ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ;
H στρατηγική των διακοινοτικών συνομιλιών δεν είναι, βεβαίως, νέα. Επεβλήθη ήδη από το 1974, με πρωταγωνιστική διπλωματική δράση του βρετανικού παράγοντα. Η στρατηγική αυτή επεδίωκε εξαρχής την υποβάθμιση των ευθυνών της Τουρκίας, τη διεθνή προβολή του Κυπριακού ως εσωτερικής διακοινοτικής διαμάχης αντί ως θέματος εισβολής και κατοχής, και τη διατήρηση του Κυπριακού σ’ ένα ελεγχόμενο και σχετικά προνομιακό για τον αγγλοαμερικανικό και τουρκικό παράγοντα διπλωματικό πλαίσιο, χωρίς την ενοχλητική εμπλοκή άλλων δυνάμεων, όπως ήταν τότε η Σοβιετική Ένωση.
Η ελληνική πλευρά δέχθηκε, από θέση αδυναμίας, τη στρατηγική αυτή. Το έκανε με την ελπίδα ότι θα ήταν ενδεχομένως εφικτή μια συμβιβαστική διευθέτηση, με αποδεκτή συνταγματική δομή και επιστροφή κατεχομένων εδαφών, υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα.
Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς σε όλο το ιστορικό των διακοινοτικών συνομιλιών για να διαπιστώσει πού οδήγησαν. Μέσα από διαδοχικές φάσεις, διέψευσαν τις ελπίδες που τις συνόδευσαν, επιβεβαίωσαν την άκρατη και διαχρονική τουρκική αδιαλλαξία και εκφυλίσθηκαν τελικά, με ενεργό αγγλοαμερικανική υποστήριξη των τουρκικών θέσεων, στο γνωστό ολέθριο Σχέδιο Ανάν.
Ήδη ο Πρόεδρος Μακάριος είχε επισημάνει τον κίνδυνο των ατέρμονων και ατελέσφορων διακοινοτικών συνομιλιών, που γίνονται για την άλλη πλευρά διπλωματική τακτική και αυτοσκοπός. Για την κατατριβή του θέματος, τον διεθνή αποπροσανατολισμό, την αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού και την απόσπαση συνεχών παραχωρήσεων από την ελληνική πλευρά, που κεφαλαιοποιούνται για μια «λύση» στη βάση των τετελεσμένων γεγονότων.
Στο πνεύμα αυτό, μετά τις διαψεύσεις που δοκίμασε και την ψηλάφηση της ωμής τουρκικής αδιαλλαξίας απέναντι σε οδυνηρές ελληνικές υποχωρήσεις, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απεφάσισε ριζική αλλαγή πλεύσεως: στροφή προς τον μακροχρόνιο αγώνα και σταθερή προβολή του Κυπριακού ως θέματος εισβολής και κατοχής. Αυτό ήταν το νόημα της τελευταίας ομιλίας του από τον προμαχώνα των τειχών της Λευκωσίας, λίγο πριν από τον θάνατό του.
Οι τελευταίες υποθήκες του δεν άντεξαν στις πιέσεις για τη συνέχιση, μεταγενεστέρως, της ίδιας πολιτικής. Δόθηκε μόνο μεγαλύτερη σχετικά έμφαση στο πλαίσιο, τους όρους και τις προϋποθέσεις των συνομιλιών αυτών. Παρ’ όλ’ αυτά, οι διολισθήσεις δεν απεφεύχθησαν. Μία από αυτές ήταν η αποδοχή ως πλαισίου αναφοράς της λεγόμενης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η τελευταία παρουσιάσθηκε μάλιστα εκ των υστέρων ως παραχώρηση από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και, μετέπειτα, τον Πρόεδρο Σπύρο Κυπριανού.
Στην πραγματικότητα, ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος απεδέχθησαν ποτέ την ιδέα και την ορολογία της διζωνικής. Από την ελληνική πλευρά έγινε επί Προεδρίας Βασιλείου. Τότε, μάλιστα, ενσωματώθηκε, για πρώτη φορά, με ανοχή της ελληνικής πλευράς, ο όρος της διζωνικής σε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Συγκεκριμένα, στα ψηφίσματα 649/90 και 750/92, στο πλαίσιο των διεργασιών για την προώθηση των «Ιδεών Γκάλι» ως σχεδίου λύσεως του Κυπριακού.
