμός της τελευταίας δεκαετίας είναι μια πραγματική καταστροφή γι’ αυτούς που δεν έχουν άλλο έσοδο εκτός από τη δουλειά τους».
Σημειώνεται ταυτόχρονα ότι «οι ελεύθερες διεθνείς εμπορικές ανταλλαγές άνοιξαν τον τάφο της πολιτικής. Έφεραν τον αργό θάνατο του δικαιώματος των λαών να επιλέγουν ελεύθερα τη δημοσιονομική τους πολιτική, το εργατικό τους δίκαιο, το επίπεδο των μισθών τους.
Με άλλα λόγια έθεσαν σε ομηρία την κυριαρχία των λαών».
Όπως φαίνεται από τα όσα γράφει και καταγγέλλει το στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που θα διεκδικήσει το χρίσμα του σοσιαλιστή υποψηφίου στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, και τα γνωρίζουμε, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Εκδηλώνονται με πολύ πιο δραματικό τρόπο για δύο προφανείς λόγους. Πρώτον, γιατί η Ελλάδα έχει εγγενείς αδυναμίες και είναι πολύ ασθενέστερος κρίκος. Δεύτερον, γιατί οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες είναι αυτές που είναι και δικαιολογημένα αντιμετωπίζουν την απαξίωσή τους από τον ελληνικό λαό.


Σχολιάστε εδώ