ΠΟΡΕΙΑ ΓΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ

H οικονομική κρίση μετεξελίσσεται γρήγορα σε πολιτική, με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, γιατί καταλήγει στην αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Γίνεται, με άλλα λόγια, πλατιά λαϊκή συνείδηση, πάνω από κόμματα και παραδοσιακές περιχαρακώσεις, ότι τα σημερινά οικονομικά δεινά και αδιέξοδα είναι απότοκα μιας πολιτικής χρεοκοπίας. Είτε γιατί το πολιτικό σύστημα εξέθρεψε και επέβαλε μια νοσηρή κομματοκρατία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία του κράτους, τη χρηστή διοίκηση και τον στρατηγικό σχεδιασμό για το μέλλον και την ανάπτυξη της χώρας. Είτε γιατί επέτρεψε να εξελιχθεί η ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη σε μπούμερανγκ. Ειδικότερα, γιατί δεν προετοίμασε σωστά τη χώρα. Γιατί καλλιέργησε τον εφησυχασμό για μια υποτιθέμενη ασφάλεια της Ελλάδος εντός της Ευρωζώνης. Γιατί συνέχισε την αλόγιστη πολιτική ενός καταναλωτισμού, τροφοδοτούμενου από εξωτερικό υπερδανεισμό, και παραμέλησε την παραγωγική δομή της χώρας και την αναπτυξιακή πολιτική.

•••

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΕΠΕΔΕΙΞΕ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΥΩΠΙΑ ΚΑΙ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ
ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΟΥ
ΘΑ ΕΙΧΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ
ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ ΑΚΡΑΤΟΥ
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν οφείλεται μόνο στις γνωστές και αναμφισβήτητες εσωτερικές αδυναμίες και παθογένειες. Οφείλεται επίσης στη σύμπλεξή τους με τα προβλήματα που δημιούργησε στην Ελλάδα το αδιάκριτο άνοιγμα των συνόρων. Όχι μόνο στις άλλες χώρες μέλη, αλλά και σʼ όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Αυτό ήρθε ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας και της θεσμικής επιβολής ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης ως επίσημης ευρωπαϊκής πολιτικής.

Η καταχρηστική αυτή ταύτιση της παγκοσμιοποίησης με την Ευρωπαϊκή Ιδέα άλλαξε ριζικά τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ειδικότερα, έθεσε σε πολύ δύσκολη θέση τις λιγότερο ανεπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες, όπως της Ελλάδος, για τους εξής συγκεκριμένους λόγους:

α. Οδήγησε σε άκριτο άνοιγμα των συνόρων με όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου.

Το άνοιγμα αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η τελευταία βασίσθηκε σʼ ένα σχετικά συγκρίσιμο επίπεδο ζωής και αναπτύξεως των χωρών μελών. Το άνοιγμα των συνόρων και ο ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ τους είναι λογική προϋπόθεση για την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά. Τι νόημα έχει όμως το άνοιγμα των συνόρων προς όλες τις τρίτες χώρες του κόσμου;

Ο ελεύθερος ανταγωνισμός με τρίτες χώρες χαμηλού κόστους καθίσταται άνισος για τις λιγότερο ανεπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές χώρες. Οι τελευταίες δεν παράγουν βιομηχανικά προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία, ώστε η εξαγωγή τους νʼ αναπληρώνει και νʼ αντισταθμίζει την πλημμυρίδα των φθηνών εισαγωγών από τρίτες χώρες. Το εμπορικό τους έλλειμμα εκτοξεύεται στα ύψη και μετατρέπεται, στη συνέχεια, σε εξωτερικό δανεισμό και υπερχρέωση. Η ελεύθερη σχεδόν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά των προϊόντων των τρίτων χωρών, με το πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους και του δικού τους εθνικού νομίσματος, επηρεάζει καταλυτικά τις εξαγωγές σε ευρώ των πιο αδύναμων ευρωπαϊκών χωρών. Χειρότερα ακόμη, οι χώρες αυτές χάνουν σταδιακά και την ίδια την εθνική τους αγορά. Από την άποψη αυτή, είναι ιδιαίτερα ενδεικτική η περίπτωση του τομέα των τροφίμων. Η Ελλάδα είχε, μέχρι τη δεκαετία του 1980, πλήρη σχεδόν επάρκεια τροφίμων. Έκανε, επιπλέον, σημαντικές εξαγωγές. Οι εξαγωγές της σήμερα συρρικνώθηκαν δραματικά. Αντιθέτως, οι εισαγωγές τροφίμων καλύπτουν περίπου το 70% της καταναλώσεως.