Ασφαλώς, η ιδέα της διζωνικής, με τη γενικότερη έννοια της αποδοχής του εδαφικού διαχωρισμού, άρχισε να προβάλλεται επιτακτικά από την Άγκυρα και τους συμμάχους της από τη Διάσκεψη ήδη της Γενεύης, πριν ακόμη από την ολοκλήρωση της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Μετά τη δημιουργία των τετελεσμένων γεγονότων, η ιδέα αυτή παρουσιάσθηκε ως, κατά κάποιον τρόπο, αναπόδραστη και «ρεαλιστική». Συζητήθηκε, συγκεκριμένα, στη Σύσκεψη των Αθηνών, το 1974, παρόντος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του προεδρεύοντος τότε Γλαύκου Κληρίδη. Συζητήθηκε όμως με τη γενικότερη μορφή μιας πολυπεριφερειακής ή, αργότερα, διπεριφερειακής ομοσπονδίας. Δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο οποιαδήποτε αναφορά σε διζωνική.
Αντιθέτως, ο ίδιος θεωρούσε ότι μια τέτοια «λύση» θα διασπούσε αμετακλήτως την ενότητα του κράτους. Θα δημιουργούσε εδαφικά σύνορα. Θα νομιμοποιούσε τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής και θα υπονόμευε θανασίμως το μέλλον και την επιβίωση του Ελληνισμού της Κύπρου. Στο θέμα αυτό είναι γνωστό ότι δεν υπήρχε σύμπτωση απόψεων μεταξύ Μακαρίου και Γλαύκου Κληρίδη. Η διάσταση απόψεων εξελίχθηκε μάλιστα, αργότερα, σε αποπομπή του δευτέρου, όταν ως συνομιλητής έδωσε στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς προτάσεις επί του εδαφικού εκτός των οδηγιών του Προέδρου Μακαρίου.
Είναι γνωστό επίσης ότι, κατά την περίοδο αυτή, οι θέσεις του ΑΚΕΛ, που υπεστήριζε τον Μακάριο, μετεξελίχθησαν προς την κατεύθυνση της διζωνικής και προσήγγισαν περισσότερο τις θέσεις Κληρίδη.
***
ΤΟ ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΟΥ 2004 ΚΑΙ
Ο ΝΕΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ
Το 2004 είναι ορόσημο από διπλή άποψη. Πρώτον, για την απόρριψη, με συντριπτική πλειοψηφία, πέρα από θέσεις κομμάτων, του Σχεδίου Ανάν και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεύτερον, για την έναρξη ενός νέου κύκλου διακοινοτικών συνομιλιών και την αποτυχία της ελληνικής πλευράς να αξιοποιήσει το νέο στρατηγικό πλαίσιο που παρέχει η ένταξη για τη χάραξη μιας νέας στρατηγικής στο Κυπριακό. Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, σε συνδυασμό με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιούργησε νέα κατάσταση και προσέφερε ιστορική ευκαιρία για τη χάραξη νέας στρατηγικής στο Κυπριακό, με βάση τα νέα δεδομένα.
Συγκεκριμένα, το Σχέδιο Ανάν παρουσιάσθηκε ως η σύνθεση των αποτελεσμάτων στα οποία είχαν καταλήξει διαχρονικά οι διακοινοτικές συνομιλίες και ως το συγκεκριμένο περιεχόμενο μιας λύσεως βασισμένης στις συμφωνημένες από τις δύο πλευρές αρχές της διζωνικής ομοσπονδίας.
Ποια ήταν όμως η απάντηση του λαού; Η κατάπληξη για την αποδοχή από τις διαδοχικές ηγεσίες του αδιανόητων παραχωρήσεων, που μετέτρεπαν την ελληνική πλειοψηφία σε όμηρο της τουρκοκυπριακής μειοψηφίας, ελεγχόμενης μάλιστα από τους εποίκους και την Άγκυρα, και ολόκληρη την Κύπρο σε προτεκτοράτο, με άδηλο το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού.
Η οργισμένη απόρριψη του Σχεδίου δεν είχε πλέον καμία σχέση με υπαγορεύσεις κομμάτων. Εκπορευόταν από ένα βαθύ ιστορικό ένστικτο εθνικής επιβιώσεως και ελευθερίας.
Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση σηματοδότησε μια πραγματική στρατηγική ανατροπή στη θέση της Κύπρου. Συγκεκριμένα, για τρεις βασικούς λόγους: Πρώτον, γιατί η ισότιμη συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους θεσμούς της επιβεβαιώνει και ενισχύει τη διεθνή της υπόσταση. Δεύτερον, γιατί το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, που βασίζεται στις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου και στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελεί για την Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεωτικό νομικό καθεστώς. Τρίτον, γιατί η Κύπρος με την ένταξή της πέτυχε τη στρατηγική υπερφαλάγγιση της Τουρκίας σ’ έναν ζωτικό γι’ αυτή διεθνή χώρο όπως είναι η Ευρώπη. Για να ενταχθεί, π.χ., η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και για οποιαδήποτε άλλη στρατηγική σχέση μ’ αυτήν, έχει ανάγκη από τη θετική ψήφο της Κύπρου, έστω κι αν η ψήφος αυτή υπόκειται, προφανώς, σε ευρύτερα πλέγματα επιρροών, συσχετισμών και ισορροπιών.
****
ΓΙΑΤΙ, ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΥΤΑ, ΔΕΝ ΧΑΡΑΧΘΗΚΕ
ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ;
Το ερώτημα παραμένει: Γιατί, με βάση τα νέα αυτά δεδομένα, δεν χάραξε η ελληνική πλευρά μια νέα στρατηγική; Γιατί, χειρότερα ακόμη, έσπευσε να επανεγκλωβισθεί, με τους ίδιους ουσιαστικά όρους, σ’ ένα διπλωματικό πλαίσιο στο οποίο εξακολουθούν να κυριαρχούν και να βυσσοδομούν κατά της Κύπρου οι ίδιοι εμπνευστές και αρχιτέκτονες του Σχεδίου Ανάν;
Λογικά θα ανέμενε κανείς να χαραχθεί μια νέα πορεία, που θα είχε ως κύριους άξονες: Πρώτον, τον σεβασμό της θελήσεως του κυπριακού λαού, όπως εκφράσθηκε στο δημοψήφισμα, με την απόρριψη ως πακέτου του Σχεδίου Ανάν και της φιλοσοφίας του. Δεύτερον, τη διεκδίκηση, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, του ευρωπαϊκού κεκτημένου ως βάσεως για τη λύση του Κυπριακού.
Με ποια λογική θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή στην Κύπρο η ανατροπή της δημοκρατικής αρχής και η υποδούλωση της πλειοψηφίας στη μειοψηφία ή η εκτροπή γενικά από την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου; Με ποια λογική επίσης θα μπορούσε να εξαιρεθεί η Κύπρος από την πλήρη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων; Είναι γνωστό ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί αναγνωρίζουν ως θεμελιώδη αρχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Απεδέχθησαν μάλιστα να ενταχθεί ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Συνθήκη της Λισσαβώνος, ως αναπόσπαστο μέρος της.
Προφανώς, ο μόνος τρόπος για την εξαίρεση της Κύπρου είναι να δεχθεί η ίδια την εξαίρεσή της, χάριν μιας συμφωνίας για τη «λύση» του Κυπριακού, και να συνεργασθεί στη μεθόδευση μιας εύσχημης παρακάμψεως του ευρωπαϊκού κεκτημένου και της Συνθήκης της Λισσαβώνος.
****
ΠΙΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ. ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΤΟΥ «ΟΧΙ»
Ένας από τους στόχους της επικοινωνιακής εκστρατείας που εξαπολύθηκε κατά του Προέδρου Παπαδόπουλου, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, ήταν να παραμείνει στο ίδιο διπλωματικό πλαίσιο, να μη θέσει δηλαδή υπό αμφισβήτηση το αρνητικό κεκτημένο που είχε δημιουργηθεί με τους αλλεπάλληλους γύρους διακοινοτικών συνομιλιών σε βάρος της ελληνικής πλευράς και το οποίο είχε απορριφθεί με τη συνολική μορφή του Σχεδίου Ανάν. Να μην αξιοποιήσει, επίσης, ως νέα βάση για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού το νέο στρατηγικό πλεονέκτημα της εντάξεως της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Οι πιέσεις δεν ήταν, δυστυχώς, μόνο εξωτερικές. Ασκήθηκαν παραλλήλως και έντονες εσωτερικές πιέσεις από κυβερνητικούς εταίρους και από την αντιπολίτευση.
