ΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥ

Πλήθος οι μνήμες από την κατανυκτική ατμόσφαιρα όπως τη χαϊδεύει τρυφερά το απαλό αεράκι του Επιταφίου συνοδευμένο από το ανεπανάληπτο «γλυκύ μου έαρ» και άλλο τόσο και από τα μεσάνυχτα της Ανάστασης που οι εκρήξεις που μας τρόμαζαν κάποτε ήταν από τα βαρελότα και τα βεγγαλικά και όχι από τις μολότοφ των αντιεξουσιαστών του Εξαρχειακού παρακράτους.
Από αυτές τις αξέχαστες πασχαλιάτικες μνήμες ξεχωρίζω μία, πριν από 27 χρόνια, Πάσχα ανήμερα, στο μεγαλύτερο θέατρο της Νέας Υόρκης, στο θρυλικό «Μάντισον», με 4.500 θεατές, με σολντ άουτ των εισιτηρίων, που δίναμε την πρεμιέρα του «Τρελού του λούνα παρκ» και που όλη εκείνη η λαοθάλασσα, χωρίς να πέφτει καρφίτσα, είχε έρθει για να χειροκροτήσουν τον αγαπημένο τους Θανάση, αφήνοντας γιορτάσιμη ημέρα μισοφαγωμένο τον παραδοσιακό οβελία.
Ήταν μια συγκίνηση που δεν ξεπερνιέται με τίποτα, γι’ αυτό και παραμένει, ειδικά αυτή την εποχή που ο Θανάσης Βέγγος περνάει πολύ δύσκολες ώρες στην Εντατική ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό και κάθε φορά που ρωτάω τους δικούς του αν υπάρχει κάποια βελτίωση, η απάντηση είναι αρνητική. Ήταν φανταστικό εκείνο το Πάσχα. Ένας θίασος από την Ελλάδα, στο μεγαλύτερο θέατρο της Αμερικής, με θεατές της διασποράς, που είναι ζήτημα αν οι μισοί είχαν έρθει ποτέ στην Ελλάδα και που όταν τελείωσε η παράσταση, μέσα σε μια θύελλα χειροκροτημάτων, πολλοί φώναζαν «ζήτω». Για έναν πολύ απλό λόγο, επειδή εκείνο το έργο, γραμμένο κατά τη διάρκεια της Χούντας, έλεγε μέσα στο γέλιο και στην τρέλα του κάποιες μεγάλες αλήθειες που ισχύουν και σήμερα και θα το πω όπως το πιστεύω ακράδαντα, επειδή έβγαιναν από το στόμα ενός από τους καλύτερους κωμικούς – τραγικούς ηθοποιούς στον κόσμο, του Θανάση Βέγγου.
Θυμήθηκα εκείνο το Πάσχα, επειδή κάνω στο έργο κάποιες διορθώσεις, με την ευκαιρία που κάποιοι έχουν ξεσηκωθεί να το ξανανεβάσουν και θα είναι η 12η επανάληψή του, χωρίς να έχει γίνει ούτε κινηματογραφική ταινία ούτε τηλεοπτική παραγωγή και με άλλη αυτή τη φορά συγκρότηση θιάσου. Και με την ευχή να ξαναγίνει καλά ο Θανάσης και να κάτσω δίπλα του στην πρεμιέρα, στην πρώτη σειρά, για να χαρούμε ένα έργο που είναι τόσο δικό μου όσο και δικό του.
***
«ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ που με έκανε να δω την πραγματικότητα ήταν όταν μπήκαν στο σπίτι μου τέσσερις αλλοδαποί και με έδειραν ανηλεώς και με λήστεψαν», δηλώνει ο Νίκος Κούνδουρος, συμπληρώνοντας ότι «ως εδώ η ανόητη ευαισθησία και η γενναιόδωρη φιλοξενία στην εισβολή των ξένων στην Ελλάδα για να νιώσει ο μετανάστης ασφάλεια, στέγη, για να φάει και να πιει ελληνικό νερό». Ε, από την ώρα όμως που η βαρβαρότητα μπαίνει μέσα στο σπίτι σου τέρμα σε όλες αυτές τις εφηβικές παλαβομάρες, διατυπωμένες μάλιστα και με ανόητη σπουδαιοφάνεια και από πολιτικές ομάδες ανεξέλεγκτης σκοπιμότητας. Και δεν ξέρω αν είχαν συμβεί, αν και το καθημερινό αστυνομικό δελτίο τα αναφέρει, τα ίδια με την περιπέτεια του Νίκου Κούνδουρου και σε όλους αυτούς τους ελαφρόμυαλους και τους όψιμους υποστηρικτές των ανοιχτών συνόρων και της ελεύθερης φιλοξενίας των «γνωστών αγνώστων» μεταναστών, αν θα εξακολουθούσαν να τον κατηγορούν για «αλλαγή πορείας». Και ποιον οι ανόητοι; Τον Κούνδουρο, που και οικογενειακώς είχαν τον ελεύθερο λόγο -και όχι μόνο- για όπλο τους στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών.
