Μια φορά και έναν καιρό

Ο φίλος βρήκε υπερβολικές τις μεμψιμοιρίες του και άρχισε να αραδιάζει επιχειρήματα να σου κάνουν τα νεύρα τσατάλια, με ρεφρέν πως σίγουρα τώρα είναι καλύτερα. Ο Νικόλας δεν απαντούσε.

Μουρμούρισε μόνο την παροιμία: «Σε ξένο πισινό εκατό ξυλιές» και έβαλε τέλος στη συζήτηση. Κρίνοντας όμως αντικειμενικά τα γεγονότα, η αλήθεια είναι πως στην αρχή αντιμετώπιζε με μαύρο χιούμορ τη μετακόμισή του στη μακρινή πόλη όπου η μοίρα τον εξόρισε, αλλά βλέποντας ότι μέρα με τη μέρα το φιλικό περιβάλλον που μέσα του μεγάλωσε και έζησε ολόκληρη ζωή το αντικατέστησε ένας ψυχρός ή, χειρότερα, αδιάφορος περίγυρος, κλείστηκε στο καβούκι του, έκρινε τα πάντα αφ’ υψηλού με κακία, μέχρι που στο τέλος έπεσε σε κατάθλιψη. Καθόταν με τις ώρες σαν τις Καλύμνιες που περιμένουν τον γυρισμό των σφουγγαράδων και κοίταγε στο άπειρο, αμίλητος, να διακρίνει αν διαγράφονται στα βάθη του ορίζοντα οι φτερούγες του Αρχάγγελου Γαβριήλ, του σωτήρα που προσμένει…

Τον είδε να κάθεται βαρύς και μόνος στο μπαλκόνι μια γειτόνισσα και τον λυπήθηκε η ψυχή της. Αβίαστα της ήρθαν στο μυαλό οι στίχοι του Βαλαωρίτη: «Πώς μας θωρείς ακίνητος; Πού τρέχει ο λογισμός σου;», και καθώς θυμήθηκε πως είχε διαβάσει στη στήλη του ψυχολόγου σε κάποιο περιοδικό ποικίλης ύλης περί της γεροντικής μελαγχολίας και των κινδύνων της, βρήκε την ευκαιρία και ενημέρωσε τη σύζυγό του πως στη συνοικία τους μερικοί υπερήλικες για να σκοτώσουν την ώρα τους έφτιαξαν μια Λέσχη, έβαλαν λίγα λεφτά και νοίκιασαν μιαν αποθήκη, τη σενιάρανε, κουβάλησαν ό,τι παλιατζούρα υπήρχε στα σπίτια τους για να την επιπλώσουν, και μαζεύονται εκεί, διηγούνται τους άθλους τους, λένε τις υπερβολές τους και περνάνε ευχάριστα τον καιρό τους. Είναι κάτι σαν ΚΑΠΗ, να πούμε, αλλά πιο ελιτίστικο. Μέλη είναι μερικοί απόστρατοι αξιωματικοί, συνταξιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι, δυο βιοτέχνες που φαλίρισαν, ένας φοροτέχνης και διάφοροι ευυπόληπτοι κατά τα άλλα πολίτες. Και για να προσδώσει κύρος στην ποιότητα της Λέσχης, προσέθεσε πως τακτικό μέλος είναι και ο πεθερός της, τέως δικαστικός επιμελητής, και τη συμβούλεψε να στείλει και τον άντρα της να βρει παρέα, μην τον έχει όλη μέρα μέσα στα πόδια της και τη γανιάζει…

Έδωσε κατ’ αρχάς τη συγκατάθεσή της η μαντάμ, έπρεπε όμως να συμφωνήσει και ο ίδιος. Του περιέγραψε το μεσημέρι τη Λέσχη ως εφάμιλλη με τη λονδρέζικη του Φιλέα Φογκ στον «Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες», αν όχι και ανώτερη, διαβεβαιώνοντάς τον πως κορυφαίοι πολίτες τον περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες να τους μυήσει στις θεωρίες του, που αγωνιούν να τις μάθουν, και οι οποίοι τόσο καιρό ζούσαν στην άγνοια χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν τι τους λείπει, ενώ τους έλειπε μόνον αυτός. Στο τέλος, μετά φόβου Θεού, τον ρώτησε δειλά: «Θα πας;». Ο Νικολής σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Την επομένη, επιστρέφοντας από το σούπερ μάρκετ, βρήκαν… θυροκολλημένη μια ειδοποίηση από τον δικαστικό επιμελητή ότι «αύριον την 10ην π.μ. θα διέλθω εκ της επί της οδού Μαρμαρυγής 62 οικίας σας διά να παραλάβω, συνοδεύσω και παρουσιάσω νομίμως εις το ΔΣ της Λέσχης τον περί ου ο λόγος»…