β. Με το άνοιγμα των συνόρων και τον ελεύθερο διεθνή ανταγωνισμό κατέστη εκ των πραγμάτων πολύ δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, η εφαρμογή εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής, που θα είχε στόχο να καλύψει την αναπτυξιακή καθυστέρηση της χώρας και να καταστήσει πιο ανταγωνιστική την οικονομία της.

γ. Ο ελεύθερος διεθνής ανταγωνισμός και τα ανοικτά σύνορα προς τις τρίτες χώρες κατέστησαν επίσης ανέφικτη την εφαρμογή αναπτυξιακής πολιτικής τύπου Κέινς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η τελευταία θα μπορούσε νʼ αναπληρώσει, σʼ έναν βαθμό, την έλλειψη εθνικής πολιτικής στα κράτη-μέλη. Η εφαρμογή πολιτικής τύπου Κέινς, που έχει στο επίκεντρό της τον στόχο της πλήρους απασχολήσεως, προϋποθέτει για την εφαρμογή της ελεγχόμενα σύνορα. Σε διαφορετική περίπτωση, η παροχή κινήτρων για την αύξηση της καταναλώσεως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε αύξηση της παραγωγής και ανάπτυξη, όπως επιδιώκεται. Θα οδηγούσε μάλλον σε αύξηση των φθηνότερων εισαγωγών από τρίτες χώρες.

δ. Η εφαρμογή πολιτικής νεοφιλελευθερισμού και παγκοσμιοποίησης σʼ ευρωπαϊκό επίπεδο υπονόμευσε επίσης, εκ των πραγμάτων, την εσωτερική συνοχή, σύγκλιση και αλληλεγγύη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Εφόσον ο ελεύθερος ανταγωνισμός ασκείται, με τους ίδιους σχεδόν όρους, προς τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και προς τις τρίτες χώρες, το αναπόφευκτο θύμα της πολιτικής αυτής είναι η συνεργατική αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών μελών. Η αλληλεγγύη υποκαθίσταται από τον ανταγωνισμό και η σύγκλιση καθίσταται όνειρο απατηλό, εφόσον δεν υποστηρίζεται από μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική τύπου Κέινς.

•••

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΗΓΕΣΙΕΣ
ΣΥΝΕΠΛΕΥΣΑΝ ΠΛΗΡΩΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έδειξε πλήρη ανικανότητα νʼ αντιληφθεί τις συνέπειες που θα είχε για την Ελλάδα η ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση. Αντιθέτως, από τη δεκαετία του ʼ90, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως, όταν άρχισε να προβάλλεται θορυβωδώς η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, ως δήθεν αναπόφευκτης ιστορικής εξελίξεως, οι ελληνικές ηγεσίες συνέπλευσαν πλήρως. Ακόμη χειρότερα, έφτασαν στο σημείο να εμφανίζονται, μʼ επαρχιώτικη έπαρση και αυταρέσκεια, ως ευρωπαϊκή «πρωτοπορία». Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στην απερίγραπτη «πολιτική» για τη λαθρομετανάστευση, την προβολή του ιδεολογήματος της λεγόμενης «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας και την άκριτη αναδοχή και προώθηση της προπαγάνδας για εθνική αποδόμηση, στον χώρο ιδίως της παιδείας.

Στον οικονομικό τομέα, με άλλοθι την «αναγκαία» προσαρμογή στην «αναπόφευκτη» παγκοσμιοποίηση, ταύτισαν τον εκσυγχρονισμό της χώρας με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Στο πνεύμα αυτό, εγκατέλειψαν οποιαδήποτε προσπάθεια στρατηγικού σχεδιασμού και εφαρμογής εθνικής πολιτικής. Η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός θα έρχονταν, με τη λογική αυτή, όχι ως αποτέλεσμα ενός στρατηγικού αναπτυξιακού προγράμματος αλλά ως ώριμος καρπός της «προσαρμογής» της χώρας στην παγκοσμιοποίηση.

