Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Μαγειρεύουν ακόμη και την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα για το τραπέζωμα μετά την Ανάσταση, αλλά κι αυτή όλο και περιορίζεται, στην καλύτερη δε των περιπτώσεων την αντικαθιστούν μ’ ένα μοντέρνο «κονσομέ», για να πέσει κάτι ζεστό και ζουμερό στην κοιλιά των συνδαιτυμόνων, ώστε «και τούτο ποιείν και το άλλο μη αφιέναι…»

Αλλά τα εναπομείναντα αυτά έθιμα αφορούν απλώς γαστριμαργικές αντιστάσεις μας ενάντια στην… παγκοσμιοποίηση, τα συμβολικά όμως, ποιος τα ξέρει ή ποιος τα θυμάται πια; Ποια νοικοκυρά το Σάββατο του Λαζάρου ζυμώνει «Λαζαράκια», εκείνες τις πιτούλες σε σχήμα ανθρώπου με τη νηστίσιμη ζύμη και τα μπαχαρικά, που καθώς ψήνονταν στον φούρνο ευώδιαζε ολόκληρη η γειτονιά; Και σε ποια μέρη της Ελλάδος υπάρχουνε παιδόπουλα που βγαίνουνε εκείνη τη μέρα και λένε χαρμολυπημένα κάλαντα για τον θάνατο και την Ανάσταση του Λαζάρου, ανοίγοντας την αυλαία της πασχαλινής εβδομάδας;

Μπορεί στα καφενεία τότε να ξημεροβραδιάζονταν οι θαμώνες χαρτοπαίζοντας με λιγδιασμένες τράπουλες κολτσίνα και πρέφα, αλλά από την Κυριακή των Βαΐων διέκοπταν κι ο καφετζής κάρφωνε τον «Ρήγα» πάνω από τον πάγκο εργασίας, ξορκίζοντας τα τυχερά παιχνίδια μέχρι την περιφορά της Αγάπης, το απόγευμα της Λαμπρής. Και οι γιαγιούλες καταριόνταν τους Οβριούς που σταύρωσαν τον Χριστό μας, αλλά και τους γύφτους που τους προμήθευσαν τα καρφιά, οι οποίοι φρονίμως εξαφανίζονταν τη Μ. Παρασκευή από την πιάτσα.

Εκείνη τη μέρα στα σπίτια δεν άναβαν φωτιά ούτε και μαγείρευαν, και ήτανε πολύ μεγάλη αμαρτία να καρφώσεις οτιδήποτε, το δε ραδιόφωνο έπαιζε μονάχα κλασική μουσική. Τα «πένθιμα εμβατήρια» συνθέτανε το «Τop ten» στα ερτζιανά. Άλλο έθιμο που καταργήθηκε ήταν το «κάψιμο του Ιούδα», θεαματικότατο «δρώμενο» που προσέφερε στη μονοτονία των ημερών ξεχωριστή διασκέδαση, συνδυάζοντας το τερπνόν της ψυχαγωγίας με την ικανοποίηση της εκδίκησης για την προδοσία, ασχέτως εάν κατά τας Γραφάς «απελθών απήγξατο». Το κάψιμο δεν γινόταν την ίδια μέρα ή ώρα στα διάφορα μέρη, αλλά αλλού τον μπουρλοτιάζανε μετά την περιφορά του Επιταφίου, και αλλού μετά την Ανάσταση. Κατασκεύαζαν ένα πάνινο ομοίωμα ανθρώπου, το παραγέμιζαν με άχυρα και μπαρούτι, και αφού το περιέφεραν ανά τας ρύμας και αγυιάς προς… παραδειγματισμόν, του έβαζαν φώκο σε δημοσία τελετή υπό τους χαρμόσυνους αλαλαγμούς του πλήθους.

Μια τέτοια εκδήλωση είχε πολλά επακόλουθα τα πρώτα χρόνια που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε Ελληνικού Κράτους, με πρωταγωνιστές τον κυρίαρχο λαό αφενός και τον ισπανοεβραίο σιορ Πατσίφικο αφετέρου, που μας αριβάρισε μυρίζοντας «φαΐ» και που θρονιάστηκε ως πρόξενος της… Πορτογαλίας. Άγνωστον πώς εξηγούσαν τον όρο «λαμόγιο» στη γλώσσα τους οι Πορτογάλοι, πάντως σύντομα ξωπέταξαν τον senhor Πατσίφικο λόγω καταχρήσεων, πράγμα που ουδόλως τον στεναχώρησε, και λέγοντας ίσως πως «έχει κι αλλού πορτοκαλιές», κατέφυγε στον βρετανικό λέοντα που δεν άφηνε κανέναν παραπονεμένο, διότι «άνθρωποι είμαστε και ίσως στο μέλλον μας χρειαστεί». Του απένειμε λοιπόν ο… λέων αγγλική υπηκοότητα, εκείνος δε παρέμεινε στην Αθήνα γοητευμένος από τα μενεξεδένια δειλινά της και το εύκρατο κλίμα της.

