ΓΚΕΤΟ ΑΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Κάνοντας τον απολογισμό των τελευταίων είκοσι χρόνων, μένει κανείς κατάπληκτος για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσθηκε ένα φαινόμενο, το οποίο δεν έπληξε μόνο την Ελλάδα, αλλά πουθενά δεν έμεινε τόσο ανεξέλεγκτο και δεν πήρε τέτοιες διαστάσεις. Πολύ περισσότερο, όταν η χώρα, λόγω αφενός της γεωγραφικής της θέσεως και αφετέρου των προβλημάτων εθνικής ασφάλειας που αντιμετωπίζει, θα έπρεπε να είναι διπλά προσεκτική απέναντι σ’ ένα θέμα που επηρεάζει άμεσα την εθνική και κοινωνική συνοχή της και τη δημόσια και εθνική της ασφάλεια. Ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές ηγεσίες της περιόδου αυτής χειρίσθηκαν τα πράγματα στον τομέα της λαθρομεταναστεύσεως είναι εφάμιλλος του τρόπου με τον οποίο χειρίσθηκαν την οικονομία του τόπου και οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση. Είχαν, άλλωστε, την ίδια πηγή εμπνεύσεως: τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας, κατά την αρχή της περιόδου αυτής, ο Κώστας Σημίτης, αποφαινόταν δημοσίως, με μεγάλη πολιτική σπουδαιοφάνεια, ότι η Ελλάδα, μια χώρα με περίπου 97% εθνική συνοχή, «πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική». Υπονοούσε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για να «προσαρμοσθεί» στην παγκοσμιοποίηση και να «εκσυγχρονισθεί», μια και, κατά τον ίδιο, ένας από τους λόγους της καθυστερήσεώς της ήταν δήθεν η εμμονή της στην «ιδιαιτερότητά» της. Πώς γίνεται, λοιπόν, μια τέτοια χώρα «πολυπολιτισμική»; Ανοίγοντας, προφανώς, τα σύνορα και χαλαρώνοντας τους ελέγχους. Έτσι εξηγείται το παράδοξο ότι προηγουμένως, πριν δηλαδή από την έναρξη της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, κατά τη δεκαετία του ’90, η Ελλάδα μπορούσε να ελέγχει τα σύνορά της και μετά δεν μπορούσε δήθεν να το κάνει.
Υπήρξε συνειδητή πολιτική ανοίγματος της χώρας στη λαθρομετανάστευση, στο πλαίσιο της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης. Υπό άλλες συνθήκες, και στο πνεύμα του ελληνικού Συντάγματος που αναφέρεται στον ελληνικό λαό ως εθνικό σύνολο, η πολιτική αυτή θα στιγματιζόταν ως δολιοφθορά κατά της εθνικής συνοχής της χώρας.
Η πολιτική αυτή δεν περιορίσθηκε, άλλωστε, στην ανοχή της λαθρομεταναστεύσεως, που ήταν ένας από τους κύριους πυλώνες μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για τη μετάλλαξη της Ελλάδος από εθνικό σε «πολυπολιτισμικό», παγκοσμιοποιημένο κράτος. Άρχισε, παραλλήλως, ως δεύτερος κύριος πυλώνας, η υπόθαλψη της προπαγάνδας κατά του εθνικού κράτους και του έθνους και η προώθηση, υπό τον μανδύα του «εκσυγχρονισμού» και του «εξευρωπαϊσμού», της πολιτικής της εθνικής αποδομήσεως στην παιδεία.
Η πολιτική Σημίτη, υπό το κράτος της πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής της αμερικανόπνευστης παγκοσμιοποίησης, συνεχίσθηκε και επί κυβερνήσεως Καραμανλή και της σημερινής κυβερνήσεως. Σε ό,τι αφορά την τελευταία, είναι άκρως ενδεικτικό το γεγονός ότι, παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις του σημερινού πρωθυπουργού για δήθεν μηδενική ανοχή στη λαθρομετανάστευση, το πρώτο νομοσχέδιο που έσπευσε να φέρει στη Βουλή αφορούσε ακριβώς το αντίθετο. Νέα δηλαδή μαζική νομιμοποίηση λαθρομεταναστών.