Η συμφωνία Γκαμπάρι αποτέλεσε σημείο στροφής για την προοπτική επανενάρξεως των διακοινοτικών συνομιλιών, με επιφυλακτική πρόνοια τη διαπίστωση προηγουμένως κοινού εδάφους μεταξύ των δύο μερών ώστε να είναι δυνατή η διεξαγωγή παραγωγικών συνομιλιών. Η υποβολή αυτόνομης υποψηφιότητας από το ΑΚΕΛ στις Προεδρικές εκλογές του 2008 διέσπασε το μέτωπο του «Όχι» και η εκλογή του υποψηφίου του ΑΚΕΛ άλλαξε σημαντικά τα δεδομένα. Η εμμονή στο ίδιο διπλωματικό πλαίσιο, εμπλουτισμένη με μια προωθημένη προσεγγιστική πολιτική προς τους Τουρκοκυπρίους, διακηρύχθηκε ως επίσημη πολιτική. Ο νέος Πρόεδρος είχε ήδη αυτοπροβληθεί στις εκλογές ως «Πρόεδρος λύσης». Τι σημαίνει όμως μια τέτοια αυτοπροβολή όταν μεσολάβησαν «ευέλικτοι» Πρόεδροι, όπως ο Γιώργος Βασιλείου και ο Γλαύκος Κληρίδης, που είναι υπεράνω κάθε υποψίας ότι δεν ήθελαν «λύση»; Είναι δυνατόν επίσης να επιρρίπτεται στην ελληνική πλευρά η ευθύνη για τη μη εξεύρεση λύσεως και να υποθάλπονται εκ των πραγμάτων ξένες κατηγορίες, όπως αυτές που εκτοξεύτηκαν κατά του Προέδρου Παπαδόπουλου, ότι δεν ήθελε δήθεν λύση;
Η επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών έγινε, υποτίθεται, μετά τη διαπίστωση κοινού εδάφους. Προφανώς όμως επρόκειτο για εποικοδομητικό διφορούμενο, εφόσον είναι γνωστό ότι η τουρκική πλευρά εμμένει, υπό τον μανδύα της ομοσπονδίας, σε δύο χωριστά, ισότιμα, ισοκυρίαρχα κράτη. Υπενθυμίζεται ότι η «Βουλή» του «ψευδοκράτους» απεκήρυξε, την 29η Αυγούστου 1994, την ομοσπονδία ως λύση του Κυπριακού. Υπεστήριξε, αντιθέτως, συνομοσπονδία δύο κρατών υπό τη μορφή ενός ισότιμου συνεταιρισμού δύο κρατών. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από πλήθος δηλώσεων Τούρκων και Τουρκοκυπρίων επισήμων, όπως επίσης από τις θέσεις που κατατίθενται στο τραπέζι των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων.
****
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΗ
ΚΟΙΝΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ;
Εάν εξετάσει κανείς, με κάθε αντικειμενικότητα, τις διεξαγόμενες συνομιλίες, η παρουσιαζόμενη ως «πρόοδος» από τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, υπό την αιγίδα του οποίου διεξάγονται οι διακοινοτικές συνομιλίες, όπως επίσης και από τον ειδικό αντιπρόσωπό του Ντάουνερ, συνίσταται ουσιαστικά σε παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς:
n Κατά πρώτο λόγο, το κοινό ανακοινωθέν της 23ης Μαΐου, το οποίο αναφέρεται σε ισότιμο συνεταιρισμό δύο συνιστώντων κρατών.
n Οι παραχωρήσεις στο κεφάλαιο Διακυβέρνηση, περιλαμβανομένης σ’ αυτό της εκ περιτροπής Προεδρίας και της σταθμισμένης ψήφου.
n Οι παραχωρήσεις στο θέμα της παραμονής εποίκων.
n Η διφορούμενη βάση συζητήσεως σε πολλά άλλα κεφάλαια, όπως είναι το περιουσιακό, το οικονομικό, η εκπροσώπηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις διεθνείς σχέσεις.
n Η αποδοχή προτάξεως από την τουρκική πλευρά των θεμάτων που αξιοποιούνται καταλλήλως για την απόσπαση παραχωρήσεων και για την προβολή του «ψευδοκράτους» ως επικράτειας των Τουρκοκυπρίων και όχι ως κατεχόμενου μέρους της Κύπρου. Η παραπομπή, αντιθέτως, του εδαφικού, π.χ., στο τέλος της διαπραγματεύσεως.
Στο πλαίσιο αυτό, αναρωτιέται κανείς τι σημαίνει ακριβώς η σύγκλιση, για την οποία γίνεται λόγος, σε κεφάλαια όπως η ΕΕ και η οικονομία, και αν ο κυπριακός λαός έχει πραγματικά αντιληφθεί το νόημα της συγκλίσεως σ’ αυτά τα κεφάλαια και πού θα οδηγούσε μια «λύση» τέτοιων προδιαγραφών.
