ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ
Τραγική συγκίνηση προκαλείται από τη σύγκρουση μεταξύ αυτού που είναι και αυτού από το οποίο πάσχει, που είναι ανάξιο της θέσεώς του.
Οι σκέψεις αυτές έρχονται αμέσως στον νου, βλέποντας την τραγική πτώση του Ντομινίκ Στρος-Καν από το βάθρο του επικεφαλής του ΔΝΤ στον βυθό μιας σκοτεινής φυλακής της Νέας Υόρκης.
H πτώση του όμως, όσο και αν συγκινεί ως περίπτωση ανθρώπινης μοίρας, είναι σημαντική και από την άποψη των προεκτάσεων και των συνεπειών που έχει στην πολιτική και τον ρόλο του ΔΝΤ και όχι μόνον. Είναι γνωστό ότι δεν λείπουν οι υποψίες ότι πίσω από την πτώση του προέδρου του ΔΝΤ κρύβεται κάποιου είδους παγίδευση, με δεδομένο τον χαρακτήρα του και ορισμένες ασυγκράτητες ροπές του. Δημοσκοπήσεις στη Γαλλία ανεβάζουν μάλιστα το ποσοστό αυτό μέχρι και 60%. Θα επανελάμβανε όμως κανείς για την περίπτωσή του τα λόγια του Ομήρου στην Οδύσσεια: «ιδίοις ατασθαλίησιν ώλετο». Χάθηκε, δηλαδή, με δικές του αμαρτίες.
Το γεγονός όμως αυτό δεν μας αποτρέπει από το να εξετάσουμε την πολιτική και τον ρόλο του ΔΝΤ, μέσα στη σημερινή παγκόσμια κρίση, σε συνδυασμό ειδικότερα με τη δική μας δραματική κρίση. Δεν μας αποτρέπει επίσης να εξετάσουμε τις επιπτώσεις της πτώσεως του προέδρου του στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2012, στις οποίες θα ήταν ιδιαίτερα φέρελπις υποψήφιος.
ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΝΤ,
ΤΟ 2010, ΣΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ
ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
Το ΔΝΤ, το 2010, υπό τη διοίκηση του Ντομινίκ Στρος-Καν, έκανε μια πολύ σημαντική στροφή πολιτικής, που έρχεται σε αντίθεση με την ακολουθούμενη, επί δύο δεκαετίες, πολιτική του: Ανεγνώρισε ότι ο έλεγχος της κινήσεως κεφαλαίων βραχυπροθέσμων καταθέσεων είναι αναγκαίος και ότι πρέπει να περιλαμβάνεται στην εργαλειοθήκη πολιτικών κάθε κυβερνήσεως. Το γεγονός αυτό είναι μια ένδειξη του μεγέθους και του χαρακτήρα της διεθνούς χρηματιστικής κρίσεως. Είναι επίσης μια αναγνώριση της ανάγκης να αναθεωρηθούν και να επανεξετασθούν τα ιδεολογήματα που επεβλήθησαν ως βεβαιότητες, κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, και οδήγησαν σε επικίνδυνα αδιέξοδα, στο πλαίσιο της λεγόμενης χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης.
Μπορεί, επιπλέον, να υποθέσει κανείς ότι η στροφή αυτή δεν έγινε εύκολα αποδεκτή από τους ακραίους θιασώτες της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και ότι έγινε αιτία ισχυρών εσωτερικών συγκρούσεων στους κόλπους του ΔΝΤ.
ΤΟ ΔΝΤ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ
ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΑ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ
Το ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι, κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, το ΔΝΤ πρωταγωνίστησε κυριολεκτικά στην προώθηση της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και στην επιβολή της απεριόριστης ελευθερίας κινήσεως κεφαλαίων.
Η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση ανεπτύχθη σταδιακά μέσα από την αποσύνθεση του πλαισίου των συμφωνιών Bretton Woods. Η τελευταία άρχισε το 1971, με την αποσύνδεση του δολαρίου από την αναφορά του στον χρυσό, η οποία προβλεπόταν από τις συμφωνίες Bretton Woods. Η σύνδεση αυτή είχε ως σκοπό να οριοθετήσει τον ρόλο του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Να μην μπορούν δηλαδή οι ΗΠΑ να καταχρασθούν την προνομιακή τους θέση. Να εκτυπώσουν, με άλλα λόγια, κατά βούληση, όσα δολάρια ήθελαν, χωρίς οποιαδήποτε σταθερή διεθνή αναφορά, όπως ο χρυσός και μια σταθερή ισοτιμία του δολαρίου προς αυτόν.
Μετά την κατάργηση της συνδέσεως με τον χρυσό, άνοιξε ο δρόμος για την επιβολή των κυμαινομένων νομισματικών ισοτιμιών και, στη συνέχεια, των λεγομένων χρηματιστικών νεωτερισμών και καινοτομιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αποδιοργάνωση κάθε συστήματος κανόνων και ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων.
Η απορρύθμιση έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την περίοδο 1997-99, κατά την οποία επισυνέβη η πρώτη μεγάλη διεθνής κρίση, πριν από τη δεύτερη του 2008-09. Προς θεωρητική υποστήριξη και επικουρία της απορρυθμίσεως, έσπευσαν πολλοί γνωστοί οικονομολόγοι, όπως ο Rudiger Dornbusch. Οι τελευταίοι προέβαλαν αναφανδόν απόψεις υπέρ της πλήρους ελευθερίας κινήσεως των κεφαλαίων. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να παρουσιάζουν οποιονδήποτε έλεγχο ως κατάλοιπο και ιδέα του παρελθόντος, που δεν έχει σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα.
Με την ιδεολογική κυριαρχία της λογικής αυτής και την άμεση πολιτική επιρροή των ΗΠΑ, το ΔΝΤ έγινε προνομιακό όργανο για τη διεθνή προώθηση και επιβολή της πολιτικής αυτής. Η αποδιοργάνωση κάθε συστήματος κανόνων και ελέγχων, που αφορούσε την κίνηση των κεφαλαίων, ήταν πάντα σε πρώτη διάταξη στα μέτρα που σύστηνε το ΔΝΤ σε κάθε χώρα, που βρισκόταν στην ανάγκη να προσφύγει σ’ αυτό. Από την εποχή αυτή χρονολογούνται οι πιο καταστροφικές επεμβάσεις του ΔΝΤ, στη Λατινική Αμερική και στη Ρωσία του Γιέλτσιν, αλλά και η λιγότερο γνωστή αλλά πολύ καταστροφική επέμβασή του στην Ινδονησία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΔΙΕΘΝΩΝ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕ
Ο ΚΕΪΝΣ, ΣΤΟ ΔΝΤ
Στο ΔΝΤ αποκρυσταλλώθηκαν από την καταβολή του οι μεγάλες διαφορές απόψεων που υπήρχαν μεταπολεμικά σχετικά με την αναδιοργάνωση του διεθνούς οικονομικού και νομισματικού συστήματος. Είναι γνωστό ότι στη διεθνή διάσκεψη του Bretton Woods ο μεγάλος οικονομολόγος Τζων Μάιναρντ Κέινς ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές, επικεφαλής της βρετανικής αντιπροσωπείας.
Ο Κέινς πρότεινε, ως ένα συνθετικό και εικονικό διεθνές νόμισμα αναφοράς, το Bancor. Πρότεινε παραλλήλως τη δημιουργία μιας Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων. Η τελευταία θα έπαιζε ρόλο ρυθμιστού της διεθνούς ρευστότητας. Η αμερικανική πλευρά, με τη δεσπόζουσα επιρροή που είχε στον μεταπολεμικό κόσμο, απέρριψε τις ιδέες και τις προτάσεις Κέινς. Επεφύλαξε για τον εαυτό της τον ρόλο του ρυθμιστού της διεθνούς ρευστότητας. Πρότεινε τη δημιουργία του ΔΝΤ και διασφάλισε, μέσω αυτού, τον έλεγχο της διεθνούς ρευστότητας από το Αμερικανικό Θησαυροφυλάκιο.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αμερικανικές απόψεις, το ΔΝΤ θα έπρεπε να έχει ως αποστολή: Πρώτον, την αποκατάσταση της μετατρεψιμότητας των νομισμάτων, που είχε ανασταλεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεύτερον, τη φιλελευθεροποίηση των χρηματιστικών ροών. Στο πνεύμα αυτό, το 1957 διελύθη η Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών, που είχε συσταθεί το 1950, για να διαχειρισθεί, σε προσωρινή βάση, τις συναλλαγές, μέχρι την επιστροφή των ευρωπαϊκών νομισμάτων στη μετατρεψιμότητα.
