Έφυγε ο καλός μας άνθρωπος…
Τον Θανάση Βέγγο είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μέσα από το MEGA με αφορμή μια αποστολή για την επιτυχημένη σειρά της Κάκιας Ιγερινού «Περί ανέμων και υδάτων»… Τον είχα πάρει στο κατόπι αλλά εκείνος από τότε που πικράθηκε από τους δημοσιογράφους είχε ορκιστεί να μην τους ξαναμιλήσει… Είκοσι χρόνια λένε ότι κράτησε τη σιωπή του και την έσπασε πριν από καιρό ο Τέρενς Κουίκ με μια συνέντευξή του στην ΕΤ-3. Στο κρατικό κανάλι της Βόρειας Ελλάδας άλλωστε ήταν και η τελευταία του τηλεοπτική δουλειά και πάλι με την Κάκια Ιγερινού, σε ένα αφηγηματικό οδοιπορικό για τη Θεσσαλονίκη…
Τις ημέρες αυτές που έζησα τον Θανάση Βέγγο στην Κέρκυρα κατάλαβα τι σημαίνει «καλός άνθρωπος»… Σθεναρά δεν ήθελε να μου δώσει συνέντευξη, αλλά κάθε μέρα με κερνούσε. «Θες υποβρύχιο, μήπως γκαζόζα, ένα παγωτό χωνάκι, κάτι θα πάρεις, δεν μπορεί…». Μου μιλούσε για τα εγγόνια του, μαζί του είχε και τη γλυκιά σύζυγό του, για τα λουλούδια της αυλής του και ρωτούσε για μένα, για τη δουλειά μου αλλά και την οικογένειά μου…
Σ’ αυτά τα γυρίσματα με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, την Ελένη Χατζηαργύρη και τον Θανάση Βέγγο στα καντούνια της Κέρκυρας, στο Αχίλλειο γνώρισα έναν απόλυτα εργατικό, επαγγελματία ηθοποιό που ζητούσε ο ίδιος να ξαναγυρίσει τη σκηνή όταν δεν τα έλεγε καλά… Μέσα στη ζέστη, στον κόσμο δεν αρνήθηκε αυτόγραφο ή φωτογραφία από κανένα, έβγαζε παλικαρίσια το πρόγραμμα και μετά πείραζε τις κυρίες της σειράς για τα καπέλα τους…
Μόνο μια σκηνή στο λιμάνι όπου θα έπρεπε να μπει και να βγει από το πλοίο την είχε γυρίσει πάνω από δέκα φορές και δεν γκρίνιαξε και ας ήταν ντάλα ο ήλιος. Απόλυτα ευγενής και γελαστός, με το καπελάκι του, το γνωστό τρεχάτο βήμα, έδινε συμβουλές στους νέους ηθοποιούς και τους νουθετούσε σαν παππούς… Καμία παραξενιά, κανένα σταριλίκι…
Ακόμη και αυτή η σιωπή, που τότε με είχε πικράνει, μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν από γινάτι αλλά από απόλυτη ταπεινότητα…
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στις 29 Μαΐου του 1927, μοναχοπαίδι μιας οικογένειας με μέτρια εισοδήματα αλλά και αριστερά φρονήματα, πράγμα που οδήγησε τον πατέρα του Βασίλη Βέγγο στην ανεργία, όταν απολύθηκε εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων του από την Εταιρεία Ηλεκτρισμού. Από μικρός ρίχτηκε στη σκληρή δουλειά και στη βιοπάλη, στην επεξεργασία δερμάτων, όχι μόνο για να βγει το μεροκάματο για εκείνον αλλά για όλη την οικογένεια. Βρήκε τελικά το δρόμο του το 1953 κι ήταν ο δρόμος του κινηματογράφου μέσα από την ταινία «Μαγική πόλη», την πρώτη ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη.