H εκτόξευση των γερμανών Πράσινων
Ύστερα από τον θρίαμβο στη Βάδη Βυτεμβέργη, οι Πράσινοι ανέβηκαν σε πανγερμανικό επίπεδο στο 28%, μια ανάσα από τους Χριστιανοδημοκράτες και σημαντικά μπροστά από τους Σοσιαλδημοκράτες. Πρόκειται για τα στοιχεία των τελευταίων δημοσκοπήσεων στη Γερμανία, βάσει των οποίων είναι εμφανής η πλειοψηφία του πρασινοκόκκινου μπλοκ.
Βέβαια, η εντυπωσιακή άνοδος των γερμανών Πράσινων δεν ήρθε ξεκάρφωτα. Οφείλεται στις δράσεις και στο προγραμματικό προφίλ τους, που έχει καταφανώς θετικό πρόσημο. Ταυτόχρονα έχει να κάνει με την κρίση του πολιτικού συστήματος στη χώρα. Η κρίση αυτή αποτυπώθηκε και σε αριθμούς ήδη από τις προηγούμενες εκλογές, όταν τα δυο μεγάλα κόμματα απώλεσαν πάνω από το 13% του εκλογικού σώματος και αθροιστικά η δύναμή τους συρρικνώθηκε από το 69,5% στο 56,3%. Το ποσοστό αυτό ήταν το χαμηλότερο μεταπολεμικά, αφενός αθροιστικά, αφετέρου για τους Χριστιανοδημοκράτες και πολύ περισσότερο για τους Σοσιαλδημοκράτες, που καθηλώθηκαν στο 23%. Η μεγάλη πτώση του δικομματισμού ήταν επόμενο να οδηγήσει σε διψήφιο νούμερο και τα τρία κοινοβουλευτικά κόμματα, Αριστερά, Φιλελεύθερους και Πράσινους, που με σχεδόν 11%, το μεγαλύτερο που συγκέντρωσαν σε βουλευτικές σε ομοσπονδιακό επίπεδο, έμειναν πέμπτη πολιτική δύναμη.
Το γεγονός ότι οι Πράσινοι έμειναν πίσω από άλλα δυο κόμματα, φαίνεται μάλλον να ήταν η εκλογική έκπληξη, άσχετα αν δεν αξιολογήθηκε στις σωστές διαστάσεις τότε από τους διάφορους αναλυτές. Οι βασικές αιτίες ήταν δύο:
1. Μεγάλο μέρος των απωλειών των Σοσιαλδημοκρατών τις καρπώθηκε η Αριστερά, που με την προσθήκη του Λαφοντέν στην ηγετική της ομάδα, «ακουμπούσε τις χορδές» της λεγόμενης αριστερής πτέρυγας του SPD. Οι ψηφοφόροι αυτοί σε μεγάλο ποσοστό, πιθανά και κάποιοι από την παραδοσιακή βάση της, δεκαοχτώ μήνες μετά δεν δείχνουν να πείθονται για την ορθότητα της τότε επιλογής τους, αλλά και να μην επιστρέφουν στις πρότερες πολιτικές τους συνήθειες. Επιδίωξή τους πάντα είναι η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.
2. Απρόσμενη ήταν η εκτίναξη των Φιλελευθέρων, κόμματος αρκετά συμπαθούς σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η επιλογή τους όμως, πέρα από την απαξίωση του δικομματισμού, περισσότερο οφείλεται στην επιλογή του μεγάλου κυβερνητικού εταίρου τους, παρά στην πειστικότητα του πολιτικού τους λόγου. Οι Χριστιανοδημοκράτες υπήρξαν –και εξακολουθούν να φαίνονται– πειστικότεροι των Σοσιαλδημοκρατών. Όπως προκύπτει, αυτό αποτέλεσε το βασικό διακύβευμα για το 7-8% του εκλογικού σώματος (πρόσθετο στην παραδοσιακή δεξαμενή τους), που ήθελε να κοντύνει τα μεγάλα κόμματα, αλλά χωρίς να λοξοδρομεί από τα συνήθη κριτήριά του, να επιλέξει έμμεσα σε ποιο από τα μεγάλα κόμματα θα εμπιστευόταν την κύρια κυβερνητική ευθύνη.
Τα τείχη αυτά εμπόδισαν τους Πράσινους το 2009 να υπερβούν το 16%. Όμως, τα δεδομένα έχουν πλέον αλλάξει δραματικά, το κατρακύλισμα και η παρακμή των παραδοσιακά μεγάλων συνεχίζεται αμείωτο και οι γερμανοί πολίτες νιώθουν έτοιμοι για την ώρα της μεγάλης αλλαγής. Ποτάμι που κυλάει, άλλωστε, δεν γυρίζει εύκολα πίσω…
Το αν οι Πράσινοι θα διατηρήσουν ή θα αυξήσουν τα σημερινά ποσοστά τους, αν θα είναι πρώτο, δεύτερο ή τρίτο κόμμα, θα εξαρτηθεί κυρίως από το πόσο πράσινη ατζέντα θα επιβάλουν στον κυβερνητικό συνασπισμό της Βάδης – Βυτεμβέργης που ηγούνται και από την ανάλογη κατάσταση που αναμένεται να προκύψει στο κρατίδιο του Βερολίνου σε λίγους μήνες. Γιατί η πράσινη λύση είναι η μοναδική διέξοδος από την κρίση. Άλλωστε πολύτιμη είναι και η κυβερνητική εμπειρία τους, όταν μετά επτά χρόνια σε υπουργικά έδρανα, βρέθηκαν με ποσοστό μεγαλύτερο εκείνου με το οποίο εισήλθαν, γεγονός ασυνήθιστο παντού, πόσω μάλλον στη Γερμανία, που κάθε φορά ο μικρός κυβερνητικός εταίρος έπαιζε τον ρόλο σάκου του μποξ, όπως δείχνει και η σημερινή θέση των Φιλελευθέρων.
* Μέλος του Π.Σ. και της Επιτροπής Πολιτικού Σχεδιασμού των Οικολόγων Πράσινων