Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Μπορεί να είχαν έρθει πρώιμες ζέστες, μπορεί ν’ αποζητούσε ο κόσμος σαν τρελός τη σκιά, ενυπνιαζόμενος πλατάνια και τρεχούμενα νερά, μπορεί η καταχνιά να βάραινε τα βλέφαρα και να βασίλευε σε όλη τη πλάση η «μουργέλα», η μανταμίτσα όμως που θα πήγαινε επίσκεψη στην κουνιάδα της, ή στο θέατρο, έστω και σε «λαϊκή απογευματινή», όφειλε, υπακούοντας στη μόδα, να κάνει αξιοπρόσεκτη εμφάνιση με το καινούργιο της μαντουδάκι. Τις λυπόντουσαν φυσικά μερικοί πονόψυχοι πιστεύοντας πως έτσι μπουμπουλωμένες θα βγάλουν την μπέμπελη, αυτές όμως, αντίθετα, ήσαν έτοιμες να ξεγυμνωθούνε ντάλα καταχείμωνο και να βγούνε στον δρόμο με την κοιλιά έξω, τη στιγμή που και οι πιγκουίνοι έπεφταν ξεροί από το κρύο, γιατί αυτές δεν χαμπαρίζουνε τίποτα κι άντε εσύ να βρεις άκρη…

Γενικό ενδυματολογικό πάντως ορόσημο για το πέρασμα στη θερινή αμφίεση του πληθυσμού ήτανε τότε η 21η Μαΐου, εορτή Κωνσταντίνου και Ελένης, με την πληθώρα των εορταζόντων και τις συνεπακόλουθες επισκέψεις «με τα καλά τους» και το απαραίτητο κουτί σοκολατάκια στο χέρι. Τότε βάζανε και οι φαντάροι τις θερινές στολές τους, τότε και οι τροχονόμοι αντικαθιστούσαν τη μεταλλική «χρωμέ» περικεφαλαία με λευκή πάνινη αφρικάνικη κάσκα. Φόραγαν και οι άντρες τα καλοκαιρινά, ένα κοστούμι δηλαδή από λεπτότερο ανοιχτόχρωμο κασμίρι σε μπεζ ή σε γαλάζιο. Μερικοί πιο ντιστεγκέδες προτιμούσαν την αριστοκρατική «σετακρούτα», και τελευταίο στις προτιμήσεις ερχότανε το άσπρο λινό, το πάντα χιλιοτσαλακωμένο, το οποίον οι αξιόλογοι… δανδήδες και κυρίως οι «λεοντιδείς» ούτε να το δουν δεν θέλανε γιατί παρουσιάζονταν σαν λέτσοι… Την εικόνα συμπλήρωνε μια κάπως παρδαλή γραβάτα και άσπρα ή άσπρα – καφέ δίχρωμα παπούτσια, τη δε σοφία της κεφαλής τους προστάτευαν μ’ ένα «παναμαδάκι».

Το κοστούμι το είχανε ράψει ραφτάδες μερακλήδες, βάζοντας όλη τους την τέχνη. Και καθώς το σακάκι έμενε αφοδράριστο για να είναι πιο δροσερό, κάνανε τέτοια λεπτή δουλειά, κυριολεκτικά σαν «κέντημα», που έμοιαζε με «ντουμπλ φας». Εξυπακούεται πως τα «έτοιμα ενδύματα» ουδεμίας εκτιμήσεως έχαιραν και αποκαλούνταν περιφρονητικά «ετοιματζίδικα». Μέσα σ’ όλον τον «ντουνιά», που λένε και οι Τούρκοι, υπήρχαν και ανατρεπτικά τινά στοιχεία, οι περιθωριακοί και οι επαναστάτες, κάτι να πούμε περίπου σαν τους παρισινούς «sans culottes», που, αντίθετα με τους υγιώς σκεπτομένους πολίτες, καταργούσαν το κοστούμι και κυκλοφορούσαν οι ουτιδανοί μόνον με κοντομάνικο πουκάμισο και πανταλόνι κατά προτίμηση χρώματος σκούρου μπλε, χωρίς καν γραβάτα, οδηγώντας με τα καμώματά τους την κοινωνία στον όλεθρο. Όλο τους το σόι φυσικά, μετά βδελυγμίας τούς αντιμετώπιζε και τους έκοβε την καλημέρα.

Και ενώ ούτω πως ευπρεπίζετο για τη δημοσία του εμφάνιση ο νουνεχής αντρικός πληθυσμός, το χιλιοτραγουδισμένο καλοκαιράκι καθημερινά ανέβαζε τον υδράργυρο, οι δε κυρίες είχαν βάλει τα… μαντά και τα ταγιέρια στη ναφθαλίνη, κι επειδή τώρα ζεσταινόντουσαν, φόρεσαν αραχνοΰφαντα φουστάνια με τα οποία αυτές μεν δεν ίδρωναν, ίδρωναν όμως κι αναστέναζαν οι αρσενικοί που τις κοιτούσαν. Φύσαγε και το μελτεμάκι κι’ όλα απογειώνονταν…

