Στη μέγκενη νέων και βαναύσων εκβιασμών Αθήνα και Λευκωσία

Ενδεχομένως και καταληκτικές. Κι αυτό εκ παραλλήλου προς στοχευμένες τουρκικές μεθοδεύσεις σ’ εξίσου καίριες παραμέτρους άλλων εθνικών ζητημάτων.

Όπως είναι τα αιγαιωτικά. Και όπως αυτά που σχετίζονται με θέματα στρατηγικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων. Των ΑΟΖ επί παραδείγματι. Όσον αφορά ειδικότερα το Κυπριακό, προς αυτήν την κατεύθυνση επενεργούν οι έκδηλες διαθέσεις του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και πλειάδος ενδιαφερομένων κέντρων ισχύος. Με καταλύτη αυτήν τη φορά την εν όψει ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ από τη Λευκωσία. Κάτι που δημιουργεί αυτονόητες περιπλοκές (και πονοκεφάλους) λόγω της αδιέξοδης ενταξιακής διαδικασίας, που στην ουσία τείνει ν’ απονευρώσει (και τελικά ν’ ακυρώσει) την πορεία της Τουρκίας προς την Κοινοτική πύλη.

Αυτό -και όχι βεβαίως μόνο- δημιουργεί δυναμικές παρεμβάσεων στο εθνικό μας πρόβλημα, οι οποίες και θα οδηγήσουν σε κλιμακούμενες πιέσεις για επιτάχυνση ενός ιστορικού συμβιβασμού. Κάτι που για τη δική μας ειδικότερα πλευρά, θα μεταφρασθεί σε υποδείξεις για «τολμηρότερα βήματα» και πιο «ευέλικτες προσεγγίσεις». Όπως δηλαδή πάντοτε σε όλη τη μακρά διαδρομή του Κυπριακού συνέβαινε. Μόνο που αυτήν τη φορά είναι προβλεπτό πως οι πιέσεις θα είναι δραστικότερες. Και κατ’ ακρίβειαν βαναυσότερες. Καθώς οι παρεμβαλλόμενοι θεωρούν ότι «το πράμα δεν πάει άλλο». Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλέον πολλά περιθώρια.

Ό,τι και να συμβαίνει όμως, εκείνο που για μας επιβάλλεται -καθώς βρισκόμαστε συν τοις άλλοις και στις παραμονές της τριμερούς που εξαγγέλθηκε από τον Γ.Γ.- είναι:

1. Ανάγκη συλλογικών επιτέλους, αλλά προπαντός ουσιαστικών, αποφάσεων, με τις οποίες θα οριοθετούνται με απόλυτη ευκρίνεια τα πλαίσια του αποδεκτού στην πλευρά μας συμβιβασμού. Που σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να είναι ανώδυνος. Θα είναι αντιθέτως οδυνηρός.

2. Διατύπωση και επεξεργασία εναλλακτικών επιλογών, οι οποίες: Από τη μια θ’ αποβούν άξονες της διαπραγματευτικής μας στρατηγικής. Καθώς θα βρεθούμε αναποδράστως αντιμέτωποι με διαδικασίες «πάρε-δώσε», τις οποίες και δεν θα μπορέσουμε με τίποτε ν’ αποσοβήσουμε. Και από την άλλη θα δίδουν διόδους ασφαλείας, σε περίπτωση μοιραίου αδιεξόδου.

3. Προσδιορισμός των λεγομένων «κόκκινων γραμμών» της πλευράς μας, τις οποίες ό,τι και να συμβεί (κι έναντι πάσης θυσίας) δεν θα διασκελίσουμε. Αφού θα σχετίζονται δυνάμει με την ιστορική συνέχεια του κυπριακού πολιτειακού μορφώματος και κατά συνέπειαν με την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού σ’ αυτήν τη γεωγραφία. Και αυτά μεν μπορεί να φαίνονται «εις πρώτην ανάγνωσιν» απλουστευτικοί συλλογισμοί. Αλλά εάν αναλυθούν, οριοθετούν τις άμεσες στρατηγικές μας αναγκαιότητες. Οι οποίες και πρέπει επιτέλους να τεθούν επί τάπητος. Και να οπλισθούν με την αναγκαία συναινετική βούληση των πολιτικών ηγεσιών του τόπου. Για να οπλίσουν με τη σειρά τους: Και τη διαπραγματευτική μας δεινότητα και τις στρατηγικές μας αντιστάσεις, εκεί που αυτές θ’ απαιτηθούν.

Και να μην υπάρχει αμφιβολία ότι: Πολύ σύντομα, θα βρεθούμε στην ανάγκη να τις προτάξουμε. Αφού βεβαίως, πέραν αυτών, συναντιληφθούμε κάποιες μείζονες αναγκαιότητες που θα προκύψουν. Και οι οποίες θ’ αφορούν ξεκάθαρες επιλογές και αποφασιστική βούληση για προαγωγή τελικής λύσεως του προβλήματός μας. Η οποία και θα προέλθει μέσα από τραυματικές αποδοχές. Θέλουμε ή ου. Το θέμα όμως είναι: Οι οποιεσδήποτε οδυνηρές ρυθμίσεις, όχι απλώς να μη θέτουν εν κινδύνω την εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού (του μόνου εν πάση περιπτώσει που ευρίσκεται υπό πραγματική απειλή ολικής αλώσεως) αλλά και να διασφαλίζουν ιστορικό προσδόκιμο και του ιδίου και των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων.

Κι εν πάση περιπτώσει, τέτοιες ρυθμίσεις δεν είναι δυνατόν να είναι ασύμβατες προς τους κώδικες του Κοινοτικού Κεκτημένου. Στους οποίους η Κύπρος έχει μη αναστρεψίμως ενσωματωθεί. Ενώ από την άλλη πρέπει να γίνει αντιληπτό και να συνειδητοποιηθεί πλήρως απ’ όλους τους Έλληνες ότι εάν η Κύπρος αλωθεί, η πύλη προς το Αιγαίο θ’ ανοίξει διάπλατα στον Αττίλα και τις ορέξεις του…


Σχολιάστε εδώ