Η πολιτική του Μνημονίου και της παγκοσμιοποίησης δημιουργεί νέους εθνικούς κινδύνους

Εάν με την ασκούμενη πολιτική μειώνεται το εθνικό προϊόν και αυξάνεται το εξωτερικό χρέος, πώς μπορεί κανείς να ελπίζει ότι, με μόνη τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, με πρωτοφανή λιτότητα, θα μπορέσει η χώρα να διαφύγει από τις δύο αυτές μυλόπετρες;

Η ορθόδοξη συνταγή οικονομικής πολιτικής στο παρελθόν ήταν η άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής. Αυτό είχε ως αναπόφευκτο τίμημα την αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του πληθωρισμού. Αυτό όμως αντισταθμιζόταν με την υψηλή απασχόληση και την ελπίδα αυξήσεως του εθνικού προϊόντος, με την ανάπτυξη.

Η συνταγή της σύγχρονης ορθοδοξίας του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης είναι ακριβώς αντίστροφη. Συστήνει απόλυτη πρόταξη της δημοσιονομικής εξυγιάνσεως, με άγρια λιτότητα σε βάρος των μικρών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Τα τελευταία, ιδιαίτερα οι μισθωτοί, δεν μπορούν ούτε να φοροδιαφύγουν ούτε ν’ αξιοποιήσουν την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και ν’ αναζητήσουν άλλους, φιλόξενους ουρανούς φορολογικής προστασίας. Προβάλλει επίσης το δημοσιονομικό έλλειμμα και το εξωτερικό χρέος ως άλλοθι και ως όπλο για την επιβολή γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων και ξεπουλήματος της εθνικής περιουσίας, ως μόνης δήθεν διεξόδου για τη «σωτηρία» της χώρας και την ανάπτυξη.

Η πολιτική αυτή είναι η πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού. Έχει ως συνέπεια τη δραματική συρρίκνωση της μεσαίας τάξεως και την επιδείνωση της θέσεως των πιο αδυνάτων στρωμάτων. Προάγει γενικά μια ολιγαρχική εξέλιξη της κοινωνίας με τη μορφή ενός κοινωνικού διπολισμού. Από τη μια πλευρά, δηλαδή, οι πολύ πλούσιοι, που γίνονται πλουσιότεροι, και από την άλλη οι πολύ φτωχοί, που γίνονται φτωχότεροι.

Προάγει επίσης την περιθωριοποίηση του κράτους, με την προβολή του ρόλου των διεθνών χρηματιστικών αγορών και την ιδιωτικοποίηση της εθνικής περιουσίας, ακόμη και στον στρατηγικό τομέα των επιχειρήσεων δημοσίας ωφέλειας. Σε ιδεολογικό επίπεδο προβάλλονται συστηματικά τα ιδεολογήματα για «παγκόσμια διακυβέρνηση», «πολυπολιτισμική κοινωνία» και εθνική αποδόμηση, παρουσιαζομένου του εθνικού κράτους ως παρωχημένη μορφή κρατικής οργανώσεως, που δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης.

Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΕ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΕΛΑΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Πριν από μερικές εβδομάδες, ολλανδική εφημερίδα είχε δημοσιεύσει φωτογραφία της Σαντορίνης, με κυματίζουσα σε ξενοδοχείο της την τουρκική ημισέληνο. Προσφάτως, η τουρκική εφημερίδα «Σαμπάχ» δημοσίευσε, με μη αποκρυπτόμενη χαιρεκακία και υπεροψία, πληροφορίες για έντονο ενδιαφέρον τούρκων επιχειρηματιών να παρέμβουν ενεργά στο μεγάλο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, που συστήνει επιτακτικά η «τρόικα», και έχει περιληφθεί στο λεγόμενο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.

Οι τούρκοι επιχειρηματίες ενδιαφέρονται για αεροδρόμια, μεταξύ αυτών το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», για μικρά και μεγάλα λιμάνια της χώρας, τουριστικές και άλλες επιχειρήσεις και μικρά νησιά στο Αιγαίο. Η τουρκική εφημερίδα ονοματίζει ορισμένα από αυτά, επικαλούμενη ανάρτηση πωλητηρίου σε διεθνείς ιστοσελίδες.