•••

ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΟΥ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗ ΖΑΝ ΠΙΕΡ ΣΕΒΕΝΕΜΑΝ

Ο Ζαν Πιερ Σεβενεμάν υπήρξε στενός συνεργάτης του γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιττεράν και τρεις φορές υπουργός, αντιστοίχως Εμπορίου – Βιομηχανίας και Τεχνολογίας, Παιδείας και Εθνικής Άμυνας. Στο πολύ διαφωτιστικό πρόσφατο βιβλίο του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το τέλος της Γαλλίας;», κάνει την ανατομία της επιβολής του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, ήδη από τη δεκαετία του 1980, κάτω από τις πιέσεις των διεθνών πρωταγωνιστών του Θάτσερ και Ρίγκαν, και της παγκοσμιοποίησης από το 1991.

Ασκεί έντονη κριτική στην τότε γαλλική πολιτική ηγεσία, περιλαμβανομένου του γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιττεράν και του τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ. «Η Ευρώπη», υπογραμμίζει, «αντί να αποτελέσει αντίβαρο στον αγγλοσαξωνικό νεοφιλελευθερισμό, χρησιμοποιήθηκε ως Δούρειος Ίππος του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Οι Συνθήκες του Λουξεμβούργου και του Μάαστριχτ εγκαθίδρυσαν στην ήπειρό μας την απορρύθμιση, που είναι η πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού».

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην Ενιαία Πράξη, που ενεκρίθη ήδη από το 1985 και επικυρώθηκε το 1987. «Η Ενιαία Πράξη προέβλεπε, υπό την ασφυκτική πίεση της Θάτσερ, την πλήρη απελευθέρωση της κινήσεως των κεφαλαίων, περιλαμβανομένων των τρίτων χωρών. Η ίδια συνθήκη κατέστησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον φύλακα του “ανταγωνισμού”, λέξη κλειδί που ανεδείχθη σε δόγμα και στο όνομα του οποίου κατεδιώχθη στο εξής η βιομηχανική πολιτική και απελευθερώθησαν οι δημόσιες υπηρεσίες».

«Η συνθήκη», συνεχίζει ο Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, «πέρασε από την Εθνοσυνέλευση σαν γράμμα στο ταχυδρομείο. Κανείς δεν εξήγησε στους βουλευτές τι σήμαινε η απελευθέρωση της κινήσεως των κεφαλαίων. Υπήρχε ακόμη τότε η ρήτρα της δημοσιονομικής εναρμονίσεως. Αργότερα όμως, το 1989, έφυγε και αυτή, υπό την πίεση του καγκελαρίου Κολ, παρά την έντονη αντίθεση του γερμανού υπουργού Οικονομίας Γκέρχαρντ Στόλτενμπεργκ, ο οποίος υπέβαλε γιʼ αυτό την παραίτησή του».

•••

ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ
ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

«Με την Ενιαία Πράξη», υπογραμμίζει ο Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, «άνοιξε ο δρόμος για τις μετεγκαταστάσεις βιομηχανιών και την κυριαρχία των αγορών». Αυτό είχε πολύ ιδιαίτερη σημασία, σε συνδυασμό με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ήδη από το 1964, περί αυτονομίας και, κατά συνέπειαν, υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου επί του Εθνικού.

Με βάση την Ενιαία Πράξη, ο Ζακ Ντελόρ εξέδωσε την Οδηγία 88/361/EEL/1988, σε συνεργασία με τον Pascal Lamy, που ήταν τότε διευθυντής του Γραφείου του. Η τελευταία προέβλεπε την πλήρη απελευθέρωση της κινήσεως των κεφαλαίων, το θέρος του 1990.

Όχι μόνο στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά επίσης μεταξύ των χωρών μελών της και των τρίτων χωρών.

Με το καθεστώς αυτό δεν υπάρχει καμιά προστασία από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια hedge funds, που δρουν, κατά το πλείστον, με αφετηρία φορολογικούς παραδείσους.

Η οδηγία αυτή περιελήφθη, ως άρθρο 63, στην τελευταία Ευρωπαϊκή Συνθήκη της Λισσαβώνος με την εξής ακριβώς διατύπωση: «Οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων, όπως επίσης στις πληρωμές, απαγορεύονται, τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και μεταξύ αυτών και των τρίτων χωρών».

Ποιες ήταν οι συνέπειες για τη Γαλλία από την εφαρμογή της πολιτικής αυτής; Κατά τον γάλλο γερουσιαστή, οι γαλλικές επενδύσεις στο εξωτερικό πολλαπλασιάσθηκαν επί 11 και ανήλθαν από 80 δισ. το 1980 σε 800 δισ. ευρώ το 2006.

Πρέπει να χαιρόμαστε, αναρωτιέται, για την έξοδο αυτή από τη χώρα των γαλλικών αποταμιεύσεων; Κατά τον ίδιο τρόπο και σε συνάρτηση με το ευρώ, επισημαίνει την πτώση του ποσοστού της γαλλικής βιομηχανίας στο εθνικό προϊόν από 22% στο 14%, μεταξύ 1998 και 2009, και τον τετραπλασιασμό του ελλείμματος, σε βάρος της Γαλλίας, στις γαλλογερμανικές ανταλλαγές, μεταξύ 1982 και 2009. Σημειώνει επίσης τη μείωση των εργαζομένων στη βιομηχανία στη Γαλλία από 6 εκατ. σε 3,5 εκατ., μεταξύ 1982 και 2008.

•••

ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΓΚ
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ

Ο Ζαν Πιερ Σεβενεμάν καταλήγει στο βιβλίο του με την παρατήρηση ότι «είκοσι χρόνια μετά την πλήρη φιλελευθεροποίηση της κινήσεως των κεφαλαίων, η ίδια αυτή πολιτική και αρχή του χρηματιστικού καπιταλισμού έχει στραφεί εναντίον του. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης», επισημαίνει «για νʼ αντιληφθεί ότι σε μια οικονομία με μέσο όρο αναπτύξεως 3%, η επιζήτηση κεφαλαιακών αποδόσεων 15% είναι ανέφικτη».

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το ευρώ, υπογραμμίζει ότι «η Συνθήκη του Μάαστριχτ, αρνούμενη τα έθνη, οικοδόμησε την Ευρώπη πάνω στην άμμο. Είκοσι χρόνια μετά, τίθεται επειγόντως το δίλημμα είτε να γίνει αλλαγή των κανόνων του ευρώ είτε να θέσουμε τέλος σε μια κακοσχεδιασμένη φιλοδοξία».

Η πολύ αυστηρή αυτή κριτική του γάλλου πολιτικού για την ταύτιση της Ευρώπης με τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση δείχνει τον βαθύ προβληματισμό που υπάρχει σε πολλές χώρες της Ευρώπης για την πολιτική αυτή και τις συνέπειές της, ακόμη και σε μεγάλες βιομηχανικές χώρες, όπως είναι η Γαλλία.

Ήδη από τη δεκαετία του 1980, ο μεγάλος γάλλος οικονομολόγος Maurice Allais, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας το 1989, είχε κατακρίνει έντονα το αδιάκριτο άνοιγμα των συνόρων, με την πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.

Είχε επισημάνει τους κινδύνους της εικονικής οικονομίας και της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, σε γιγαντιαίες διαστάσεις, σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, της παραγωγής και της βιομηχανίας. Είχε επισημάνει επίσης τον κίνδυνο αποτελματώσεως της Ευρώπης, με χαμηλή ανάπτυξη, υψηλή ανεργία, ελλείμματα και μετεγκαταστάσεις βιομηχανιών.

Είχε προτείνει γιʼ αυτό, η Ευρώπη να εισάγει μόνο το 10% των προϊόντων που έχει ανάγκη, παραγομένου του άλλου 90% στην ίδια την Ευρώπη. Θα μπορούσε, κατʼ εξαίρεση, να εισάγει το 20% μόνο στον τομέα των γεωργικών προϊόντων, για να βοηθήσει τις χώρες του Τρίτου Κόσμου.

•••

Η ΕΛΛΑΔΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ
ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΥΣΗ
ΚΑΙ «ΣΩΤΗΡΙΑ» Η ΦΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ, ΠΡΟΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΚΟΜΗ
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ,
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ

Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπʼ όψιν και το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί έναν ασθενή κρίκο του ευρωπαϊκού συστήματος, συνειδητοποιεί κανείς το μέγεθος των ευθυνών των ελληνικών πολιτικών ηγεσιών μπροστά στην πρόκληση που έθετε για την Ελλάδα η πολιτική αυτή, σε συνάρτηση αργότερα με την ένταξη στην Ευρωζώνη. Το πρόβλημα αντιμετωπίσθηκε ως να μην υπήρχε. Χειρότερα ακόμη, όπως ήδη αναφέρθηκε, ελληνικές κυβερνήσεις και πολιτικές ηγεσίες, σε πολλές περιπτώσεις, πλειοδοτούσαν.

