ΗΞΕΡΕ ΚΙ ΑΠΟ ΒΕΣΠΑ!

Αν δηλαδή αποτελεί ένα κομμάτι από τη ραχοκοκαλιά του εαυτού σου ή αν είναι μια απλή γνωριμία, μια περαστική γνωριμία, που, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, όταν κάποτε ξαναβρεθείτε στα καλλιτεχνικά μας θερμοκήπια, εκφράζεις τη «χαρά» σου για τη συνάντηση και σπεύδεις να απομακρυνθείς για να μην πέσεις και σε καμιά γκάφα. Και βέβαια δεν θα έλεγα ότι δεν με ενόχλησε μια «ορκισμένη αντι-λαζαριδική τοποθέτηση» θεατρολογικής ομαδούλας απογευματινής εφημερίδας, για τους οποίους ο όγκος της συνεργασίας μου με τον αξέχαστο ηθοποιό μας με τις τόσες και τόσες ταινίες που του έχω γράψει και ιδιαίτερα αποφεύγοντας να αναφέρουν την τεράστια επιτυχία του «Τρελού του λούνα παρκ», αποτελεί φαινόμενο άγνοιας, αν όχι και εμπάθειας, άγνωστο για ποιους λόγους, χωρίς βέβαια να έχω κανένα λόγο να ασχοληθώ μαζί τους. Επειδή λοιπόν για τον Θανάση που χάσαμε ο λόγος, ήταν σαν να είχαμε ξανανταμώσει σε κάποια άλλη διάσταση, ίσως σε κάποια άλλη ζωή, μπορεί και σε κάποια άλλη τρέλα, γιατί αν ήταν κάτι που συντηρούσε τη φιλία μας, ήταν η σοβαρότητα με την οποία κάναμε και την κάθε τρέλα μας, μοιραία και τη συνεργασία μας. Και αναφέρομαι εδώ και στην εποχή της βιντεοκασέτας, με τις οποίες ασχοληθήκαμε ένα διάστημα, όταν τις… διαπράξαμε -7 ή 8 όλες κι όλες-, χωρίς για καμία από αυτές να νιώθουμε ενοχές, άσχετα με την επιβεβλημένη ταχύτητα της περιορισμένης οικονομικής αντοχής τους, αλλά και σ’ αυτές με έναν Θανάση πολύ γνώριμο με τη χαρακτηρισμένη όψη του, που την είχαμε μάθει από την προηγούμενη ιστορία του. Διότι όλα καλά, αλλά από κάπου πρέπει να βγαίνει και το μεροκάματο και εδώ να προσθέσω ότι ενώ κάποια εποχή το ακατονόμαστο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου μου είχε παραγγείλει το σενάριο της μεταφοράς του «Τρελού του λούνα παρκ» για να γίνει ταινία, με παραγωγό τον Τάσο Παπανδρέου, πληρωμένο μάλιστα κανονικά, ο τότε διευθυντής του Κέντρου, Νίκος Ευστρατιάδης, άγνωστης κινηματογραφικής ειδικότητας, έκανε ό,τι μπορούσε για να ματαιώσει τη «μερικώς χρηματοδότηση της ταινίας», με τον ισχυρισμό ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της ταινίας πιθανόν να ήταν… 130 λεπτά, λες και υπάρχει «προβλεπόμενο μήκος» για την παραγωγή μιας ταινίας. Τόσο σχετικός ο κ. Ευστρατιάδης, αλλά με τον πιθανότερο λόγο ότι επειδή η επιτυχία του «Τρελού» να ήταν ανάλογη και εκείνης του θεάτρου, τότε πώς θα δικαιολογούσαν τα λεφτά των χρηματουμένων ταινιών που έφευγαν από τα παράθυρα του Κέντρου χωρίς να ξαναβλέπουν την πόρτα του ποτέ;
Με τον Θανάση γνωριστήκαμε στα ηρωικά χρόνια του Ελληνικού Κινηματογράφου, που δεν ξέρω αν ήταν τόσο «ηρωικά», αν μας αρέσει έτσι να τα λέμε, σίγουρα όμως είχαν μια ηρωική τρέλα και έναν επιπόλαιο ενθουσιασμό που κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Τα μοναδικά μας κεφάλαια τότε ήταν η αφελής φιλοδοξία μας, που μερικοί την έλεγαν και «μεράκι», να βγούμε από το βαλκανικό επαρχιωτισμό μας και να πολιτογραφηθούμε «Ευρωπαίοι», έστω και από δεύτερο χέρι. Ιστορία εντελώς Δονκιχωτική και ασυμβίβαστη με τις δυνάμεις που διαθέταμε για να μιμηθούμε τις ξένες ακτινοβολούσες καταστάσεις. Προσθέστε σ’ αυτά και έναν καλοπροαίρετο, ασυνείδητο, ενισχυμένο με την αισιοδοξία του τυχοδιωκτισμό, που θυμίζει τον απληροφόρητο εμποράκο που ξεκινάει για να πουλήσει στους Εσκιμώους ψυγεία και ηλεκτρικές σόμπες στη Γη του Πυρός. Σαν να ξεκινούσε για το Διεθνές Ράλι του Μόντε Κάρλο κρατώντας στο χέρι τιμόνι φόρμουλας Φεράρι χωρίς να ξέρει ούτε από βέσπα. Γιατί αυτό ήταν και παρέμεινε για πολύ καιρό ο Ελληνικός Κινηματογράφος, παρά τις κάποιες πολύ αισιόδοξες ανάσες του, που γίνονται όλο και πιο ενθαρρυντικές. Χωρίς να παύει να είναι ο πλανόδιος μικροεμποράκος, ο συνοικιακός μεροκαματιάρης της λαϊκής αγοράς, στημένος έξω από τα πολυεθνικά σούπερ σινε-μάρκετ. Με τι να τα παλέψει, χωρίς καλά καλά να έχει ούτε τη βενζίνη για το τρίκυκλο που κουβαλάει την πραμάτεια του και με το μόνιμο σλόγκαν του «ξέρεις από βέσπα;» εφ’ όλης της ύλης!