Δεν είναι, λοιπόν, απορίας άξιον ότι το κύμα των λαθρομεταναστών προς την Ελλάδα γιγαντώθηκε και έφτασε να είναι ετησίως περί τις 140.000 άτομα, περίπου δηλαδή όσο και μια πόλη σαν τη Λάρισα.
Ένα άλλο πολιτικό παράδοξο σ’ αυτό το θέμα είναι ο υπερκερασμός της παραπάνω κυβερνητικής πολιτικής, που εμπνέεται από την παγκοσμιοποίηση, από τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς. Τα τελευταία νομίζουν ότι επιτελούν «διεθνιστικό» έργο, συντασσόμενα αναφανδόν υπέρ των λαθρομεταναστών, που παρουσιάζονται αδιακρίτως είτε ως «οικονομικοί πρόσφυγες» είτε ως πρόσφυγες από πολέμους και φυσικές καταστροφές. Γιατί όμως δεν έρχονταν οι «πρόσφυγες» αυτοί στην Ελλάδα πριν από το ’90; Δεν υπήρχε προηγουμένως μεγαλύτερη ακόμη φτώχεια και δυστυχία στον Τρίτο Κόσμο; Δεν υπήρχαν επίσης και τότε πόλεμοι και φυσικές καταστροφές; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απλή. Άρχισαν να έρχονται, όταν, με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης, άνοιξαν τα σύνορα, με την πολιτική της ανοχής σ’ εθνικό και σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΟΡΑΤΗ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΠΑΓΟΒΟΥΝΟΥ
Η κατάληψη από λαθρομετανάστες του ιστορικού κέντρου των Αθηνών και η μετατροπή του σε γκέτο είναι από μόνη της ενδεικτική και συμβολική του μεγέθους που έχει πάρει το πρόβλημα της λαθρομεταναστεύσεως, που έμεινε επί δύο δεκαετίες ανεξέλεγκτο.
Πέρα από τις δεδομένες ευθύνες των κυβερνήσεων, αναρωτιέται κανείς ποια ήταν, όλ’ αυτά τα χρόνια, η πρόνοια και η αντίδραση επίσης των δημάρχων αυτής της πόλεως. Παρακολούθησαν, αδρανείς και άβουλοι, τη μετατροπή της πρωτεύουσας της χώρας και μιας από τις ιστορικότερες πόλεις του κόσμου σε χωματερή λαθρομεταναστών και, στη συνέχεια, σε γκέτο ανομίας και εγκληματικότητας.
Ο σημερινός δήμαρχος, αν κρίνει κανείς από τις δηλώσεις και τις εξαγγελίες του, πλειοδοτεί στην ίδια γραμμή, ακόμη και τώρα, όταν τα πράγματα έχουν φθάσει σε σημείο εκρήξεως. Προβάλλει ως συνταγή επιλύσεως του προβλήματος την «ανακαίνιση» του ιστορικού κέντρου, ως το πρόβλημα να ήταν τεχνικό. Είν’ εύκολο όμως ν’ αντιληφθεί κανείς τον χαρακτήρα του προβλήματος, εάν ανατρέξει στον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε. Χωρίς αποτελεσματικές δράσεις προς την κατεύθυνση αυτή, δεν μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα και να επανέλθει η κατάσταση σε συνθήκες που αρμόζουν στην πρωτεύουσα της χώρας και στην ασφάλεια, αξιοπρέπεια και απλή καθημερινότητα των κατοίκων και των επισκεπτών της.
Το γεγονός όμως ότι η ανομία και η εγκληματικότητα στο κέντρο των Αθηνών φτάνει ευκολότερα στη δημοσιότητα και στα μέσα επικοινωνίας, δεν πρέπει να αποκρύβει το μέγεθος του προβλήματος σε άλλες συνοικίες των Αθηνών και σε άλλες πόλεις, με πρώτες στη σειρά την Πάτρα και την Ηγουμενίτσα.
