Ο Ερντογάν και η πρόκληση της Ιστορίας

Από το 2002 που ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης της γείτονος, ο Ερντογάν πραγματοποίησε όχι μόνο σημαντικά βήματα αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, αλλά ανέτρεψε δομές στο πολιτικό σύστημα, τουτέστιν πραγματοποίησε μια επανάσταση κατεδάφισης της κεμαλικής κρατικής ιδεολογίας.

Ο κεμαλισμός απετέλεσε για 80 περίπου χρόνια την ιδεολογία του τουρκικού κράτους, όπου με αιχμή του δόρατος το στράτευμα, επικυριαρχούσε στο κράτος και το πολιτικό σύστημα της Άγκυρας, δημιουργώντας μια πολιτική κουλτούρα και πολιτικές δομές εξουσίας που φαινόντουσαν μη ανατρέψιμες.

Ο σημερινός τούρκος πρωθυπουργός και η ομάδα του, με τον Γκιουλ και τον Νταβούτογλου στο προσκήνιο, αλλά και με μια αναρίθμητη ομάδα επιστημόνων και διανοουμένων-εκφραστών του πολιτικού Ισλάμ στο παρασκήνιο, οικοδόμησε σταδιακά, δραστικά, δυναμικά και αποτελεσματικά, μια νέα αντίληψη πολιτικής στο τουρκικό πολιτικό σύστημα, που δείχνει να εδραιώνεται και να χαράσσει μια πολιτική πραγματικότητα μιας αυριανής ηγεμονικής δύναμης στην περιοχή.

Ο Ερντογάν, με ευφυείς τακτικούς ελιγμούς και απαράμιλλη οργανωτικότητα κατάφερε σε δύο τετραετίες διακυβέρνησης δύο ιστορικά επιτεύγματα:

Πρώτον, ροκάνισε τη δύναμη του πανίσχυρου στρατιωτικού κατεστημένου, θρυμματίζοντας τη ραχοκοκαλιά της ηγεσίας του στρατεύματος, εκμηδενίζοντας την πολιτική ισχύ κυριαρχίας του τουλάχιστον μέχρι προ τετραετίας στο τουρκικό πολιτικό σύστημα, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας ηγετικές προσωπικότητες του στρατεύματος και επιβάλλοντας για πρώτη φορά στην τουρκική ιστορία την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής έναντι του στρατεύματος. Το τελευταίο γεγονός που σηματοδοτεί τη σημαντική αυτή πορεία αποδόμησης της εξουσίας του στρατεύματος, ήταν η σύλληψη του διοικητή της Ακαδημίας της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, γεγονός που διαδραματίστηκε στο Προεδρικό Μέγαρο της Τουρκίας και που κατέδειξε τη θέληση και την ικανότητα του Ερντογάν να εξαλείψει διά παντός τα όποια ίχνη κεμαλικής εξουσίας θα μπορούσαν να υφίστανται ακόμη στο τουρκικό πολιτικό σύστημα.

Για να επιτύχει αυτήν την ιστορική ανατροπή, χρησιμοποίησε τις συνωμοσίες «Εργκενεκόν» και «Βαριοπούλα», για να νομιμοποιήσει τη δράση του στην πολιτική αποκαθήλωσης του στρατεύματος από την πολιτική ζωή της Τουρκίας.

Δεύτερον, το 2002 ο Ερντογάν παρέλαβε μια Τουρκία που βρισκόταν στα πλοκάμια του ΔΝΤ, με μια οικονομία σε βαθιά κρίση και μια κοινωνία σε συνθήκες εξαθλίωσης. Κατάφερε να εμπνεύσει, να δώσει αισιοδοξία και προοπτική, να επιβάλει πειθαρχία και να οδηγήσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια τη χώρα σε συνθήκες ραγδαίας ανάκαμψης, έτσι ώστε η Τουρκία να βρίσκεται σήμερα όχι μόνο στους G-20, όχι μόνο να έχει ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 7%, αλλά, κυρίως, να διαθέτει την αυτοπεποίθηση της προοπτικής να καταστεί μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις στον κόσμο, με δυνατότητες, σύμφωνα με το σχέδιο των Νεοοθωμανών του Ερντογάν, να κυριαρχήσει ως ηγεμονική δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας, των Βαλκανίων, της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Ο Ερντογάν διεκδικεί όχι μόνο τη νίκη όπως αναφέραμε ανωτέρω, αλλά και τη θεμελίωση ενός νέου, αυτοκρατορικών διαστάσεων ηγεμονικού σχήματος, μιας ισχυρής νεοοθωμανικής Τουρκίας που θα πρωταγωνιστεί άμεσα και δραστικά στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της και ταυτόχρονα θα παίζει ρόλο στις παγκόσμιες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.

Η νέα ηγετική ομάδα της Τουρκίας είναι άξια προς μίμηση ως προς τρία βασικά στοιχεία:

Πρώτον, διαθέτει ηγεσία που εμπνέει εμπιστοσύνη προς τα μέσα και προς τα έξω.

Δεύτερον, προβάλλει όραμα αισιοδοξίας και προοπτικής, το οποίο διαχέεται σε όλους τους Τούρκους και

Τρίτον, διαθέτει σχέδιο για το μέλλον, που υφίσταται για να εφαρμοστεί ανεξαρτήτως προσώπων.

Αυτά προς γνώσιν και μίμηση στους καθ’ ημάς παραπαίοντες, παρακμάζοντες και ανίκανους να δουν πέρα από τη μύτη τους πολιτικούς στο «κλεινόν άστυ» των Αθηνών.


Σχολιάστε εδώ