– Φτιάχνουμε μια ταινία;
– Και δεν τη φτιάχνουμε;
– Λεφτά υπάρχουν;
– Δεν υπάρχουν…
– Και πώς θα τη φτιάξουμε;
– Θα χρεωθούμε. Θα εισπράξουμε. Θα πληρώσουμε.
Ελλάδα, η χώρα του «ΘΑ» και με ένα «ΘΑ» πάντα μέσα στη ζωή μας. Ποτέ μια τόσο μικρή λέξη δεν έθρεψε τόσους πολλούς πεινασμένους με τόσο αδηφάγα όνειρα.
Και χρεωνόμαστε. Και κέρδιζαν όλοι οι άλλοι. Ο έμπορος του παρθένου φιλμ. Το στούντιο. Το εργαστήριο. Οι ηθοποιοί. Οι μουσικοί. Οι κατασκευαστές των σκηνικών. Οι τυπογράφοι που έκαναν τα διαφημιστικά. Οι τοιχοκολλητές που τα έπαιρναν γιατί ήταν γνωστό ότι τις μισές αφίσες τις πουλούσαν με το κιλό στη λαχαναγορά. Οι κινηματογράφοι που λήστευαν «εν ψυχρώ» με τα εγγυημένα εισιτήρια. Τα γραφεία διανομής. Ο φτηνομπαγάσας συνοικιακός, πολλές φορές και ο κεντρικός με συνεργό του και τον εφοριακό που έκλεβε και το κράτος που τον έστελνε και τον κινηματογράφο που τα μοιράζονταν. Τις εφημερίδες που ανάλογα με το μέγεθος των καταχωρίσεων είχε από τους κριτικούς και την καλή κουβέντα. Τις ελληνόφωνες αγορές της Αμερικής, της Αυστραλίας και του Λονδίνου, άλλα καλά παιδιά, σκέτοι κλεφταράδες που αγοράζανε τις ταινίες για ένα κομμάτι ψωμί και τις πουλούσαν λαθραία και σε όλες τις κοντινές τους ελληνόφωνες περιοχές. Και, τέλος, το κράτος που φρόντιζε να προεισπράττει τις μισές εισπράξεις με τους φόρους, κάνοντας και το «βαρύ πεπόνι» πετσοκόβωντας και λογοκρίνοντας τα έργα που δεν ικανοποιούσαν το «εθνικό» τους γούστο. Όλοι κέρδιζαν από λίγα ως πολλά και οι μόνοι χαμένοι αυτοί που έκαναν τις ελληνικές ταινίες με το μεράκι μας ή και το «ψώνιο» μας αν θέλουμε να λέμε την ουσία με το όνομά της.
Εκείνη την εποχή ο Θανάσης ήταν το πιο σβέλτο ξεσκονόπανο του Ελληνικού Κινηματογράφου. Πλήθος οι φίλοι του, που τους κέρδιζε άκοπα με την πάντα πρόθυμη προσφορά του και που νομίζω πως λίγοι άνθρωποι έχουν την ικανότητα και το χάρισμα να αποκτούν τόσο εύκολα εγκάρδιους και αφοσιωμένους φίλους. Και μοναδικός εχθρός του από τότε, η σκόνη. Αδιάλλακτος, ανένδοτος και ασυμβίβαστος αντίπαλός της, έτοιμος πάντα να πυροδοτήσει με το κεραυνοβόλο ξεσκονιστήρι εναντίον της.