Πότε επιτέλους θα σοβαρευτούμε; Όταν όλες οι περιφέρειες και οι γειτονιές θα γίνουν «γκέτο» σαν τον Άγιο Παντελεήμονα και δεν λέμε ότι όλοι οι μετανάστες και ειδικά οι λαθρόβιοι είναι κακοποιά στοιχεία. Μιλάμε όμως για εκείνους που ΕΙΝΑΙ! Και αν το Κράτος θέλει να βεβαιώσει την ύπαρξή του, ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ;

ΓΙΑ TOΝ ΝΙΚΟ
ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ
ΠΟΛΥ ΠΙΚΡΟ το εξάμηνο που έληξε με τις πρόσφατες αποχαιρετιστήριες ψύχρες του Απριλίου με μια σειρά από «αναχωρήσεις πολύ δικών μας ανθρώπων» που έφυγαν και πριν να προλάβουμε να συνέλθουμε από τον αποχαιρετισμό του ενός, ακολουθούσε ένας επόμενος το ίδιο οδυνηρός. Πρώτος που έφυγε ο Λάκης Μιχαηλίδης, παραγωγικότατος συγγραφέας τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, τον ακολούθησε ο εξαίρετος ζωγράφος Γιάννης Μόραλης με ένα τεράστιο εικαστικό έργο, ο επίσης ζωγράφος και σκηνογράφος στο θέατρο και περισσότερο στον κινηματογράφο Τάσος Ζωγράφος, με το ελάχιστο ανάστημα και το πολύ υψηλό φρόνημα που με τίποτα δεν το έβαζε κάτω, ο «δάσκαλος» της νεότερης θεατρικής μας οικογένειας Ιάκωβος Καμπανέλλης στις ίδιες μέρες με τη γυναίκα του τη Νίκη, συγχρόνως και ο νεότερος αλλά το ίδιο προοδευτικός συγγραφέας, ο Μπάμπης Τσικληρόπουλος, ο τραγουδιστής μιας άλλης γενιάς και μιας άλλης τραγουδιστικής «οπτικής» Μανώλης Ρασούλης και πρόσφατα Μεγαλοβδομαδιάτικα ένας ακόμα προσφιλέστατος τραγουδιστής, ο Νίκος Παπάζογλου, ο τραγουδιστής «των αποστάσεων», με την έννοια ότι με τον τρόπο που εκείνος ήθελε να τον ακούς και να δένεσαι μαζί του, όπως και να μένει μακριά από όλους, στον χώρο του, με μια δική του ποιητική και μελωδική διαλεκτική, κάνοντας τη μοναξιά του θρησκεία του. Όπως και είναι πολύ μεγάλη ιστορία να σε κάνει «δικό του» ένας τραγουδιστής έστω και με μια φράση μονάχα, τονισμένη με τις κατάλληλες νότες.
Το συνηθίζω πολλές φορές, όταν μου αρέσει να διαβάζω κάτι όμορφο από ένα συνάδελφο, να το μεταφέρω στη σελίδα μου, σε μια εποχή δημοσιογραφικής μισαλλοδοξίας, έτσι όπως το «μπράβο» από το στόμα μας είναι τόσο δυσκοίλιο.
Διάβασα όλα τα «αποχαιρετιστήρια» που γράφτηκαν για τον θάνατο του Νίκου Παπάζογλου και το καλύτερο ήταν της Έλενας Ακρίτα που έγραφε: «Εμείς που με τα χρόνια παρακολουθούσαμε τα ινδάλματά μας να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο, να εμπορεύονται τα όνειρά μας, να δημοπρατούν τις ακριβές μνήμες – εμείς, όλοι εμείς του χρωστάμε πολλά, γιατί μόνο εκείνος τραγούδησε τις λέξεις που δεν έβγαιναν απ’ το στόμα μας…».
Έλενα, μπράβο.