Θα έλεγε κανείς: «Γιατί όχι, γιατί να μη συμμετάσχουν και τούρκοι επιχειρηματίες στις ελληνικές αποκρατικοποιήσεις; Υπάρχουν ήδη πολλές ελληνικές επενδύσεις στην άλλη πλευρά». Υπό ομαλές συνθήκες και υπό τον όρο περιορισμών σε περιοχές και τομείς με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, αυτό θα ήταν αποδεκτό και θεμιτό. Υπό τις σημερινές όμως συνθήκες, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.

Κατά πρώτο λόγο, γιατί με δεδομένη τη μεγάλη οικονομική κρίση, που μετεξελίσσεται σε πολιτική και εθνική, μια τουρκική οικονομική επέλαση σε μεγάλη κλίμακα θα είχε στρατηγικό χαρακτήρα, θα προσέθετε μια επιπλέον διάσταση στις πιέσεις που ασκεί ήδη η Άγκυρα με στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα, όπως επίσης με την κατευθυνόμενη λαθρομετανάστευση προς την Ελλάδα. Κατά δεύτερο λόγο, γιατί η Τουρκία δεν έχει τις δεσμεύσεις που έχει η Ελλάδα για την άσκηση πολιτικής ανοικτών αγορών και συνόρων έναντι των τρίτων χωρών. Έχει επομένως η Τουρκία πολύ μεγαλύτερη άνεση ν’ ασκεί εθνική στρατηγική και επιμέρους εθνικές πολιτικές, με ισχυρή παρέμβαση και καθοδήγηση του κράτους. Κατά τρίτο λόγο, γιατί υπάρχουν διεθνή κέντρα, με αφετηρία τις ΗΠΑ, που έχουν ως πολιτική τους την επάνοδο της Τουρκίας στην Ευρώπη, μέσω της εντάξεώς της στην ΕΕ, και τη διαμόρφωση ενός κοινού στρατηγικού ελληνοτουρκικού χώρου, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της παγκόσμιας αμερικανικής στρατηγικής για την ευρύτερη περιοχή.

Στη βάση της πολιτικής αυτής, επιδιώκουν τη σύμπλεξη Ελλάδος και Τουρκίας και την προαγωγή «λύσεων» συγκυριαρχίας και συνεκμεταλλεύσεως στο Αιγαίο. Στο πνεύμα της ίδιας πολιτικής, αλλά και γενικότερα της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, υποθάλπεται επίσης η σταδιακή εθνική αποδόμηση της Ελλάδος, με την εγκατάσταση ξένων, μουσουλμανικών ιδίως πληθυσμών, ώστε η Ελλάδα να μη συνιστά διαχωριστικό ευρωπαϊκό πολιτιστικό σύνορο έναντι της Τουρκίας, αλλά γέφυρα της τελευταίας προς την Ευρώπη.

Αντιλαμβάνεται κανείς, υπό το πρίσμα των θεωρήσεων αυτών, όπως επίσης γενικότερα από το κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων που επιβαρύνονται από τις γνωστές τουρκικές διεκδικήσεις και την πολιτική κατοχής στην Κύπρο, ότι μια τουρκική οικονομική επέλαση έχει εντελώς άλλο νόημα σ’ αυτήν την περίπτωση.

Η Τουρκία επιδιώκει μακροπρόθεσμα να διασπάσει τη συνοχή του ελληνικού εθνικού χώρου, να δημιουργήσει, με τη λαθρομετανάστευση, φιλικά μουσουλμανικά προγεφυρώματα για την άσκηση νεοοθωμανικής πολιτικής, να διεισδύσει οικονομικά και να δορυφοροποιήσει τελικά την Ελλάδα.

