ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΕΝΟΧΗ
Έχουμε ήδη μπει σε μια κατάσταση βαθιάς αποσταθεροποίησης, με άγνωστη διαδρομή και ακόμα πιο άγνωστη κατάληξη. Η κυβέρνηση δεν δείχνει και δεν είναι επαρκής για να ελέγξει την πορεία, να δώσει λύσεις στα προβλήματα που θέτει η οικονομική κρίση. Ταυτόχρονα δεν διαθέτει την αποφασιστικότητα να επιλέξει μεταξύ της υποταγής (πλήρους ή μερικής – ποικίλλει άλλωστε αυτό ανά περίπτωση) στα υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων που εκπροσωπεί η «τρόικα» και της άρνησης υπακοής στα μέτρα που επιβάλλονται και θίγουν ευθέως την εθνική μας κυριαρχία. Κάτι που από νωρίς είχε επισημάνει ο Γ. Α. Παπανδρέου, όταν όμως κι αυτός δεν φανταζόταν το μέγεθος και την έκταση της κρίσης, άρα το μέγεθος και το βάθος (αλλά και τη διάρκεια) της εξάρτησης. Σήμερα που τα γνωρίζει δεν φαίνεται να μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Γιʼ αυτό ακριβώς περνά στη λογική του μοιράσματος ευθυνών, της συνευθύνης, όπου όλοι (αν και δεν κυβερνούν ούτε υποσχέθηκαν τίποτα προεκλογικά) θα κληθούν, άλλος λίγο άλλος περισσότερο, να στηρίξουν τα μέτρα, τα Μνημόνια και τις λύσεις που επιβάλλει ο διεθνής παράγων. Στο πλαίσιο αυτό ο πρωθυπουργός θα έχει επαφές με τους πολιτικούς αρχηγούς και διακινδυνεύουμε την πρόβλεψη πως αν δεν δει διάθεση συναίνεσης θα προχωρήσει σε κάποιου είδους θεαματική πολιτική κίνηση, όπως είναι οι (πολύ πρόωρες) εκλογές.
Τι συναίνεση όμως θα μπορούσε να υπάρξει; Η Νέα Δημοκρατία φέρεται (και σε σημαντικό βαθμό είναι) η κύρια υπεύθυνη που έφθασαν τα πράγματα εδώ που έφθασαν. Δεν μπορεί όμως ούτε να το αποδεχτεί ούτε να συμφωνήσει συνεργασίες σε τέτοια βάση. Το ΚΚΕ πανηγυρίζει για τα αδιέξοδα του αστικού συστήματος, εκτιμώντας ότι οδηγούν σε θρίαμβο του σοσιαλισμού, και αφού τον σοσιαλισμό τον εκφράζει το κόμμα, μοιραία οι λύσεις περνούν από αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αποτελεί ένα συνονθύλευμα απόψεων που ξεκινούν από τον αριστερό ανανεωτικό σώφρονα χώρο και φτάνουν στον ακτιβισμό και αντικρατισμό της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, δεν έχει άλλο δρόμο πλην της ρήξης, δηλώνοντας ότι δικαιώνεται η πολιτική του. Ο ΛΑΟΣ του κ. Καρατζαφέρη φέρεται πρόθυμος να συνεργαστεί (το έπραξε ήδη στην περίπτωση του Μνημονίου), αλλά είναι διχασμένος μεταξύ δύο οντολογικών προβληματισμών: Αν συνεργαστεί, κατοχυρώνεται σε μεγάλο βαθμό ως σώφρων πολιτική δύναμη που βάζει πάνω απʼ όλα το καλό της χώρας, άρα απομακρύνεται αρκετά ο χαρακτηρισμός του ακραίου κόμματος. Από την άλλη πλευρά, αν συνεργαστεί, αφήνει όλο τον δεξιό-συντηρητικό χώρο στη Νέα Δημοκρατία, που πιθανώς θα κρατήσει αρνητική στάση, συμφωνώντας στα μέτρα, αλλά διαφωνώντας στη μέθοδο και στο περιεχόμενο εφαρμογής τους. Τα δύο άλλα εν τη Βουλή αλλά όχι δοκιμασμένα σε εκλογές σχήματα (Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη και Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας Μπακογιάννη) μοιάζουν να συναινούν ευκολότερα σε λύσεις συνεργασίας και συνευθύνης, αλλά είναι άγνωστο τι εκπροσωπούν στην κοινωνία, μια και δεν έχουν ακόμα μετρηθεί. Ίσως γιʼ αυτό ακριβώς θα είναι περισσότερο επιφυλακτικά απʼ ό,τι φαίνεται σήμερα, όταν έρθει η ώρα υλοποίησης των συνεργασιών και συμμετοχής σε «μνημονιακές» ευθύνες.
Επίσης πρέπει να θυμόμαστε ότι στον βαθμό που η συνευθύνη ταυτίζεται με ή παραπέμπει σε συνενοχή, όλο και θα δυσκολεύει η διαδικασία σχηματισμού μιας «εθνικής συμμαχίας προθύμων». Λίγοι θα είναι πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε κάτι που αφενός μοιάζει αδιέξοδο, αφετέρου ενοχοποιείται πολύ εύκολα, ακόμα και από καλοπροαίρετους αναλυτές.
Είναι φανερό ότι οι συμμαχίες πρέπει να σχηματίζονται (και οι διαθέσεις-προτάσεις συνεργασίας να προκύπτουν) πριν φτάσουν τα πράγματα σε οριακό σημείο και χωρίς νωρίτερα η κυβέρνηση να διαλαλεί ότι έχει τη λαϊκή εντολή να εφαρμόσει αυτήν την πολιτική κ.λπ. Διότι δεν την έχει.
Για άλλους λόγους και με άλλο πρόγραμμα ψηφίστηκε, άλλα συμβαίνουν. Αν υπάρξουν συνεργασίες, πρέπει να είναι σε βάση ισοτιμίας, με σαφείς στόχους και χρονοδιαγράμματα. Αλλιώς η κυβέρνηση θα αναζητεί απλώς συνενόχους στην υλοποίηση της πολιτικής που μόνη επέλεξε.