Ακούμε από χρόνια τις απεγνωσμένες φωνές των κατοίκων του Αγίου Παντελεήμονα, που βρέθηκαν ξαφνικά, με τη συρροή αμέτρητων λαθρομεταναστών, σε κατάσταση πολιορκίας, μέσα στην ίδια την πατρίδα τους. Το ίδιο συνέβη και με άλλες ιστορικές συνοικίες των Αθηνών: την πλατεία Βάθη, την πλατεία Αττικής, το Μεταξουργείο, την Κυψέλη, τα Πατήσια. Το ίδιο συμβαίνει και σε πόλεις όπως η Πάτρα και η Ηγουμενίτσα, όπου συνωθούνται, υπό άθλιες συνθήκες, πλήθη λαθρομεταναστών, που ελπίζουν ότι θα κατορθώσουν, παράνομα, να μεταβούν στη Δυτική Ευρώπη. Είναι γνωστό όμως με πόσο δρακόντειο τρόπο απωθεί η Ιταλία, πίσω στην Ελλάδα, όποιον λαθρομετανάστη κατορθώσει να αποβιβασθεί στις ακτές της. Είναι γνωστή επίσης η Συνθήκη Δουβλίνο ΙΙ, με βάση την οποία όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν το δικαίωμα να επαναπροωθήσουν στην Ελλάδα όποιον λαθρομετανάστη μεταβεί εκεί, μέσω του χώρου της Συνθήκης Σένγκεν, εάν έχει νομιμοποιηθεί στην Ελλάδα. Το πρόβλημα επομένως είναι πολύ ευρύτερο και δεν αντιμετωπίζεται με απάθεια και λόγια, όπως επίσης δεν συγκαλύπτεται με θόρυβο και καταγγελίες για Ακροδεξιά και δήθεν ρατσισμό και ξενοφοβία. Αντιθέτως, εάν δεν αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά, έστω και τώρα, είναι βέβαιο ότι θα πολλαπαλασιασθούν και τα φαινόμενα αυτοδικίας και τα φαινόμενα ακραίων αντιδράσεων, κάτω από την επήρεια των αυξανομένων παθών, της αγανακτήσεως και του φόβου.
Το πρόβλημα δεν είναι αστυνομικό. Είναι πρωτίστως πολιτικό. Η αστυνομία μπορεί και πρέπει να πάρει πρόσθετα μέτρα ασφαλείας. Δεν μπορεί όμως να επιλύσει το πρόβλημα, γιατί την υπερβαίνει.

Η ΑΝΟΜΙΑ ΚΑΙ
Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΟΝΕΣ
ΔΥΣΑΡΕΣΤΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ
Η ανομία και η εγκληματικότητα αγγίζει άμεσα τον κάθε πολίτη στην καθημερινή του ζωή. Είναι γι’ αυτό πιο αισθητές από άλλες συνέπειες που έχουν πιο αφηρημένο αλλά στρατηγικό χαρακτήρα για τη χώρα. Είναι πολύ ενδεικτικές από την άποψη αυτή δηλώσεις κατοίκων του κέντρου των Αθηνών και ορισμένων συνοικιών ότι ζουν καθημερινά μέσα σε κλίμα φόβου και ότι αναγκάζονται να κλείνονται στο σπίτι τους από τις 8 η ώρα το βράδυ, «όπως στην Κατοχή».
Το ίδιο όμως το γεγονός ότι η λαθρομετανάστευση έγινε ήδη για την Ελλάδα μέγα θέμα εσωτερικής ασφάλειας και τάξεως, σηματοδοτεί εμμέσως τον κίνδυνο αλλαγής στη γεωπολιτική κατάσταση του ελληνικού εθνικού χώρου. Ο κίνδυνος αυτός ενισχύεται, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν, πρώτον, το γεγονός ότι είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των λαθρομεταναστών και, δεύτερον, ότι οι περισσότεροι προέρχονται από μουσουλμανικές χώρες, οι οποίες κατατάσσονται μάλιστα μεταξύ των πιο φανατικών του είδους.
