Μια φορά και έναν καιρό
Χρονικά το «κάποτε» αυτό πρέπει να συνέβη γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ʼ50, δηλαδή καμιά πενηνταριά χρόνια πριν και βάλε, ήγουν σε μισού αιώνα παρελθόν, κατάλληλο μόνον για τους… ιστοριοδίφες. Φυσικά στην εποχή μας, που ο χρόνος τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και οι μέρες, οι μήνες, και τα χρόνια περνάνε δίχως καλά καλά να καταλάβεις πότε φύγανε, το να γυρνάς μισόν αιώνα πίσω μοιάζει με ένα γοητευτικό παραμύθι.
Θυμάται ο καλός γεράκος την εποχή που η Λαμπρή δεν τελείωνε με την ευωχία του οβελία και την περιφορά της Αγάπης, αλλά είχε κάποια συνέχεια την εβδομάδα της Διακαινησίμου. Την Τρίτη μετά το Πάσχα ειδικά, που ήταν και ημιαργία, υπήρχαν εκδηλώσεις στα Μέγαρα με τον «χορό της τράτας» και ως φινάλε την Παρασκευή, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, στηνόταν στο Μενίδι τρανταχτό πανηγύρι. Δύσκολη πάντα η ζωή, εργάσιμες όλες οι μέρες της εβδομάδος, με το οκτάωρο να έχει μονάχα θεωρητική εφαρμογή, ίδρωναν οι άνθρωποι για να βγάλουν το ψωμάκι τους και η παρουσία τους σε παρόμοια εκτός Αθηνών πανηγύρια δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ευτυχώς επινοήθηκαν οι «ημιαργίες» και τα κλειστά το απόγευμα καταστήματα συμπαρέσυραν κι άλλες επιχειρήσεις, κι έτσι κοντά στους εμποροϋπαλλήλους και πολλοί άλλοι εργαζόμενοι έπαιρναν μιαν ανάσα. Αλλά για να αποφασίσεις να πας στα τοπικά αυτά «παναούρια» έπρεπε να διαθέτεις μεταφορικό μέσον, που ελάχιστοι διέθεταν. Στην πιάτσα κυκλοφορούσαν και πουλιόντουσαν διασκευασμένα στρατιωτικά τζιπ που, αφού πολέμησαν τον Ρόμμελ στην αφρικανική έρημο, ήρθανε στην Αθήνα παρέα με τον Σκόμπυ, αποστρατεύθηκαν και τώρα προσφέρονταν σε όσους διέθεταν οκτώ ως δέκα χιλιάρικα για να τα αποκτήσουν. Υπήρχαν ακόμη και μερικά προπολεμικά που έβγαζαν στο σφυρί οι ξεπεσμένοι άρχοντες-αφεντικά τους, τα δε καινούργια, κυρίως αμερικάνικα, μετρημένοι ήσαν εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν… Κάποια χρονιά από εκείνες –θυμάται ο επιστολογράφος μας– απέκτησε η οικογένειά του αυτοκίνητο. Τι αυτοκίνητο, δηλαδή; Ένα κλειστό ημιφορτηγάκι ήταν, που όταν έφτασε σπίτι απαστράπτον φίλοι, γνωστοί και συγγενείς ενθουσιάστηκαν δεόντως, καθώς ένας «δικός μας άνθρωπος» ήταν κάτοχος πολυπόθητης ρόδας και ευρύτατοι εκδρομικοί ορίζοντες ανοίγονταν μπροστά τους. Αλλά ως κλειστό φορτηγό δεν διέθετε στο εσωτερικό του καθίσματα, άσε που η μεταφορά επιβατών απαγορευόταν αυστηρώς από την Τροχαία… Ποιος τα προσέχει όμως αυτά; Αμέσως ξηλώθηκε ένας ξύλινος πάγκος από τον κήπο και τοποθετήθηκε προχείρως μέσα στο κουβούκλιο, προσφέροντας τέσσερις στριμωχτές θέσεις. Και οι εξορμήσεις αρχίσανε, με μόνιμους συνεπιβάτες γείτονες και φίλους.
Δεύτερη μέρα του Πάσχα ήταν όταν κουβέντα στην κουβέντα έπεσε η πρόταση να πάνε αύριο στα Μέγαρα να δούνε επιτέλους τον περίφημο «χορό της τράτας» που είχαν ακουστά. Τα Μέγαρα ήταν τότε μια πολύ μακρινή από την Αθήνα πόλις, ασχέτως εάν τις χώριζαν μονάχα 40 περίπου χιλιόμετρα. Η πρόσφατα κατασκευασμένη τότε οδός Καβάλας συναγωνιζόταν τη λιγοστή κίνηση της Ιεράς Οδού και κατέληγε όπως εκείνη στο Δαφνί. Κι από κει και πέρα ένας στενός κατηφορικός δρομάκος οδηγούσε κατευθείαν στα παραθαλάσσια κεντράκια του Σκαραμαγκά, με το μαριδάκι, το τραγανιστό καλαμαράκι και τα… δωμάτια δι’ οικογενείας, όπου νυχθημερόν γράφονταν ρομάντζα και κερατώματα υπό τον φλοίσβο των κυμάτων της πεντακάθαρης θάλασσας. Άφησαν προς στιγμήν τη σκέψη τους οι επιβάτες του οχήματος να πάρει τη θέση των τρισόλβιων θαμώνων των εν λόγω ζυθεστιατορίων κι εξακολούθησαν ν’ απολαμβάνουν όσο μπορούσαν τη θέα του τοπίου και κυρίως του ολοκαίνουργιου διυλιστηρίου, με τη φλόγα που έκαιγε μέρα νύχτα και όλοι σταμάταγαν να τη φωτογραφίσουν. Και η πορεία προς τα Μέγαρα συνεχιζόταν μέσα από την Ελευσίνα, την οποία έπρεπε απαραιτήτως να διασχίσουν είτε πήγαιναν στην Πελοπόννησο είτε στη… Θήβα. Στον δρόμο τους συνάντησαν μιαν άλλη πευκόφυτη εξοχή, το Μεγάλο Πεύκο, με τα κεντράκια του, τα ψαράκια του και τα δωμάτια δι’ οικογενείας του. Κάποτε, ύστερα από μόλις μιάμισης ώρας διαδρομή, μπήκανε θριαμβευταί στα Μέγαρα, όπου ήδη στις παρυφές τους βρισκόταν σε εξέλιξη ο πανάρχαιος «χορός της τράτας», που τον χόρευαν κατά μέτωπο πιασμένες σταυρωτά νεαρές Μεγαρίτισσες με φόντο διάφορους μικροπωλητές, ενώ ένα πλήθος καθισμένο όπου λάχει αμφιθεατρικά ήσαν οι θεατές.
Πεζός «μέχρι μυελού οστέων», προφανώς, ο επιστολογράφος παρακάμπτει ευσχήμως τα του χορού, ο οποίος άλλωστε στάθηκε η αφορμή της… εκστρατείας τους, και παραδίδεται σε αναμνήσεις γαστριμαργικές, κατευθύνοντάς μας με λυρικές περιγραφές στην Πάχη για λιαστό χταπόδι στα κάρβουνα στου μονόχειρα λόγω αλιείας με δυναμίτη Γεράσιμου, που εθεωρείτο πρύτανης σε αμφότερα: στο χταπόδι και στον δυναμίτη…
Λογικά, κάπου εδώ έπρεπε ο φίλος να τελειώσει την επιστολή του με τις μεταπασχαλινές του αναμνήσεις. Να του εκφράσουμε με κατανόηση τη συμπάθειά μας, άντε και να τον συγχαρούμε για τη ζωντάνια της μνήμης του (διότι τα κατά συνθήκην ψεύδη είναι το φόρτε μας), έστω κι αν μουρμουρίζαμε μέσα μας «δεν πας να κουρεύεσαι…», αλλά αυτός μετέτρεψε το γράμμα του σε αρμένικη βίζιτα και συνέχισε να μας βουρλίζει με την υπέροχη εκδρομή τους και τα εξαίσια σουβλάκια που ντερλικώσανε στον σιδηροδρομικό σταθμό Μεγάρων όπου κατέληξαν και όπου έκανε στάση «η ατμήλατος αμαξοστοιχία», κοινώς ο Μουτζούρης, για να προσθέσουν νερό στην ατμομηχανή από τον «υδατόπυργο» και επ’ ευκαιρία να γευθούν οι επιβάτες κατ’ έθιμο τ’ απαραίτητα «καλαμάκια». Δίπλα στο κτίριο του σταθμού, μέσα σε έναν δροσερό κήπο με πανύψηλα δένδρα, στεγαζόταν το κυλικείο, με καλόγουστα τραπεζάκια που απλώνονταν μέχρι την αποβάθρα. Θαμώνες του δεν ήτανε οι επιβάτες που περίμεναν με τις βαλίτσες τους το πάντα καθυστερημένο τραίνο, διότι, ως γνωστόν, ο εκνευρισμός του ταξιδιού δεν σ’ αφήνει να… παλουκωθείς. Πελάτες του ήσαν κάτοικοι της περιοχής που το είχανε σαν στέκι για να περάσουνε την ώρα τους χαζεύοντας και να κατατοπιστούνε για να σχολιάσουν με υπονοούμενα όσες επέστρεφαν από την Αθήνα. Ρίχνανε και κανένα κρυφό όνειρο καθώς το τραίνο μ’ ένα τσαφ-τσαφ ξεκίναγε σφυρίζοντας μέσα σε τούφες καπνού. Σιδηροδρομικοί υπάλληλοι των ΣΠΑΠ με μπλε καλοσιδερωμένες στολές περιφέρονταν στον ευρύτερο χώρο, όπου ήσαν αραγμένα μερικά καφετιά ξύλινα φορτηγά βαγόνια. Εκεί, σύμφωνα με τον επιστολογράφο μας, αριβάρισε το φορτηγάκι με την οικογένεια, παρκάρισαν μπροστά στον σταθμό και στρωθήκανε στα τραπεζάκια. Ο δωδεκάχρονος γιος του μαγαζάτορα, ο Ιερόθεος, που εκτελούσε καθήκοντα σερβιτόρου και ολίγον σεφ, πήρε παραγγελία σαν σε πλειοδοτικό διαγωνισμό, μιας και ο αναθρώσκων καπνός της κνίσας τους κέντριζε τη μύτη κι αύξανε τον αριθμό των «φέρε».
Αυτή ίσως η σκηνή να ξύπνησε τις μνήμες στον γεράκο μας τώρα που η χοληστερίνη και η πίεση ορθώνουν τα αδυσώπητα «φερμπότεν» των γιατρών και το ‘ριξε στην αλληλογραφία σαν αντίδοτο στο γιαούρτι που τον ταΐζουν με τα μηδέν λιπαρά…