Γλύκαναν και τα βράδια, άνοιξαν οι θερινοί σινεμάδες, έστησαν οι στραγαλατζήδες την πραμάτεια τους μπροστά στις πόρτες των συνοικιακών κινηματογράφων με τα κραυγαλέα «Προσεχώς» πάνω στις διαφημιστικές αφίσες της Μπέτι Ντέιβις, του Κλαρκ Γκέιμπλ, και της Μορίν Ο’ Χάρα, αλλά κυρίως σήκωσαν αυλαία τα θέατρα με τις επιθεωρήσεις, αυτό το σπάνιο αθηναϊκό είδος, που δεν ήξερες ποια από την πληθώρα τους να πρωτοδείς, μιας και ήταν η μια εξυπνότερη και πιο φανταχτερή από την άλλη. Πιο φτωχική επιθεωρησιακή παραλλαγή ήταν τα βαριετέ, όπου με ένα ελάχιστο εισιτήριο, ή μονάχα με ένα παγωτό ή κάτι παρόμοιο, παρακολουθούσες ολόκληρη παράσταση με πρωτοκλασάτους ηθοποιούς του λεγομένου «ελαφρού θεάτρου». Δημοφιλέστερα από προπολεμικά ήταν στο Ζάππειο η «Όασις», με τον Μίμη Τραϊφόρο, και τα «Πεύκα», που κάποτε ονομάζονταν «Αγελάδες» από την αντίπερα πλευρά, με τον Γιώργο Οικονομίδη μεταπολεμικά. Στην ευρύτερη περιοχή του Ζαππείου, που ήταν ένα είδος ψυχαγωγικού πολυχώρου, υπήρχαν, πέραν των βαριετέ, τρεις υπαίθριοι κινηματογράφοι. Ένας βρισκόταν στο αίθριο με το περιστύλιο μέσα στο κτίριο της Έκθεσης, κατόπιν ήταν το «Στάδιον», απέναντι από την πύλη του Καλλιμάρμαρου, και τρίτος μέσα στο σύδενδρο η «Αίγλη», με την οθόνη της πλαισιωμένη από φυλλωσιές. Υπήρχε, τέλος, έχοντας μοναδική θέα τον βράχο της Ακροπόλεως, το λαϊκό αναψυκτήριο «Αίγλη», όπου μια ορχήστρα με γνωστούς τραγουδιστές διασκέδαζε με τα τελευταία σουξέ τους θαμώνες που ρουφούσανε ηδονικά με το αχυρένιο καλαμάκι τη γρανίτα από λεμόνι… Όσοι δεν ήθελαν δροσιά και… θέαμα, την «έβγαζαν» στις πλατείες όπου τα ζαχαροπλαστεία της περιοχής είχαν απλώσει τα καρεκλοτράπεζά τους, διότι υπήρχαν τότε γνήσια ζαχαροπλαστεία, που σέρβιραν πάστες, παγωτά, γκαζόζες και… λουκούμια. Άπλωνε τις ποδάρες της η φαμίλια, έπαιζαν τα κουτσούβελα, ενοχλώντας τους άλλους πελάτες καθώς τρέχανε ανάμεσα στα τραπέζια τους, πηγαινοέρχονταν τα γκαρσόνια ιδρωμένα κρατώντας σαν ισορροπιστές κατάφορτους δίσκους με παγωτά που δεν σε προβλημάτιζαν τι να επιλέξεις διότι υπήρχανε μόνον δύο τύποι όλοι κι όλοι: Η κασάτα και η «κρέμα σοκολάτα», γαρνιρισμένη ενίοτε με δυό λεπτεπίλεπτα μπισκοτάκια, τα αποκαλούμενα από τους γαλλοτραφείς «langue de chat», που τα άρπαζαν οι πιτσιρικάδες με βιαιότητα μπαρμπερίνων πειρατών, και τα τρώγανε με αβρές κινήσεις, σαν μπαλαρίνες στη «Λίμνη των κύκνων», οι μανταμίτσες. Ειδικά το παγωτό «κασάτα» εξαφανίστηκε τελείως από την πιάτσα, ίσως διότι απαιτούσε πρόσθετη επεξεργασία γι’ αυτό ήταν πάντα ακριβότερο και επιπλέον το φτιάχνανε οι ίδιοι, που ήσαν απαραιτήτως τεχνίτες ζαχαροπλαστικής, κι άντε βρες τους τώρα. Ένα μικρότερο ποσοστό θερμόπληκτων έπαιρναν το λεωφορείο ή παλαιότερα το τραμ και κατηφόριζαν στο Φάληρο να τους φυσήξει ο μπάτης να δροσιστούν. Και τραγούδαγε ο Πέτρος Κυριακός στα βαριετέ που λέγαμε: – «Πήγα εις το Φάληρο / είδα και τη θάλασσα / είχα κι ένα τάλιρο / όπερ και… εχάλασα». Πέρα όμως από τους πατρικίους, που κατά τον Μίμη Φωτόπουλο το… «κελαηδούσαν» και είχαν την οικονομική αντοχή να πηγαίνουν συχνά σε μέρη όπου για να περάσεις το βράδυ σου έπρεπε να βάλεις το χέρι στην τσέπη, η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της «πυριφλεγούς» -κατά τις εφημερίδες- από τη ζέστη» πρωτευούσης, οι πληβείοι, οι μεροκαματιάρηδες, που το ταμείο δεν επέτρεπε… ασωτίες, είχαν μια καθαρά ιδιωτική ψυχαγωγία, ιδίως στις συνοικίες. Βγάζανε καρέκλες έξω από την αυλή στο πεζοδρόμιο και μαζί με τους διπλανούς γείτονές τους κάνανε βεγγέρες, σχολίαζαν την επικαιρότητα, κουτσομπόλευαν, μιλούσαν για τα κουνούπια και τις μύγες και δεν είχαν ακουστά τον Βάρναλη ούτε τον στίχο: «Ω πόσο βάσανο μεγάλο / το βάσανο είναι της ζωής». Κι ας στριφογύρναγε με δικά τους λόγια στο μυαλό τους…


Σχολιάστε εδώ