Δεν ξέρω πόσο «μαγική πόλη» μπορεί να χαρακτηριστεί και ο Ελληνικός Κινηματογράφος εκείνης της εποχής, το γεγονός πάντως είναι ότι ο Θανάσης Βέγγος, που ο Νίκος Κούνδουρος τον βάφτισε ηθοποιό, έγινε μόνιμος δημότης με την ιδιότητα του «παιδιού για όλες τις δουλειές». Έτσι γίνεται αστραποκίνητος «πανεκελατζής» της μόνιμα ελλειμματικής παραγωγής. Ο εφευρετικός φροντιστής που θα μεριμνήσει με σχολαστική επιμέλεια για τα απαραίτητα. Το «παιδί» που θα ψήσει τους καφέδες και θα ετοιμάσει το «κολατσιό» για τους ανθρώπους που δουλεύουν στο γύρισμα. Ο ευγενικός που θα απαντήσει στα ανεπιθύμητα τηλεφωνήματα («Πώς είπατε; Έχετε ένα γραμμάτιο που δεν πληρώθηκε. Περίεργο, πώς μας διέφυγε; Μην ανησυχείτε, θα τακτοποιηθεί το ταχύτερον δυνατόν, με κατανόηση, ε;») και μαζί με όλα αυτά η χαρακτηριστική φιγούρα της γειτονιάς, που θα δακρύσει για το κορίτσι με τα παραμύθια. Φιγούρες συνηθισμένες όσο και αναπόσπαστες από ελληνικές ταινίες μιας εποχής, παιγμένες από τον Θανάση και φυσικά πληρωμένες μέσα στο φτηνό μεροκάματο, το όχι πάντα σίγουρο, του «παιδιού για όλες τις δουλειές». Ένας «Απ’ όλας» με λίγα λόγια, όπως θα τον δούμε αργότερα στον «Τρελό του λούνα παρκ», που κι αυτό αν δεν έχει -αν όχι και πολύ μεγαλύτερα- προβλήματα από όσα ολόκληρη η Ελλάδα.
Σιγά σιγά όμως το φανατικό κοινό της ελληνικής ταινίας άρχισε να τον ανακαλύπτει, χωρίς ακόμα να ξέρει ούτε και το όνομά του, για να μην πούμε ότι πρώτα έμαθαν τον Θανάση και αργότερα τον «Βέγγο». Το αλάθητο όμως ένστικτο του κόσμου είχε εντοπίσει το είδωλό του, γιατί όσο και αν θέλουμε να λέμε ότι οι επαγγελματίες του κινηματογράφου ξέρουν ή μπορούν να ανακαλύπτουν κάθε φορά τα καινούργια είδωλά του, κακά τα ψέματα, μεγαλύτερο ένστικτο δεν υπάρχει από αυτό που διαθέτει το μεγάλο, το ανώνυμο κοινό. Αυτό είναι που κρίνει, που αποφασίζει και καταξιώνει. Όλοι οι άλλοι και προπαντός οι κριτικοί ακολουθούν και τελικά μη μπορώντας να κάνουν διαφορετικά, συμβιβάζονται με ξινό χαμόγελο αν δεν προηγήθηκαν. Οι ιστορικές σφαλιάρες του «Ηλία του 16ου», ο φτωχοπρόδρομος δοσατζής των «Περιπλανώμενων Ιουδαίων», το νοσταλγικό ντουέτο της Κατοχής με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στο «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ», οι καθοριστικές παρουσίες του στο «Κορίτσι με τα μαύρα» του Κακογιάννη, στη «Μανταλένα» του Δημόπουλου και στις άλλες τόσες -μπορεί και 150- έχουν κάνει τους θεατές να υπογράψουν με τον Θανάση μια σιωπηλή συμφωνία: Από εδώ και πέρα θα ήταν «ο δικός τους άνθρωπος».
Τον είχα ζητήσει για να παίξει ένα ρόλο στο «Ευτυχώς τρελάθηκα» με τον Νίκο Σταυρίδη, του εξήγησα ποιος ήταν ο ρόλος, του πήγαινε γάντι, σύμφωνα με τα δεδομένα εκείνης της εποχής (1961), και όταν έφτασε η ώρα του «οικονομικού» και του ζήτησα να μου πει πόσα θα έπαιρνε, μου ζήτησε προθεσμία μισό λεφτό και βγάζοντας από την τσέπη του ένα χαρτί, με παρακάλεσε να κάνει ένα τηλεφώνημα. Τον άκουσα να ρωτάει σ’ αυτόν που είχε τηλεφωνήσει: «Κύριε Παναγιώτη, για εκείνα τα κουφώματα που είπα για το σπίτι, τα 8 παράθυρα και τις 2 μπαλκονόπορτες, πόσο είπαμε ότι θα στοιχίσουν; Με το χέρι στην καρδιά, κύριε Παναγιώτη μου, γιατί όπου να ‘ναι καταφθάνει και ο πρώτος μας επισκέπτης… Πόσο; Σαράντα; Ναι, αλλά επειδή αναμένεται ευτυχές γεγονός, κάν’ τα τριάντα οκτώ, σε παρακαλώ… Καλέ μου άνθρωπε, σ’ ευχαριστώ και άμα τελειώσεις τη δουλειά, να στείλεις το τιμολόγιο στην οδό Ακαδημίας 96, για να το εισπράξεις, στον όγδοο όροφο, κινηματογραφική εταιρεία…».