Η επίφαση της συχνά πανηγυριζόμενης ελληνοτουρκικής φιλίας δεν πρέπει να συσκοτίζει το γεγονός ότι η Άγκυρα, πέρα από εσωτερικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς, εμμένει σταθερά στους στρατηγικούς της στόχους.

Η ΡΗΞΗ ΤΟΥΡΚΙΑΣ – ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ Η
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ειδικότερα έχει μεταβληθεί αισθητά η αμερικανική πολιτική έναντι της Τουρκίας, μετά τη ρήξη μεταξύ Άγκυρας και Τελ Αβίβ.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι σαφής και άμεση, γιατί θα εξελιχθεί μέσα στον χρόνο. Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διαδραματίσουν διαμεσολαβητικό ρόλο, με στόχο να διασφαλίσουν τη συνέχιση της επιρροής τους και τα στρατηγικά τους συμφέροντα στην Τουρκία. Επιδιώκουν επίσης να επηρεάσουν την τουρκική πολιτική έναντι του Ισραήλ, με άμεσο στόχο τον μετριασμό της και με απώτερο επιθυμητό στόχο την αποκατάσταση των σχέσεων σε κάποιο καλό επίπεδο.

Η Άγκυρα ταλαντεύθηκε επί πολύ πριν αποφασίσει την αλλαγή πορείας στις σχέσεις της με το Ισραήλ. Έκρινε τελικά ότι η διατήρηση στρατηγικών σχέσεων με το Ισραήλ ήταν ασυμβίβαστη με τη νεοοθωμανική πολιτική, που επιδιώκει ηγετικό ρόλο της Τουρκίας στον μουσουλμανικό κόσμο.

Η Άγκυρα πιστεύει και ελπίζει ότι, λόγω του ιδιαίτερου στρατηγικού βάρους της και του διεθνώς αναβαθμισμένου ρόλου του μουσουλμανικού κόσμου, μέσα στον οποίο η Άγκυρα διαδραματίζει ενεργό ρόλο, οι ΗΠΑ θα αποφύγουν να επανεξετάσουν δραστικά την πολιτική τους έναντι της Τουρκίας. Οι ίδιες επιθυμούν, άλλωστε, να διατηρήσουν την επιρροή τους στο εσωτερικό πολιτικό γίγνεσθαι της Τουρκίας.

Για το Τελ Αβίβ, η αλλαγή πολιτικής της Τουρκίας είναι το τέλος μιας εποχής. Η Άγκυρα της Κεμαλικής πολιτικής έβλεπε στο Ισραήλ, κατά την προηγούμενη περίοδο, τον ισχυρό σύμμαχο, που ήταν σε θέση να της ανοίξει πόρτες και να της εξασφαλίσει ερείσματα στην Ουάσινγκτον. Η Άγκυρα πιστεύει ότι έχει σήμερα πολύ μεγαλύτερα περιθώρια να παίξει μόνη της παιχνίδι και να οριοθετήσει τη διαμάχη της με το Ισραήλ στις διμερείς σχέσεις, περιορίζοντας τις δυσμενείς επιπτώσεις στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις. Ένας από τους λόγους για τους οποίους το πιστεύει είναι η μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, με την οποία αντιμετωπίζει σήμερα την Ελλάδα, η οποία έχασε, κατά τα τελευταία χρόνια, σημαντικό έδαφος σε επιρροή και ισχύ.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Άγκυρα θα κατορθώσει να περιορίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις της ρήξεώς της με το Ισραήλ στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις. Επιπτώσεις θα υπάρξουν, αν όχι για άλλο λόγο, για ν’ αποτραπεί η Τουρκία από οποιαδήποτε περαιτέρω κλιμάκωση της διαμάχης.

