Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Ο παππούς Νικολής, που παρακολούθησε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τις ερωταποκρίσεις, θυμήθηκε κάποιαν άλλη απογραφή, την πρώτη που έγινε μεταπολεμικά, όπου βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει και ο ίδιος «απογραφέας», με μια όχι ευκαταφρόνητη για τα μέτρα της εποχής του αμοιβή, που του φάνηκε σαν ο πρώτος λαχνός του λαχείου και που έσπευσε αμέσως να την αξιοποιήσει στα καταστήματα νεωτερισμών της οδού Σταδίου, όπου τα πανέμορφα χιλιαρικάκια του μεταμορφώθηκαν εσπευσμένως σε πουκάμισα «Ρεξ», γραβάτες και παπούτσια κρεπ, που ήταν το άλφα και τα ωμέγα της μόδας. Σωριάστηκε στην πολυθρόνα σαν να του ήρθε ζάλη, καθώς οι αναμνήσεις τον έφεραν στο χάος της πολύβουης οδού, όπου πάνω στην άσφαλτο συμφύρονταν προς κάθε κατεύθυνση άνθρωποι και τροχοφόρα, κατά την απόλυτη βούληση καθενός. Είδε σαν σκιά τον κάποτε έφηβο εαυτό του να μπαίνει στο πουκαμισάδικο του Σουβλίδη, να αγοράζει ένα πουκάμισο με μπλε ρίγες, που είχε και πρόσθετο ανταλλακτικό κολάρο, ύστερα να τραβά κατά του Κωνσταντάρα για μια ταιριαστή γραβάτα και μετά έπιασε στη σειρά τα παπουτσάδικα της Αιόλου για να βρει τα πιο όμορφα κρεπ πατούμενα της αγοράς. Διότι μπορεί να ήταν τότε ένας αξιοθρήνητος φοιτητάκος που σύχναζε κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στο κυλικείο της σχολής παρά στη βαρετή αίθουσα διδασκαλίας, είχε όμως πριγκιπικές αξιώσεις για την εμφάνισή του, όπου η μεν επιθυμία ήταν πρόθυμη, αλλά… η τσέπη ασθενής. Δύσκολα χρόνια, με την πατρική συνεισφορά να περιορίζεται σε συμβουλές. Η απογραφή ήρθε σαν από μηχανής θεός να πιάσει παραδάκι στα χέρια του. Τα γεγονότα συνέβησαν ως ακολούθως. Ο πατήρ είχε έναν εξάδελφο που ανακατευότανε εντόνως με την πολιτική, το δε κόμμα που υποστήριζε βρέθηκε να μοιράζεται την εξουσία με έτερο ομοίων ιδεολογικών αντιλήψεων, πλην της μικρής λεπτομέρειας ότι οι αρχηγοί τους μισούνταν θανάσιμα μεταξύ τους. Στα μέσα και στα έξω ο εξάδελφος, «διαπρύσιος» κήρυξ της διαφάνειας και της αξιοκρατίας στον δημόσιο βίο, έκανε τη σκέψη πως προσλαμβάνοντας τον ανιψιό του κάλυπτε και τη διαφάνεια, αφού η πρόσληψη γινόταν στα φανερά, και την αξιοκρατία, διότι αξιότερος πάντων ως όλοι εγνώριζαν ήταν ο ανιψιός Νικολάκης, όπως φώναζαν τότε τον παππού Νικολή. Με τον διορισμό του στην τσέπη, επήγε ο νεαρός Νικόλαος στη συγκέντρωση των απογραφέων, όπου κάποιος επικεφαλής τούς εξήγησε τα καθήκοντά τους με δικά του λόγια για όσα έγραφαν αναλυτικά οι οδηγίες της υπηρεσίας. Ύστερα χώρισαν την περιοχή σε τετράγωνα και τους εφοδίασαν μ’ έναν όγκο έντυπα με τις ερωτήσεις. Άγνωστον ποιος σοφός αντέγραψε από κάποια απίθανη χώρα το ερωτηματολόγιο «στα καθ’ ημάς», με ερωτήσεις του τύπου: «Ως τι χρησιμοποιείτε την οικία σας; α) Ως εκκλησία; β) Ως νεκροταφείο; γ) Ως αεροδρόμιο;» και άλλες παρόμοιες, με τις οποίες γέμισαν ολόκληρα κατεβατά. Στον Νικολάκη έλαχε κατά ευτυχή συγκυρία η Πλάκα, και συγκεκριμένα μερικά τετράγωνα της ενορίας του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά, όπου κατά δεύτερη ευτυχή συγκυρία έμαθε ιδίοις όμμασι τα ντεσού και τα απόρρητα των κατοίκων της.
