«ΑΚΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΜΙΚΡΟ ΠΟΥΛΙ ΒΡΙΣΚΕΙ ΣΠΥΡΙ ΚΙ Η ΜΑΝΑ ΤΟ ΖΗΛΕΥΕΙ»

Σέ μιάν αυλή, μικρή αυλή
απλώνει τήν μπουγάδα
μία γυναίκα φθισική
όπως καί η Ελλάδα.
•••
Πρώτα απλώνει τά βρακιά
τά χιλιομπαλωμένα
κι ύστερα τά ανύπαρκτα
τά όνειρα, σχισμένα.
•••
Αναστενάζει συνεχώς
σάν αμαξοστοιχία,
ζητά καιρό έναν σταθμό
νʼ αράξει μέ ησυχία.
•••
Έχει μαλλιά πυρόξανθα
καμένα από τά χρόνια
καί χείλη πού δέν χάρηκαν
αγάπη καί συμπόνια.
•••
Καμπουριασμένη, δύστυχη
θέλει νά τραγουδήσει
καί σάλιο αν περίσσευε
τόν Ουρανό νά φτύσει.
•••
Πίσω ένα χαμόσπιτο
κι αυτό σαραβαλάκι,
μέ μία πόρτα ανοιχτή
σάν στόμα από κοράκι.
•••
Ένα κρεβάτι μόνο του
καί πάνω μιά κουβέρτα,
κι απόξω νά λυσσομανά
ο άνεμος αβέρτα.
•••
Είναι μονάχη, έρημη
σαράντα έτη δούλα,
μέ μιά ζωή αφόρητη
τότε, από παιδούλα.
•••
Απλώνει η παντέρημη
ό,τι έχει καί δέν έχει
άσχετα αν ο ουρανός
βρέχει καί πάλι βρέχει.
•••
Δέν τής αρέσει η βροχή
άλλʼ όμως τί νά κάνει,
δέν έχει άλλη επιλογή
πάρεξ τού νά πεθάνει.
•••
Κάπου μιά τηλεόραση
τά νέα σχολιάζει,
μιά κανονιά ακούγεται
καί τήν αναταράζει.
•••
Θά έρθει λένε ο Θεός
μʼ ένα καλάθι ψώνια
κι ο Διγενής μʼ ένα σπαθί
απʼ τά δικά του αλώνια.
•••
Λέν: Θά χορτάσει ο Θεός
όλους τούς πεινασμένους
καί θά σκοτώσει ο Διγενής
πάντες τούς πλουτισμένους.
•••
Άκρα τού τάφου σιωπή
κι η αναμονή ζεσταίνει
όπως τό ψέμα τού εραστή
τήν κόρη τήν βλαμμένη.
•••
Καί περιμένει η φτωχιά
κι έρχεται η αυγούλα
κι έρχεται πάλι σούρουπο
καί σκότος γιά τήν δούλα.
•••
Δέν άντεξε η δύσμοιρη
καί τό σχοινί αρπάζει
καί τό πρωί τήν βρήκανε
τʼ άπειρο νά κοιτάζει.
………………..
………………..

«Αυγεριναί του ηλίου
ακτίνες τι προβαίνετε;
τάχα αγαπάει νά βλέπει
έργα ληστών τό μάτι
τών ουρανίων;»

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ:
ΩΔΑΙ, ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΙΑ.


Σχολιάστε εδώ