Η αντιμετώπιση σήμερα του προβλήματος δεν μπορεί να γίνει με μια νέα φυγή προς τα εμπρός, προς την ίδια κατεύθυνση. Μʼ ένα νέο, χειρότερο Μνημόνιο και δανειακή σύμβαση, που υποθηκεύει την εθνική κυριαρχία, ξεπουλά τον εθνικό πλούτο και στρατηγικής σημασίας δημόσιες επιχειρήσεις, αλλοτριώνει τον έλεγχο κρισίμων γεωπολιτικών κεφαλαίων της χώρας, όπως είναι στρατηγικά λιμάνια, αεροδρόμια, ορυκτός πλούτος, που προάγει την περιθωριοποίηση του κράτους και την εθνική αποδόμηση.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που αντιμετωπίζει όχι μόνο οικονομικά, αλλά και προβλήματα εθνικής ασφάλειας. Είναι αδιανόητο να συζητά προτάσεις για ανεξάρτητο δήθεν φορέα αποκρατικοποιήσεων, υπό την εποπτεία ξένων «τεχνοκρατών», και εγκατάσταση ξένων ελεγκτών στις ελληνικές εφορίες, ως δήθεν «συμβούλων».

Η κυβέρνηση, αντί να επανορθώσει το μέγα ολίσθημα της πρώτης παράνομης, αντισυνταγματικής και πρωτοφανούς δανειακής συμβάσεως, που υποθηκεύει την ελληνική εθνική κυριαρχία, προδιαγράφει συνέχιση της ίδιας πολιτικής σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Η φυγή αυτή προς τα εμπρός, μετά την καταφανή αποτυχία του πρώτου Μνημονίου, δεν αποτελεί λύση και «σωτηρία» της Ελλάδος. Είναι εμμονή προς μια αδιέξοδη και καταστροφική πολιτική.

Το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι μόνο εσωτερικό. Είναι επίσης ευρωπαϊκό, στο μέτρο που η ευρωπαϊκή πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης βλάπτει υπέρμετρα και δυσανάλογα την Ελλάδα.

Είναι χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή, το βάρος του εμπορικού ελλείμματος που τροφοδοτεί συνεχώς το εξωτερικό χρέος και επηρεάζει δευτερογενώς και το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Η Ελλάδα πρέπει να χαράξει κόκκινες οριοθετικές γραμμές και να διαπραγματευθεί μέσα σʼ αυτές την αντιμετώπιση του εξωτερικού χρέους και των ελλειμμάτων της. Δεν μπορούν νʼ αντιμετωπισθούν τα θέματα αυτά με τη διάσπαση της συνοχής της ελληνικής κοινωνίας, το ξεπούλημα των παραγωγικών της πόρων, την αποσάθρωση του εθνικού κράτους και τη διακινδύνευση της εθνικής άμυνας και ασφάλειας. Δεν μπορούν επίσης νʼ αντιμετωπισθούν χωρίς την άσκηση μιας πραγματικής αναπτυξιακής πολιτικής, που μόνη μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά πλεονάσματα. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα πρέπει να υπερβεί τα εμπόδια που θέτει η ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη πολιτική, διαπραγματευόμενη σκληρά και επικαλούμενη την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, στην οποία βρίσκεται, και λόγους εθνικής ασφάλειας.

Η λαϊκή εξέγερση, που σηματοδοτείται, πέρα από κόμματα και παρωχημένους ιδεολογικούς φραγμούς, από τις πρωτοφανείς συγκεντρώσεις στις πλατείες, στέλνει ένα σαφές μήνυμα ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη ανοχή στην ακολουθούμενη αδιέξοδη και καταστροφική πολιτική και ότι απαιτείται μια άλλη πορεία προς την εθνική ανασυγκρότηση της χώρας και όχι την εθνική αποδόμηση.


Σχολιάστε εδώ