Λίαν πρωί, ο Νικολής ντυνότανε και ετοιμαζόταν για τη Λέσχη βλαστημώντας, με βρισιές που δεν θα τολμούσε να εκστομίσει ούτε φίλαθλος σε γήπεδο κατά του διαιτητή, επειδή του χάλασαν την ησυχία. Ο πρόεδρος, ένας απόστρατος ταγματάρχης στον οποίο τον οδήγησε σαν κρατούμενο ο κλητήρας, πεθερός της γειτόνισσας, τον δέχθηκε μάλλον ψυχρά, όπως έκρινε ο Νικολής, που διύλιζε τον κώνωπα, επειδή ούτε το χέρι του έτεινε όταν τους σύστησαν ούτε του πρότεινε να καθίσει, ενώ τον περιεργάζετο με ερευνητικό βλέμμα. Με άψογο ενικό, τον παρέπεμψε για τις τυπικές διαδικασίες εγγραφής του εις το Μητρώο Μελών στη γραμματέα, την κυρία Σεβαστή, μια χυμώδη γυναικάρα που οι κακές γλώσσες λέγανε πως ψειρίζει κανονικά τον πρόεδρο, μέχρι και το μέρισμα του Μετοχικού τού μασάει -λένε- κι ύστερα δεν του φτάνει η σύνταξη και τσακώνεται με τη γυναίκα του που δεν ξέρει τι θα πει οικονομία. Κουβεντιάζοντας μαζί της, ο Νικολής άρχισε τα ευφυολογήματα: «Ωραία μου κυρία», της είπε υπομειδιώντας πονηρά, «ολίγον ατυχές το ονοματάκι σας. Διότι γραμματέας Σεβαστή όπως εσείς θα ήταν σεβαστή μόνον σε… οίκο τυφλών». Επειδή η κυρία ήταν στούρνος, δεν κατάλαβε το υπονοούμενο και ολοκλήρωσε τα γραφειοκρατικά προσθέτοντας: «Λέγεται πως, όταν κάποιος γίνει πρωθυπουργός ή αρχηγός κράτους, πρώτο μέλημα του BBC είναι να φτιάξει μια τεκμηριωμένη νεκρολογία, ώστε αν του συμβεί κάτι απροόπτως να μην ψάχνονται την τελευταία στιγμή… Αυτό εφαρμόζουμε κι εμείς. Γι’ αυτό όταν θα ξανάρθετε φέρετε, παρακαλώ, το βιογραφικό σας, ώστε ο χριστιανός που θα σας αναλάβει να ξέρει τον βίο και την πολιτεία σας. Εξυπακούεται ότι το απροόπτως δεν αφορά εσάς…». Επιπροσθέτως, του έκανε και τη σύσταση: «Να έχετε πάντοτε σε πρώτη ζήτηση και σε καλή κατάσταση, χωρίς λεκέδες ή λίγδα στον κόμπο, μια μαύρη γραβάτα καλοσιδερωμένη ώστε η εμφάνισή σας σε ένιες τελετές να είναι άψογη!»…

Στη συνέχεια οδηγήθηκε στο εντευκτήριο να τον συστήσουν στους συναδέλφους του που κουβέντιαζαν μεγαλοφώνως λόγω βαρηκοΐας γήρατος. Έμαθε μαζί με το όνομά τους τα φάρμακα που έπαιρναν και τις ασθένειες που τους ταλαιπωρούσαν. Έμαθε τις ειδικότητες των γιατρών που τους κουράριζαν και τη θεραπεία που εφάρμοζαν μαζί με τα κουσούρια κλινικών και νοσοκομείων όπου νοσηλευθήκανε. Ενδιαφέρον παρουσίαζαν οι βιοχημικές και άλλες εξετάσεις τους και η αγωγή που ακολουθούσαν. Ενημερώθηκε για τη σημερινή κατάσταση της υγείας τους και πλούτισε τις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις με τις χρηστικές πληροφορίες για το πού υπάρχουν φτηνά και αντοχής «πάμπερς» και ποια θεωρούνται διουρητικά βότανα. Ως ευαίσθητος άνθρωπος, συμμερίστηκε τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν για να κόψουν τα νύχια των ποδιών τους και ειλικρινά λυπήθηκε όταν του ανήγγειλαν πως ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Λέσχης είναι αμφίβολο αν θα τη σκαπουλάρει, ενώ παράλληλα τον ενημέρωσαν πως κάθε Σαββατοκύριακο το εντευκτήριο δεν λειτουργεί ώστε τα μέλη να μεταβαίνουν, ως οφείλουν, ομαδικά σε μνημόσυνα…

Σηκώθηκε να φύγει βλαστημώντας την κατάντια του και θυμήθηκε την ιστορία με τον νέγρο που καθόταν στα σκαλοπάτια της καλύβας του, σαν την «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά», και χάζευε στην αυλή τα πουλερικά. Παρακολουθούσε έναν λεβέντη κόκορα να κυνηγάει ανενδότως μια κότα πλουμιστή, αλλά ήταν ηθικών αρχών πουλάδα και όλο του ξέφευγε. Κάποια στιγμή, βρίσκει ο κόκορας δυο σπόρους καλαμπόκι, παρατάει το κυνήγι και το ρίχνει στο φαΐ… Και τότε ο νέγρος σηκώνει τα μάτια προς τον ουρανό και λέει:

«Θεέ μου, μη με κάνεις να πεινάσω ποτέ τόσο πολύ…». Έτσι κι ο Νικολής, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε προσαρμόζοντας την ικεσία: «Θεέ μου, μη με κάνεις να κουρκουτιάσω σαν δαύτους κι εγώ!»…


Σχολιάστε εδώ