***
ΟΧΙ, δεν θα συμφωνήσω καθόλου με την άποψη ότι ο Ηλίας Ψινάκης αποτελεί ένα «άλλοθι» της σημερινής κοινωνίας, έτσι όπως τη βλέπουμε να αλλοιώνεται μεθοδικά και σταδιακά αποκτώντας υπερτροφικές διαστάσεις με λίπη ποικίλης ανθυγιεινής διατροφής. Θα έλεγα και να τερατοποιείται ακόμα να βγάζει γλώσσα αχαρακτήριστη σε πρόσωπα που κάποτε δεν τολμούσε να τους αντιμιλήσει, τώρα χωρίς σεβασμό, άσχετα στάθμης και υποστάθμης, ένεκα που άπασαι αι σταθμοί και αι υποσταθμαί ομοούσια Κοινωνία αποτελούν. Ούτε άλλωστε ότι ο Ψινάκης αποτελεί «μόρφωμα» των σημερινών καιρών, από τη στιγμή που «μορφώματα» ποικίλης οικονομικής επιφάνειας νοικιάζουν μέχρι παροπλισμένα ένδοξα πολεμικά σκάφη για δεξιώσεις της μιας χρήσεως, από εκεί και μετά γιατί ο καημένος ο Ψινάκης να αποτελεί «φαινόμενο δημοτικού συμβούλου πολλαπλής χρήσεως» εξαπολύοντας από τη δημοτική έδρα ξεφωνητά του τύπου «κάτσε κάτω, μωρή κοντή» σαν σκηνικό περίπου γυναικείου μπουγαδοκαβγά στο Βατραχονήσι. Θα μου πεις «ναι, αλλά ο Ψινάκης βγήκε πρώτος δημοτικός σύμβουλος του κορυφαίου δήμου της χώρας!» Και η Τσιτσιολίνα βγήκε μέλος της Ιταλικής Βουλής, άσχετο αν δεν ξαναβγήκε, απλούστατα επειδή δεν ανταποκρίθηκε στην πλάκα που περίμεναν από αυτήν οι ψηφοφόροι της και την έστειλαν στο Πουθενά. Όπως το ίδιο θα συμβεί και με τον Ηλία Ψινάκη αν δεν συνεχίσει, επαυξανομένη μάλιστα, την ίδια καλιαρντίστικη διάλεκτο που μας την έμαθε ο αείμνηστος «καλιαρντιστής» Ηλίας Πετρόπουλος, πολύ περισσότερο μάλιστα επειδή δεν φαίνεται να έχει και περισσότερες γνώσεις για περισσότερες επιδόσεις, αρκεί να θυμηθούμε και μια τηλεοπτική του απόπειρα για σίριαλ με κάποια απερίγραπτα «Μπακούρια», για τα οποία ο παραγωγός τους Γιώργος Καραγιάννης ακόμα τραβάει τα μαλλιά του.
Για να το πούμε όμως και διαφορετικά είναι τόσα τα άλλα «μορφώματα» της καθημερινότητάς μας, με δυστυχώς τραγικές τις επιπτώσεις τους στη γενικά τραγική οικονομική μας εξαθλίωση, έτσι που ο Ψινάκης, ακίνδυνος κατά τα άλλα, να είναι ανώδυνος στην πιο ουδέτερη μορφή του, ώστε η ψυχαγωγική προσφορά του να αποτελεί το καλύτερο «άλλοθι» στις καθημερινές ενοχές που μας πνίγουν.
***
ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ μια εξήγηση άπαξ διαπαντός: Κάτω τα χέρια από τη Ρούλα. Ποια Ρούλα; Έλα τώρα, δεν θέλω αηδίες, μια είναι η Ρούλα Κορομηλά από αρχαιοτάτων τηλεοπτικών χρόνων και το λέω γιατί πολλές κακίες και απρέπειες γράφτηκαν με τη φετινή της επανεμφάνιση. Τι έγινε δηλαδή; Σκοτώνουν τα άλογα όταν ενηλικιωθούν; Την γκρεμίζουμε την Ακρόπολη επειδή έχει μεγαλώσει; Εγώ τη βρήκα καλύτερη από κάθε προηγούμενη φορά. Για τη Ρούλα λέω. Η Ακρόπολη δεν έχει ανάγκη φιλοφρονήσεων, παραμένει σαν τον «Ντόριαν Γκρέι» των μνημείων, εκτός αν ο κ. Γερουλάνος καταφέρει να την κλείσει κι αυτή.
Απελευθερωμένη η Ρούλα από ανασφάλεια, με ανοιχτή καρδιά όπως ήταν πάντα, προσεγγίσιμη με τους θεατές και… «διατί να το κρύψωμεν άλλωστε», ερωτεύσιμη με ορεκτικά τα κάποια παχάκια της, διότι και ανατολίτης ο υποφαινόμενος τα εκτιμά ιδιαιτέρως, όχι όπως κάποιες άλλες που είναι σκελετοί με ολίγον από πέτσα, με μοναδικό της «πλην» αυτόν ή εκείνη που την ντύνουν. Πρέπει να τη μισούν θανασίμως, διαφορετικά δεν εξηγείται τέτοια λατερνοειδής κακογουστιά. Και μια συμβουλή, αν και η πείρα της δεν νομίζω να τη χρειάζεται. Περισσότερη σοβαρότητα και λιγότερο κουτσομπολιό για εγκυμοσύνες φιλοξενούμενων τραγουδιστριών που κανένα δεν ενδιαφέρουν, από τη στιγμή μάλιστα που χειρίζεται το μέλλον σπουδαίων νέων φωνών. Κανένας δεν ξεχνάει στο «Να η ευκαιρία» εκείνους που αποτελούσαν την κριτική επιτροπή. Και εδώ τόση χρεοκοπία;
***
ΚΑΙ ΟΛΙΓΑ ΤΙΝΑ ΓΙΑ TO «DANCING». Αν για το MEGA το «Νησί» ήταν η κορυφαία του παραγωγή, για τον ΑΝΤ-1 νομίζω ότι είναι το «Dancing with the stars», η καλύτερη και πιο προσεγμένη του παραγωγή. Μια ανάσα, μια απόδραση, ένα «κάτι άλλο» στη σκοτεινιά και την κατήφεια που έχουν κατακυριεύσει τη ζωή μας. Έτσι όπως και στον πόλεμο, μέσα στη μαυρίλα της Κατοχής τα «πάρτι» που κάναμε στα σπίτια μας με τα «κάτι λίγα» που έφερνε ο καθένας ήταν μια «φυγή» από τη στεγνή πραγματικότητα χορεύοντας τότε σουίνγκ. Κάπως έτσι και με το «Dancing», είναι μια ανάσα, ένα φωτεινό διάλειμμα στη ζοφερή ατμόσφαιρα του Μνημονίου, της αβεβαιότητας για την επομένη, της ανικανότητας, των περισσότερων παχύδερμων από τους 300 εκλεγμένους της Βουλής, με όμορφα κορίτσια όπως η Ελεονώρα, η Νατάσα, η Ναταλία και με πολλές υποψίες για την αποχώρηση της Μαριέττας Χρουσαλά, αψυχολόγητη στην καλύτερη εμφάνισή της, αλλά βλέπεις ένας πλούσιος γάμος έχει τα υποχρεωτικά του «εμπάργκο», διότι «πώς είναι δυνατόν η νύφη μιας πλούσιας οικογένειας να δείχνει το βρακί της και να τουρλώνεται και να χορεύει στην τηλεόραση», σε πα ποσίμπλ. Αλλά και με τόσες χορευτικές ικανότητες των περισσότερων, που πολλές φορές αναρωτηθήκαμε αν έχουμε τόσες Σιντ Τσάρις και δεν το ξέραμε. Και με μια πανέμορφη Μακρυπούλια, αυτό που λέμε στην κυριολεξία «τη θέλει ο φακός» και που σίγουρα την περιμένει κινηματογραφικός ανήφορος, όχι βέβαια σαν εκείνη την απερίγραπτη αυστραλέζικη μπαλαφάρα, τον «Βασιλιά της Μυκόνου» γι’ αυτό θα πρέπει να προσέχει τις επιλογές της. Όλα στο μέτρο τους στο «Dancing» και πολύ καλύτερο από το αντίστοιχο ιταλιάνικο, όπως το είδαμε στο NOVA, με μοναδική παραφωνία έναντι των πάντα εξωραϊσμένων Κωστάλα και Ευαγγελινού, την αξουρισία του κ. Λάτσιου που με την κάζουαλ εμφάνισή του δίνει την εντύπωση ότι μόλις γύρισε από ημερήσια εκδρομή με τα τρία του πιτσιρίκια στο Πόρτο Γερμένο στο εξοχικό του κ. Κυριακού. Κι όσο για το μεγάλο «χαρτί» της εκπομπής, παραπέμπω στο μόνιμο «σύντομο ανέκδοτο» της σελίδας και μην κάνουν το λάθος και δεν τον φτάσουν μέχρι το τέλος γιατί θα έχουν χάσει το «δέκα το καλό»!
Και καλό σας μήνα!

** *
ΤΟ ΠΙΟ (καθόλου) ΣΥΝΤΟΜΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ
Αν ανέβαζα ξανά, όπως πριν από χρόνια, το «ΚΛΟΥΒΙ ME ΤΙΣ ΤΡΕΛΕΣ», όπως τότε με τον Σωτήρη Μουστάκα, θα έδινα τον ρόλο τώρα στον ΤΡΥΦΩΝΑ ΣΑΜΑΡΑ!
***

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ


Σχολιάστε εδώ