Ο ρόλος του ΔΝΤ περιορίσθηκε, μέχρι τη δεκαετία του 1970, στην τεχνική διαχείριση των νομισματικών ισοτιμιών στον ανεπτυγμένο κόσμο. Πολύ σημαντικότερο ρόλο διεδραμάτιζε, κατά την περίοδο αυτή, η Παγκόσμια Τράπεζα. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι, ήδη από τη δεκαετία του ’60, η Γαλλία του στρατηγού Ντε Γκωλ είχε αρχίσει να αμφισβητεί έντονα, στο πλαίσιο του ΔΝΤ, το προνόμιο του δολαρίου, ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος.
Ζητούσε τη στενή σύνδεσή του με τον χρυσό, διαβλέποντας τις τάσεις της αποσυνδέσεώς του από αυτόν, κάτω από την πίεση των μεγάλων ελλειμμάτων που προκαλούσαν ο πόλεμος του Βιετνάμ και τα παράλληλα σχέδια του Προέδρου Τζόνσον για τη λεγόμενη «Μεγάλη Κοινωνία». Ο στρατηγός Ντε Γκωλ έφτασε μάλιστα στο σημείο να αμφισβητήσει ευθέως τον διεθνή ρόλο του δολαρίου και να ζητήσει την επιστροφή στην αναφορά στον χρυσό.
Από την περίοδο αυτή χρονολογείται επίσης η δημιουργία των λεγομένων «Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων». Η δημιουργία τους στηρίχθηκε στα υπάρχοντα στο καταστατικό του ΔΝΤ «Τραβηκτικά Δικαιώματα» και στον συμβιβασμό που επετεύχθη, το 1967, για την επέκταση και μεταρρύθμισή τους. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ, προασπίζοντας τον ρόλο του δολαρίου, προσπάθησαν να παρουσιάσουν τα προβλεπόμενα από το καταστατικό του ΔΝΤ «Τραβηκτικά Δικαιώματα» ως ικανό εργαλείο για τη ρύθμιση της διεθνούς νομισματικής ρευστότητας.
Αντιθέτως, η άλλη πλευρά, με πρωταγωνιστή τη Γαλλία, υπεστήριξε ότι αυτό ισοδυναμεί απλώς με μια πρόσθετη πιστωτική γραμμή, που δεν είναι ικανή ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες ρυθμίσεως του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Απαιτούνταν γι’ αυτό βαθιές αλλαγές στον ρόλο του δολαρίου.
Ο συμβιβασμός των «Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων» έδωσε μια πολύ μερική ικανοποίηση στο αίτημα για ένα διεθνές συνθετικό νόμισμα αναφοράς. Δεν έλυσε όμως, σε καμιά περίπτωση, το πρόβλημα, το οποίο επιδεινώθηκε με την αμερικανική πολιτική της άκρατης απορρυθμίσεως κατά τη δεκαετία του ’80.
