ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ

Μια χώρα ταλαιπωρημένη και καθημαγμένη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο, και, φυσικά, τις συνέπειες όλων αυτών που κράτησαν ως τα τέλη της δεκαετίας του ʼ50. Γεγονότα και συνέπειες που μας στοιχειώνουν ακόμα, αφού οι εμπειρίες καταγράφονται ως κομμάτι της ζωής μας, του πρόσφατου παρελθόντος, προσδιορίζοντας και το σήμερα αλλά –σε σημαντικό βαθμό– και τη μελλοντική μας διάθεση. Επειδή ο κινηματογράφος, αλλά και το θέατρο, δεν είναι απλώς η αποτύπωση της πραγματικότητας αλλά η καταγραφή της με στοιχεία υπερβολής, ο Θ.Β. (όπως και ο ίδιος υπέγραφε συχνά τις ταινίες του) κατόρθωσε να δημιουργήσει/αναπαραστήσει την εικόνα του Νεοέλληνα που παλεύει αδιάκοπα να τα βγάλει πέρα σε συνθήκες δύσκολες, φτώχειας, στερήσεων και χρημάτων μετρημένων μέσα στις φθαρμένες τσέπες πολυφορεμένων παντελονιών. Αποτύπωσε, έβγαλε στον αέρα τον Έλληνα που σκαρφίζεται πράγματα για να επιβιώσει, που δουλεύει πολύ και με ποικιλία, που έχει τιμή και φιλότιμο. Συχνό παράδειγμα στις ταινίες του η υποχρέωση να παντρέψει πρώτα τις αδερφές του και μετά να αποκατασταθεί ο ίδιος, κι ας έχει αίσθημα-αρραβώνα καμιά δεκαριά χρόνια και ταλαιπωρεί την άτυχη κοπέλα, που κι αυτή έχει αδέρφια. Τα οποία με τη σειρά τους την πιέζουν «να αποκατασταθεί», έτσι ώστε να έρθει και η δική τους σειρά, μια και δέχονται ανάλογες πιέσεις από τα κορίτσια τους και τις οικογένειές τους. Περιέγραψε ο πηγαίος αυτός άνθρωπος και εξέφρασε τις αρχές και το περιεχόμενο μιας εποχής που προσδιόρισε όσα ζούμε σήμερα. Μια βιασύνη για εξέλιξη, ένα εκτεταμένο σύνδρομο στέρησης που προέρχεται από την κατοχή και εκφράζεται με την τάση «ας βάλω κάτι στην άκρη», κι όχι απαραιτήτως χρήματα, αλλά το σπίτι πρέπει να έχει λάδι, ζάχαρη, αλεύρι για ώρα ανάγκης, αλλά και πλάκες σοκολάτας υγείας, κάτι που εξελίχθηκε σε εισβολές μας στα σούπερ μάρκετ κάθε φορά που παρουσιάζονταν συνθήκες αποσταθεροποίησης. Κατέγραψε και κατέδειξε το σχεδόν βίαιο πέρασμα της ελληνικής κοινωνίας από το τσεμπέρι στο τζιν κι από τη ζωή των κωμοπόλεων στην αστυφιλία. Μέσα σε αυτά δέσποζαν φιγούρες που ζούσαν μέσα από την αρπαχτή, άλλοτε φτωχοδιάβολοι μικροαπατεώνες, πορτοφολάκηδες, άλλοτε απόγονοι μαυραγοριτών της κατοχής που συνέχιζαν την παράδοση του σογιού τους προκειμένου να πλουτίσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται και να αποκτήσουν διαμέρισμα σε πολυκατοικία «καλής γειτονιάς». Την εποχή που υπήρχαν σε κάθε δρόμο το πολύ 4-5 αυτοκίνητα, άρχισε ξαφνικά να υπάρχει μια λατρεία προς το αυτοκίνητο κι αυτά ξεκίνησαν να πουλιούνται (αν και αρκετά ακριβά) σαν φρέσκο ψωμί. Στην αρχή κάτι σαν μόδα, λίγο αργότερα ως μέσο κοινωνικής καταξίωσης, κάτι που κορυφώθηκε τη δεκαετία ʼ75-ʼ85. Ακόμα και σήμερα η απόκτηση ενός καλού, επώνυμου αυτοκινήτου προσδίδει κύρος (ή έτσι θεωρεί αυτός που το αγοράζει και το κατέχει). Ασχέτως αν σε λίγο ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί να πληρώσει τις δόσεις και να το ξεχρεώσει. Τότε λοιπόν που το ΙΧ γίνεται μόδα, εξάρτημα-διαβατήριο κοινωνικής ανέλιξης, ο Βέγγος γίνεται –και– δάσκαλος οδήγησης, γιατί πριν απʼ αυτό έχει κάνει πολλά επαγγέλματα στη ζωή του. Αναγκάζεται να ανέχεται τις παραξενιές των πλουσίων ή ευκατάστατων κυριών που θέλουν να μάθουν «να σοφάρουν» κι εκεί προσπαθεί να δείξει ότι μερικά πράγματα δεν μπορείς να τα αγοράσεις, όπως είναι η γνώση, αλλά πρέπει να τα μάθεις.

Σκόρπισε γέλιο άφθονο με το παίξιμο και την υπερβολή του, αλλά κατά βάθος με την αναπαράσταση χαρακτήρων και καταστάσεων που συνέβαιναν δίπλα αλλά και μέσα στα σπίτια μας. Το έκανε χωρίς να θίξει κανέναν, χωρίς να ενοχλήσει ή να ειρωνευτεί καμιά κοινωνική τάξη, κανέναν συνάνθρωπο. Πρόσφερε χαρά και διαχρονική ευεξία (πάντα θα βλέπουμε με ευχαρίστηση και προσμονή τις ταινίες του) χωρίς να φορτώνει κανέναν με ενοχές για την καταγωγή, τη δουλειά, τις ατυχίες του. Θα εξακολουθήσουμε να βλέπουμε τις ταινίες του και να τον αγαπάμε αφού ήταν κάτι περισσότερο από «ένας από εμάς», ήταν κομμάτι απʼ τη ζωή, τις ανάγκες και τις εξομολογήσεις που ποτέ δεν κάναμε.


Σχολιάστε εδώ