Η Ελλάδα ήταν μια χώρα με εκπληκτική εθνική συνοχή και πολιτιστική ομοιογένεια. Ο χαρακτήρας της αυτός της έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας και την ανεδείκνυε σαφώς σε ιστορικό πολιτιστικό σύνορο της Ευρώπης. Τον ρόλο αυτό διεδραμάτισε, άλλωστε, ιστορικά η Ελλάδα από τον Μαραθώνα μέχρι το Βυζάντιο και τη σύγκρουση μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ.
Η εγκατάσταση στην Ελλάδα, με την ενεργό παρεμβολή της Τουρκίας, που υποθάλπει τη λαθρομετανάστευση, μαζικών μουσουλμανικών πληθυσμών, οδηγεί σε αλλαγή των γεωπολιτικών δεδομένων στον ελληνικό εθνικό χώρο. Υπονομεύει την ελληνική εθνική ασφάλεια και τον ρόλο της Ελλάδος ως ευρωπαϊκού πολιτιστικού συνόρου. Δημιουργεί, τέλος, τις δημογραφικές προϋποθέσεις για την άσκηση από την Άγκυρα νεοοθωμανικής πολιτικής στην Ελλάδα. Εάν παγιωνόταν μια τέτοια κατάσταση στην Ελλάδα, θα ήταν το μεγαλύτερο γεωπολιτικό πλήγμα που θα κατέφερε, υπογείως, η Άγκυρα στη χώρα μας.
Καραδοκεί επίσης ένας άλλος κίνδυνος: Η Ελλάδα, που είχε μέχρι τώρα προβλήματα μόνο με την Τουρκία και όχι με τον άλλο μουσουλμανικό κόσμο, να βρεθεί στο επίκεντρο προβλημάτων, λόγω των μουσουλμάνων λαθρομεταναστών στην Ελλάδα, που θα την έφερναν σε αντίθεση με ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο.

ΕΠΕΙΓΟΥΝ ΔΡΑΣΤΙΚΑ
ΜΕΤΡΑ ΑΜΕΣΩΣ
Η Ελλάδα, που είναι βυθισμένη στην οικονομική κρίση και αναζητά διέξοδο, καλείται ν’ αντιμετωπίσει παραλλήλως και ένα άλλο αυτοδημιούργητο πρόβλημα: τη λαθρομετανάστευση. Όπως έδειξε η κατάσταση στο κέντρο των Αθηνών, το πρόβλημα είναι σε σημείο εκρήξεως και δεν επιδέχεται πλέον καμιά αναβολή. Δεν πρέπει, άλλωστε, να υποτιμάται ο κίνδυνος πολύ ευρύτερων αναταραχών και συγκρούσεων, εάν παραταθεί, ως έχει, η σημερινή κατάσταση.
Είναι όμως προφανές ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν μπορεί να γίνει εάν δεν εγκαταλειφθεί η ισχύουσα, δυστυχώς, ακόμη ιδεολογίστικη πολιτική για τη λαθρομετανάστευση. Η ευθύνη βαρύνει ευθέως τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος είναι γνωστός από παλιά θιασώτης και υπέρμαχος της πολιτικής αυτής.
Το πρώτο που πρέπει να πράξει η Ελλάδα είναι να σταματήσει αμέσως αυτήν την αστειότητα, με το λεγόμενο «πολιτικό άσυλο». Όλοι οι λαθρομετανάστες προσέρχονται στα σύνορα, καταλλήλως δασκαλεμένοι από τους διακινητές δουλεμπόρους, κουνώντας ένα φύλλο χαρτί, στο οποίο αναγράφεται το σχετικό άρθρο της Οδηγίας της ΕΕ για το «πολιτικό άσυλο». Ότι δηλαδή δεν απωθείται στα σύνορα οποιοσδήποτε αιτητής πολιτικού ασύλου, αλλά του επιτρέπεται η είσοδος και η παραμονή στη χώρα, μέχρι τη διερεύνηση, διά της δικαστικής οδού, εάν είναι πράγματι πολιτικός πρόσφυγας και αν δικαιούται πολιτικού ασύλου.