Η ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΗΠΑ
ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80
ΚΑΙ Η ΒΑΘΙΑ ΑΛΛΑΓΗ
ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΔΝΤ
Ο ρόλος του ΔΝΤ άλλαξε ριζικά και υποσκέλισε την Παγκόσμια Τράπεζα από τη δεκαετία του 1980. Η αλλαγή αυτή συνδέεται άμεσα με την απορρυθμιστική πολιτική που εισήγαγαν οι ΗΠΑ στις τραπεζικές και χρηματιστικές συναλλαγές κατά την περίοδο αυτή. Είναι χαρακτηριστικοί, από την άποψη αυτή, δύο νέοι νόμοι που ξήλωσαν ό,τι είχε απομείνει από τις μεταρρυθμίσεις του Προέδρου Ρούσβελτ, στο πλαίσιο της πολιτικής του New Deal. Συγκεκριμένα, ο νόμος περί απορρυθμίσεως των χρηματιστηριακών συναλλαγών και νομισματικών ελέγχων (Depository Institutions Deregulation and Monetary Control Act, 1980) απορρύθμισε ριζικά τις συναλλαγές και άφησε ελεύθερο το πεδίο για την άνθηση των ποικιλώνυμων παραγώγων, της εικονικής οικονομίας και της ασύδοτης χρηματιστικής κερδοσκοπίας.
Στο ίδιο πνεύμα, ο νόμος Gramm-Leach-Bliley Act του 1999 ακύρωσε τον νόμο Glass-Steagall Act του 1933, της εποχής Ρούσβελτ, που διεχώριζε αυστηρά τις καταθετικές εμπορικές τράπεζες από τις επενδυτικές, που μόνες είχαν δικαίωμα να επενδύουν στο χρηματιστήριο. Με τον νόμο αυτό, άνοιξε ο δρόμος για την απεριόριστη χρηματιστική κερδοσκοπία όλων των τραπεζών και τη συγχώνευση, σε πολλές περιπτώσεις, μεταξύ αυτών και ασφαλιστικών οργανισμών.
Είναι ενδεικτικό επίσης το γεγονός ότι οι παραπάνω νόμοι ψηφίσθηκαν και από τα δύο κόμματα επί διακυβερνήσεως Δημοκρατικών (Κάρτερ και Κλίντον). Μια αψευδής ένδειξη διαπλοκής είναι επίσης το γεγονός ότι ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής της απορρυθμίσεως, ο υπουργός Οικονομικών επί Κλίντον Ρόμπερτ Ρούμπιν, έγινε, το 2000, σύμβουλος του προέδρου της Citicorp. Η τράπεζα αυτή ήταν από εκείνες που είχαν να κερδίσουν τα περισσότερα από την απορρύθμιση. Η πολιτική της απορρυθμίσεως επεξετάθη, δυστυχώς, και στην Ευρώπη. Η αρχή έγινε με τη λεγόμενη Ενιαία Πράξη, το 1983, που επικυρώθηκε ως συνθήκη το 1987. Ακολούθησαν, αργότερα, οι συνθήκες του Λουξεμβούργου, του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνος.
Η πολιτική της απορρυθμίσεως άλλαξε καταλυτικά τον ρόλο του ΔΝΤ. Η εφαρμογή χρηματιστικών κυρίως πολιτικών και η απορρύθμιση κατέλαβαν την πρώτη θέση στις συστάσεις του ΔΝΤ. Ιδιαιτέρως καταστροφική ήταν η παρέμβαση του ΔΝΤ στο θέμα των ελλειμμάτων των αναπτυσσομένων χωρών. Προβάλλοντας, μέσα στη νέα ορθοδοξία της απορυθμίσεως, ως αιρετική σχεδόν την ιδέα της χρηματοδοτήσεως των ελλειμμάτων από την Κεντρική Τράπεζα, συνιστούσε συστηματικά την προσφυγή στις διεθνείς αγορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των εσωτερικών ελλειμμάτων σε εξωτερικό χρέος. Σ’ αυτήν την πρακτική προσέφυγε, δυστυχώς, και στη χώρα μας, με ολέθριες συνέπειες, η «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση Σημίτη.
Ως ένα από τα κύρια θεσμικά όργανα της νεοφιλελεύθερης απορρυθμιστικής πολιτικής, το ΔΝΤ ανέλαβε τον ρόλο να επιβάλει πολιτικές χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης σ’ όλες τις χώρες που αντιμετώπιζαν προβλήματα και προσέφευγαν σ’ αυτό. Οι συνταγές του πληρώθηκαν με οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές σε πολλές χώρες. Αποκορύφωμα ήταν η μεγάλη κρίση των ετών 1997-99.