Λίαν πρωί την επομένη, εξοπλισμένος με όλο το χαρτομάνι και με δυο στυλό διαρκείας που τότε ξέρναγαν μελάνι, έκρουσε το «ρόπτρον» της πρώτης κουκλίστικης κατοικίας. Μια γλυκύτατη γριούλα άνοιξε την πόρτα και ίσως να τον πέρασε για εισπράκτορα της ηλεκτρικής, διότι έσπευσε να του πει με κάποια ενοχή πως τον λογαριασμό θα τον πληρώσουνε την άλλη εβδομάδα. Με όλη τη γαλατική ευγένεια που τον χαρακτήριζε εξήγησε τον λόγο της επισκέψεώς του, καθώς όμως η γραία αγνοούσε απογραφές και άλλα σατανικά, του ζήτησε να επανέλθει την επαύριο που θα είναι και η κόρη της, κατά τρίτη ευτυχή συγκυρία. Πάνω-κάτω το αυτό συνέβη και με τα υπόλοιπα σπίτια που τους έκρουσε το… ρόπτρο και ελάχιστη στάθηκε η… συγκομιδή του την πρώτη μέρα. Οι περισσότερες παρακαλούσαν να ξανάρθει την Κυριακή να είναι σπίτι και οι άντρες, που ξέρουν απ’ αυτά. Την επομένη, τα πράματα πήγαν καλύτερα. Είχε πάρει τον αέρα της δουλειάς και δεν είχε πια διστακτικότητα. Πήγε σε σπίτια και σε σπιτάκια, σε άλλα τον δέχτηκαν καλά και απάντησαν με επιφύλαξη στις ερωτήσεις, και σ’ άλλα του κλείσανε κατάμουτρα την πόρτα. Συνάντησε κυρίες με μπάσα φωνή και παράξενο λεξιλόγιο κι άλλες ντυμένες νεγκλιζέ που προσπαθούσανε να κλείσουνε την ατίθαση ρόμπα που όλο άνοιγε. Μπήκε σ’ αυλές όπου συγκατοικούσαν πολλές οικογένειες, σκυλιά τού ορμήσανε γαβγίζοντας μανιασμένα και κάτι θυμώδεις γέροι με κατακίτρινα μουστάκια από τη νικοτίνη τον έστειλαν στον διάολο. Άκουσε καρδερίνες να κελαηδάνε σε κλουβιά κι είδε καταπόρφυρα γεράνια ν’ ανθίζουν σε γκαζοτενεκέδες. Απέγραψε τα ταβερνεία κι ένα σωρό μικρομάγαζα, γαλατάδικα, μπαλωματάδικα, ένα γραφείο τελετών που μοστράριζε στα ράφια τη μακρουλή γυαλιστερή πραμάτεια του κι ένα τόσο δα ψιλικατζίδικο που έπιανε… φευγάτους πόντους σε γυναικείες κάλτσες. Δεν ήταν άσχημα εδώ που τα λέμε, καθώς πίσω από κάθε πόρτα που άνοιγαν κρυβότανε μια έκπληξη. Ένα χαμόγελο, ένας αναστεναγμός, μια φευγαλέα απάντηση ή μια ματιά στο άπειρο ήταν μια ολόκληρη αποκάλυψη ψυχής που ακούμπαγε στη δική του ψυχή. Κάποτε ξημέρωσε η Κυριακή, τελευταία ημέρα της απογραφής. Σύμφωνα με τις εντολές, δουλειά θα πιάνανε μετά τις 10 για να έχει γυρίσει ο κόσμος από την εκκλησία. Όλα ξεκίνησαν καλά. Οι οικογένειες ήταν συγκεντρωμένες, μυρωδιές από τα κυριακάτικα φαγητά ξεχύνονταν παντού και τη ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα την ένιωθες γύρω σου. Ο σκοπός της παρουσίας του στη γειτονιά είχε γίνει γνωστός, και καθώς η απογραφή ήταν το θέμα της ημέρας, πανέτοιμοι τον περίμεναν. Οι άντρες φορούσαν το σακάκι της ριγέ πιτζάμας τους πάνω από το πολυκαιρισμένο πανταλόνι και οι γυναίκες φέρονταν σεμνά, καθώς αρμόζει στην περίσταση. Απαντούσαν με το πρώτο και η παραμονή του θα ήταν πολύ σύντομη αν τη στιγμή που μάζευε τα χαρτιά του δεν εμφανιζόταν η νοικοκυρά με τον δίσκο για το απαραίτητο τρατάρισμα. Τους ευχαρίστησε και αρνήθηκε το κέρασμα ευγενικά. Το ζεύγος παρεξηγήθηκε: «Μα πρώτη φορά ερχόσαστε σπίτι μας και να μην πιείτε ένα νερό;». Υπέκυψε. Εδώ το «νερό» ήταν καφές με σχετικό κουλουράκι, παρακεί γλυκό του κουταλιού, ολόκληρο πράσινο νεραντζάκι που στριφογύριζε αμάσητο στο στόμα του και παραλίγο να τον πνίξει, και παρακάτω χαλβάς φτιαγμένος από την ανύπαντρη κουνιάδα. Η ώρα περνούσε, τα γλυκά τα διαδέχθηκαν ουζάκια με μεζέ και κάπου μόλις φέρανε το ψητό από τον φούρνο τον έστρωσαν να φάνε παρέα «γιατί από το σπίτι μας άνθρωπος νηστικός δεν φεύγει»… Λουκούμι ήταν το αρνάκι, μα ενώ έπρεπε να συνεχίσει και να τελειώνει, εκείνος τσούγκριζε ποτήρια και… «εις υγείαν το πρώτο!»…
Στο τσακίρ κέφι το βράδυ σουμάρισε τις καταστάσεις και τις παρέδωσε την επομένη. Τα στοιχεία ήταν ελλιπή, κακά ψυχρά κι ανάποδα. Ε; Και τι έγινε δηλαδή; Δεν χάλασε δα κι ο κόσμος. Τα λεφτά πάντως τα πήρε…


Σχολιάστε εδώ