Με το πρόσχημα αυτό, παρέχεται ουσιαστικά στους πάντες άδεια εισόδου και προσωρινής παραμονής. Επιδίδεται μόνο σ’ αυτούς, για τα μάτια του κόσμου, ένα έγγραφο, με το οποίο καλούνται να εγκαταλείψουν μόνοι τους τη χώρα μέσα σε 30 ημέρες. Το κράτος μετατρέπεται έτσι, εκ των πραγμάτων, σε ανταποκριτή και συνεργό των δουλεμπόρων. Οι τελευταίοι δεν χρειάζεται να μεταφέρουν τους λαθρομετανάστες μέχρι την Αθήνα. Τους μεταφέρουν μέχρι τα σύνορα. Από κει και πέρα μπορούν να πάρουν νομίμως το ΚΤΕΛ ή το πλοίο και να φθάσουν στο γκέτο των Αθηνών.
Η Ελλάδα έχει νομίμως το δικαίωμα από τη Συνθήκη Σένγκεν να επικαλεσθεί λόγους «εθνικής ασφάλειας» και να αναστείλει μονομερώς την εφαρμογή του σχετικού άρθρου της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το «πολιτικό άσυλο». Δεν υπάρχει τίποτε το υπερβολικό ή το παράλογο σ’ αυτήν τη θέση. Είναι στοιχειώδης άσκηση της εθνικής κυριαρχίας για την προστασία της χώρας από μια καταφανή κατάχρηση.
Εάν η Ευρώπη επιμείνει σε μια τέτοια καταχρηστική εφαρμογή της Οδηγίας αυτής, η απάντηση της Ελλάδος θα είναι τότε πολύ απλή. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο αριθμός των λαθρομεταναστών ψευδοπροσφύγων θα κατανέμεται αναλογικά σε όλες τις χώρες-μέλη. Δεν είναι δυνατόν να θέλουν ορισμένες χώρες ν’ ασκούν πολιτική υπερφιλελεύθερου πολιτικού ασύλου στην πλάτη άλλων χωρών. Το δεύτερο που έχει να πράξει η Ελλάδα είναι να αναθέσει αμέσως στον στρατό τη φύλαξη των συνόρων. Με ποια λογική αφαιρέθηκε από τον στρατό το έργο αυτό, που βρίσκεται στο κέντρο της αποστολής του; Οποιοδήποτε άλλο σώμα, περιλαμβανομένης της ευρωπαϊκής Frontex, έχει συμπληρωματικό και επικουρικό χαρακτήρα. Το τρίτο που έχει να πράξει η Ελλάδα είναι η κατασκευή φράκτη σ’ ολόκληρη τη γραμμή των ελληνοτουρκικών συνόρων στη Θράκη και η ενίσχυση των αποτρεπτικών μέσων στο Αιγαίο. Δεν είναι δυνατόν να είναι η χώρα ξέφραγο αμπέλι, όταν αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα, οικονομικά, κοινωνικά και εθνικής ασφάλειας.
Το τέταρτο είναι η εφαρμογή αμέσως των εξαγγελιών του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για την επαναπροώθηση στις χώρες τους όλων των παρανόμων μεταναστών στην Ελλάδα.
Πάνω στη βάση αυτή, η Ελλάδα μπορεί και δικαιούται, ως κύρια πύλη εισόδου των λαθρομεταναστών στην Ευρώπη, να ζητήσει και να πάρει αυξημένη ευρωπαϊκή βοήθεια για την αντιμετώπιση του προβλήματος της λαθρομεταναστεύσεως. Μπορεί επίσης και πρέπει να ζητήσει, στη συνέχεια, την κατάργηση της Συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ, που πολύ κακώς τη δέχθηκε επί κυβερνήσεως Σημίτη, υπό το βάρος των κατηγοριών των άλλων ευρωπαϊκών χωρών ότι είναι χαλαρή στον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως.
Πέρα όμως απ’ αυτά, οι ιθύνοντες, όπως και άλλοι, πρέπει επιτέλους να κατανοήσουν ότι τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης για το έθνος και το εθνικό κράτος είναι πολύ επικίνδυνα και καταστρεπτικά για την Ελλάδα. Το εθνικό κράτος είναι η βάση της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας και έχει βγει από αγώνες για την ελευθερία και από των Ελλήνων τα κόκαλα τα ιερά.


Σχολιάστε εδώ