Ως αντίδραση στις καταστροφές αυτές και στον φόβο που προκάλεσαν, ήρθαν η συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων και οι επιθετικές εξαγωγικές στρατηγικές από πολλές χώρες. Οι τελευταίες είχαν αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις και συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, στη νέα μεγάλη κρίση του 2008-09. Ήρθαν επίσης, οι πολιτικές ελέγχου της κινήσεως των κεφαλαίων στη Ρωσία και στη Μαλαισία. Οι πολιτικές αυτές αμφισβήτησαν τη χρηματιστική παγκοσμιοποίηση και έδειξαν τον δρόμο προς την επιστροφή στους εθνικούς ελέγχους της κινήσεως των κεφαλαίων και στις εθνικές πολιτικές και στρατηγικές.
Το νέο αυτό κλίμα είναι αισθητό και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη. Η τελευταία βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της διεθνούς κρίσεως, με το δημόσιο χρέος αλλά και με τα αναπόφευκτα ερωτήματα που τίθενται σε σχέση με το ευρώ, τους όρους της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ενώσεως και την ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση.
Η αλλαγή που σηματοδότησε η αναθεωρημένη θέση του ΔΝΤ το 2010, σχετικά με τη δυνατότητα ελέγχου των βραχυπρόθεσμων καταθέσεων, έχει σχέση μ’ αυτό το νέο κλίμα; Προϊδεάζει, ειδικότερα, για μια σημαντική αλλαγή πολιτικής, σε σχέση με την απορρύθμιση και τη χρηματιστική παγκοσμιοποίηση ή είναι ένα απλό επεισόδιο ενός εσωτερικού αγώνα;
Θα ήταν παρακινδυνευμένο να δώσει κανείς οποιαδήποτε προέκταση και πολύ περισσότερο να συνδέσει την εξέλιξη αυτή με την προσωπική περιπέτεια του Ντομινίκ Στρος-Καν. Όμως είναι βέβαιη η ταχεία αλλαγή των συσχετισμών ακόμη και μέσα στο ίδιο το ΔΝΤ. Η σημερινή κατάσταση απέχει πολύ από τη μεταπολεμική περίοδο, κατά την οποία θεσπίσθηκε το ΔΝΤ. Το επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας μετακινείται τώρα γρήγορα από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη προς την Ασία. Οι αναδυόμενες δυνάμεις, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, παραλλήλως προς τη Ρωσία, διεκδικούν έναν πολύ σημαντικότερο ρόλο στο διεθνές οικονομικό σύστημα.
ΕΝΙΣΧΥΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
ΟΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ
ΕΠΑΝΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ
ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
Μια από τις παράπλευρες επιπτώσεις της περιπέτειας του Ντομινίκ Στρος-Καν είναι η αναμφισβήτητη ενίσχυση των πιθανοτήτων επανεκλογής του σημερινού Προέδρου στη Γαλλία. Ο Ντομινίκ Στρος-Καν ήταν βέβαιος υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η απουσία του επαναπυροδοτεί τον πόλεμο των υποψηφίων, με επικρατέστερο επίσημο υποψήφιο είτε τη σημερινή γραμματέα του Κόμματος Μαρτίν Ωμπρύ είτε τον πρώην γραμματέα Φρανσουά Ολλάντ. Και στις δύο περιπτώσεις, ο σημερινός γάλλος Πρόεδρος έχει σημαντικά πλεονεκτήματα και πιθανότατα θα υπερισχύσει. Παραμένει, βεβαίως, πάντα το ερώτημα ποια θέση τελικά θα καταλάβει το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, το οποίο παρουσιάζει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, σημαντική άνοδο.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η επανεκλογή Σαρκοζί, στη φουρτουνιασμένη σημερινή περίοδο, θα διατηρούσε σταθερό έναν από τους πυλώνες του ευρωπαϊκού σκηνικού, προς τον οποίον προστρέχει συνεχώς η Ελλάδα, προσπαθώντας να βρει υποστήριξη και να εξισορροπήσει άλλες πιέσεις, που γίνονται ολοένα εντονότερες και απροκάλυπτες.