Ενώπιον αυτής της καταστάσεως η θεώρηση της Κύπρου και της Ελλάδος από το Ισραήλ αλλάζει καταλυτικά, σε σχέση με το παρελθόν. Το Ισραήλ, π.χ., δεν θα ήθελε, σε καμιά περίπτωση, μουσουλμανική περικύκλωσή του και από τη Δύση με την επέκταση του τουρκικού γεωπολιτικού ελέγχου σ’ ολόκληρο το νησί. Δεν θα ήθελε επίσης την ενίσχυση της τουρκικής ναυτικής παρουσίας και επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως είναι η δεδηλωμένη τουρκική φιλοδοξία. Πολύ περισσότερο, όταν στη γενικότερη στρατηγική σημασία της περιοχής προστίθεται η ιδιαίτερη σημασία των ενεργειακών υποθαλασσίων πόρων.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, είναι προφανές το συμφέρον του Ισραήλ να αναχαιτίσει και να οριοθετήσει την τουρκική επιρροή προς τον ελληνικό εθνικό χώρο. Όσο όμως σημαντική και αν είναι η επιρροή του Ισραήλ στην αμερικανική πολιτική, η τελευταία προσδιορίζεται από σταθερές της παγκόσμιας και περιφερειακής αμερικανικής στρατηγικής.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική θα έπρεπε, υπό ομαλές συνθήκες, να θέσει ως στόχο τη διασφάλιση ισραηλινής συνδρομής στην Ουάσινγκτον για τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο επηρεασμό, υπέρ των ελληνικών θέσεων, της αμερικανικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά. Η μέχρι τώρα αντιμετώπιση, δυστυχώς, του θέματος της ΑΟΖ από την Ελλάδα και οι διεξαγόμενες «διερευνητικές επαφές» στο παρασκήνιο για το Αιγαίο, δεν εμπνέουν καμιά αισιοδοξία ότι οι σημερινοί ιθύνοντες είναι σε θέση ή έχουν τη βούληση να αναλάβουν κάποια ουσιαστική και δραστική πρωτοβουλία.

ΤΟ ΔΕΟΝ ΓΕΝΕΣΘΑΙ

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η αντιμετώπιση του ξεπουλήματος της εθνικής περιουσίας ως απλώς ενός θέματος της ανοικτής αγοράς, εγκυμονεί νέους εθνικούς κινδύνους. Ήδη από μόνο του το ξεπούλημα των εθνικών πόρων της χώρας, στρατηγικών αεροδρομίων και λιμένων, ορυκτού πλούτου και μεγάλων δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, αποστερεί τη χώρα από στρατηγικά κεφάλαια και φαλκιδεύει την κυριαρχία και το εθνικό της μέλλον.

Αντιλαμβάνεται όμως κανείς τι μπορεί να γίνει εάν αφεθούν ασύδοτοι ξένοι τεχνοκράτες και χρηματιστές να διαθέσουν κατά το δοκούν την εθνική περιουσία, περιλαμβανομένων νησίδων στη στρατηγικότατη και ευαίσθητη περιοχή του Αιγαίου και αλλού.

Οι αποκρατικοποιήσεις, όσες τελικά θα γίνουν, έστω κακώς, θα πρέπει να γίνουν υπό τον αυστηρό πολιτικό έλεγχο της Βουλής και των άλλων συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας, ώστε να αποτραπούν δυσάρεστες επιπλήξεις και τετελεσμένα γεγονότα. Ήδη, οι πρόνοιες της δανειακής συμβάσεως που συνοδεύει το Μνημόνιο και αναφέρονται στο δικαίωμα των δανειστών να μεταβιβάσουν σε τρίτους τα δικαιώματά τους σε υποθηκευμένη δημόσια περιουσία, συνιστά βαρύτατο ολίσθημα και απεχθή δέσμευση της χώρας.

Στόχος πρέπει να είναι η αποδέσμευση από τέτοιους επαχθείς όρους και όχι η επέκτασή τους, με την ευκαιρία των αποκρατικοποιήσεων.

Η ακολουθούμενη πολιτική του Μνημονίου και της παγκοσμιοποίησης ενέχει, δυστυχώς, τον κίνδυνο, πέραν όλων των άλλων, και δυσμενέστατων επιπτώσεων στην ελληνική κυριαρχία και στη συνοχή και περιφρούρηση του ελληνικού εθνικού χώρου.


Σχολιάστε εδώ