Πρέπει όμως να επισημανθεί επίσης ότι, εκτός από τις επίσημες παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, υπάρχει και μια άλλη σειρά πολιτικών, που εντάσσονται στο ίδιο πνεύμα και προωθούνται ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την προετοιμασία και την υποδοχή της λύσεως:
n Κατά πρώτο λόγο, η προσεγγιστική πολιτική προς τους Τουρκοκυπρίους. Κανείς δεν έχει αντίρρηση για μια τέτοια πολιτική, υπό την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει μια πραγματικά κοινή βάση και δεν είναι μονόπλευρη. Ο πρόσφατος ξεσηκωμός των Τουρκοκυπρίων κατά της Άγκυρας είναι θετική εξέλιξη. Η σημασία της όμως δεν πρέπει να υπερτιμάται. Δεν κάνουμε διάκριση μεταξύ αριστερής και δεξιάς κατοχής ούτε μεταξύ Τουρκοκυπρίων και εποίκων σφετεριστών της πατρίδας μας.
n Κατά δεύτερο λόγο, τα Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να γίνουν άλλοθι για την αγνόηση και την ανοχή της τουρκικής κατοχής και για την εξομάλυνση της καταστάσεως, με βάση τα τετελεσμένα.
n Κατά τρίτο λόγο, η πολιτική στην παιδεία, που ζήλωσε τη δόξα της πολιτικής που εγκαινίασε στο ελληνικό υπουργείο Παιδείας η κυβέρνηση Σημίτη.
n Κατά τέταρτο λόγο, η εσκεμμένη υποβάθμιση του εθνικού παράγοντα και η συστηματική προβολή των ιδεολογημάτων της παγκοσμιοποίησης για δήθεν «πολυπολιτισμική» κοινωνία και για μεταεθνικό κράτος.
Είναι τραγικό μια χώρα που αντιμετωπίζει την τουρκική κατοχή και επιβουλή για ολόκληρη την Κύπρο να υποσκάπτει η ίδια τα θεμέλια πάνω στα οποία επιβίωσε μέσα από αιώνες και χιλιετίες ο Ελληνισμός της Κύπρου και διατήρησε την ταυτότητα και τον πολιτισμό του.
Αξίζει από την άποψη αυτή να αναφερθεί τι λέει σχετικά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Στρατηγικό Βάθος»: «Εκείνες οι κοινωνίες που, έχοντας χάσει την αυτοπεποίθησή τους, αποδέχθηκαν να γίνουν τα περιφερειακά στοιχεία άλλων κοινωνιών, ύστερα από ψυχολογική κατάρρευση, θα μείνουν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο της στρατηγικής τους διάλυσης». Το ίδιο ισχύει για την ακολουθούμενη πολιτική έναντι της μαζικής λαθρομεταναστεύσεως, που ισοδυναμεί με έναν ασύμμετρο εποικισμό.
****
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ακολουθούμενη πολιτική οδηγεί επικίνδυνα προς επανεγκλωβισμό της ελληνικής πλευράς σε μια νέα επιδιαιτησία. Ο στόχος είναι προφανής: είτε εκβιασμός της ελληνικής πλευράς για την αποδοχή απαράδεκτης λύσεως τύπου Σχεδίου Ανάν είτε επίρριψη σ’ αυτήν ευθυνών για τη μη λύση και προώθηση ντε φάκτο αναγνωρίσεως του «ψευδοκράτους».
Η συνομοσπονδιακού τύπου «λύση» δύο κρατών που επιδιώκει η Άγκυρα είναι ασυμβίβαστη με την επιβίωση του Ελληνισμού της Κύπρου. Δεν επιτρέπονται στο θέμα αυτό ούτε νέα λάθη ούτε κομματισμοί και φανατισμοί. Οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές έφεραν μόνο οριακές αλλαγές. Η μεγάλη αποχή πρέπει να τους ανησυχήσει όλους γιατί είναι σαφής ένδειξη μιας γενικότερης κρίσεως του πολιτικού συστήματος. Πρέπει επίσης να μη σπεύδουν πολλοί να ερμηνεύουν τα ποσοστά των κομμάτων σε σχέση με το εθνικό θέμα και την ακολουθούμενη πορεία. Όπως έδειξε περίτρανα το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν, τα κομματικά ποσοστά ανατρέπονται όταν το θέμα δεν είναι κομματικό ή ιδεολογικό, αλλά περί εθνικής υπάρξεως.