Δώσαμε τα χέρια και το πρώτο παιδί τους, ο Βασίλης ο Βέγγος, απέκτησε παράθυρα και δύο μπαλκονόπορτες από εκείνη την πρώτη μας συνεργασία και που δίνοντας τα χέρια είπαμε όπως κοιταχτήκαμε στα μάτια «να μη χαθούμε, ε;».
Και δεν χαθήκαμε ΠΟΤΕ χωρίς να υπογράψουμε μεταξύ μας κανένα συμβόλαιο. Τι τα θέλαμε; Τα συμβόλαια είναι για να χαλάνε οι καλές συνεργασίες.

****
Εκείνη η πρώτη συνεργασία μας συνεχίστηκε 6 χρόνια αργότερα, όταν με τη σειρά του ζήτησε τη συνεργασία μου. Ήταν μετά τα ολέθρια οικονομικά αποτελέσματα των «Ταινιών γέλιου» που τον οδήγησαν στη χρεοκοπία. Μου ζήτησε να του γράψω τον «Φαλακρό πράκτορα Νο2 στην επιχείρηση Γης Μαδιάμ» και κατεπειγόντως μια εύκολη κωμωδία για λογαριασμό του Φίνου που θα του έκανε την εργαστηριακή επεξεργασία στον 2ο «Φαλακρό πράκτορα». Το ίδιο μεσημέρι ανεβήκαμε στο στούντιο της Φιλοθέης για να δούμε ένα σκηνικό ταινίας του Φίνου που είχαν τελειώσει τα γυρίσματα, της «Ωραίας του κουρέα», αν δεν κάνω λάθος, δηλαδή ένα δρομάκι στην Πλάκα, με ένα μπαρμπέρικο, ένα καφενεδάκι, ένα ταβερνάκι, ένα διώροφο με μπαλκονάκι και κάτι ακόμα χαρακτηριστικά.
– Σου λέει τίποτα; με ρώτησε.
– Ο σκοπός είναι να σου αρέσει αυτό που θα σου γράψω…
«Βιάαααζομαι!» ήταν η τελευταία κουβέντα που μου είπε εκείνο το μεσημέρι και σε λίγες ημέρες είχε τις πρώτες σελίδες και όλο το «στόρι» του έργου. Ήταν το «Ασύλληπτο κορόιδο», όπου ο Θανάσης ήταν ο «ιστορικός μπαρμπέρης», με γείτονα τον «δωσίλογο» Παπαγιαννόπουλο και κάποιο πρωί καταφτάνουν οι Γερμανοί για να ξεθάψουν τον θησαυρό που είχαν καταχωνιάσει στην αυλή του μπαρμπέρικου εγκαταλείποντας την Ελλάδα. Ήταν Χούντα τότε που το έγραψα και βρήκα την ευκαιρία να πω «πράματα» που πολλά ισχύουν και σήμερα. Την περασμένη εβδομάδα μιλώντας στη «Μηχανή του χρόνου» του Χρήστου Βασιλόπουλου θυμηθήκαμε την ταινία και είναι αυτός που μου είπε «γιατί δεν την ξαναγράφεις για θέατρο; Είναι εντελώς σημερινό». Αν κάποια στιγμή το δείτε να παίζεται, η ιδέα δεν είναι δική μου, είναι του Χρήστου. Δεν είναι λοιπόν σπουδαία μόνο η «Μηχανή του χρόνου», μια από τις καλύτερες παραγωγές της Κρατικής Τηλεόρασης, είναι και ο Βασιλόπουλος σπουδαίος… «ιδεοδότης»!
Για τον Θανάση όμως λέγαμε… Από πού να αρχίσεις και πού να σταματήσεις. Δεν έχουν τελειωμό. Νομίζω ότι πρέπει να αρχίσω να ετοιμάζω κι άλλο βιβλίο για τον αγαπημένο φίλο, συνεργάτη και σύντροφο.
Απορώ γιατί το συζητώ. Από αύριο κιόλας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