Και έρχεται η Μεγάλη Εβδομάδα του 1849. Οι Αθηναίοι, πανευτυχείς, ελεύθεροι και πρωτευουσιάνοι, γιορτάζουν με κατάνυξη τις άγιες ημέρες. Φτάνει και η Μεγάλη Παρασκευή με όλη τη σχετική τελετουργία. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν πένθιμα και οι πιστοί προσκυνούν τους Επιταφίους κι όταν βραδιάζει ξεχύνεται ο κόσμος κρατώντας αναμμένο αγιοκέρι να ακολουθήσει την περιφορά. Όπως με όλες τις εκκλησίες, έτσι κι ο Άγιος Φίλιππος της Πλάκας ακολουθεί την καθιερωμένη του διαδρομή, που μεταξύ των άλλων διέρχεται και από την οδό Καραϊσκάκη στου Ψυρρή, όπου κατοικεί ο αξιότιμος κ. Πατσίφικος. Πιθανόν στις μέρες μας, για να μη θιγεί σαν αλλόθρησκος και για να μην μας πούνε και ρατσιστές, ίσως να καταργούσανε τον Επιτάφιο. Τότε όμως δεν είχανε παρόμοιες αντιλήψεις και ούτε λοξοδρομήσαν, οπότε ο κ. Πατσίφικο τους κορόιδευε από το σπίτι του καθώς περνούσαν. Έβραζαν μέσα τους από τις ασυγχώρητες λοιδορίες του, καθώς δε επακολούθησε και το κάψιμο του Ιούδα, με τον εβραίο να χειρονομεί και να χλευάζει, το ποτήρι ξεχείλισε και το πλήθος όρμησε στο σπίτι και τα έκανε γυαλιά καρφιά. Και μόλις που γλίτωσε ο ίδιος βρίσκοντας καταφύγιο στην Αγγλική Πρεσβεία σαν άγγλος υπήκοος.

Έφριξε με το συμβάν η κραταιά Αλβιών, που και τον σύζυγό της να είχε συλλάβει επ’ αυτοφώρω με γρεναδιέρο της Βασιλικής Φρουράς, δεν θα λυσσομανούσε έτσι. Έτριξε τα δόντια της και αξίωσε την αποκατάσταση της τιμής του θύματος και μάλιστα σε καλή τιμή… Την εποχή εκείνη, υπουργός Εξωτερικών της Μεγ. Βρετανίας ήταν ο Ερρίκος Πάλμερστον, που είχε «προηγούμενα» με τον Βασιλέα Όθωνα και άδραξε την ευκαιρία να του τρίψει τη μούρη. Κρίνοντας αντικειμενικά και αμερόληπτα, ζήτησε ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση του παθόντος το ποσόν των 900.000 παρά κάτι ψιλά, που ούτε τα ανάκτορα των Βερσαλλιών δεν κόστιζαν τόσο. Και επειδή η πτωχή Ελλάς αδυνατούσε να τα καταβάλει, διέταξε ν’ αρχίσει ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδος, μέχρις ότου καταβληθεί και το τελευταίο σαντίμι.

Με τις διαταγές στην τσέπη, ο Ναύαρχος Ουίλιαμ Πάρκερ κατέπλευσε με την αρμάδα των κανονιοφόρων στα ελληνικά παράλια κι άρχισε το στενό μαρκάρισμα, ώσπου είπαν οι ντόπιοι το ψωμί ψωμάκι. Μαθημένα βέβαια «τα βουνά από χιόνια», κι ο πληθυσμός, από τον ανώτατο άρχοντα έως τον τελευταίο πολίτη, έδειξε μοναδική ομοψυχία και άφθαστη καρτερία και δεν λύγισε από τον εκβιασμό, παρά τη φοβερή καταστροφή που επέφερε ο αποκλεισμός στην οικονομία. Σημειωτέον ότι ο Σερ Ε. Πάλμερστον, διατελέσας κατ’ επανάληψιν υπουργός και πρωθυπουργός της Βρετανίας, ανήκε στους… Φιλέλληνες, όταν δε κατακρίθηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων για τη σκληρή του στάση απέναντι στην Ελλάδα, διεκήρυξε πως έχει υποχρέωση η Αγγλία να προστατεύει τους υπηκόους της όπου γης, για να μπορούν να καυχώνται: «Είμαι πολίτης Άγγλος».

Τελικά πονόψυχες στάθηκαν οι άλλες προστάτιδες δυνάμεις Ρωσία και Γαλλία και αποφάσισαν να επέμβουν. Συνέστησαν αμέσως επιτροπή εμπειρογνωμόνων, που ύστερα από έρευνες, μελέτες και… ένορκες καταθέσεις έβγαλε το πόρισμα πως οι ζημίες ανέρχονται βαριά βαριά στις 3.750 δραχμές και πολλά είναι, τα οποία ο… μυλόρδος Πατσίφικο τσέπωσε και μήτε παλαβού το πεις.

Ο Ναύαρχος Πάρκερ τα μάζεψε κι έλυσε τον αποκλεισμό τον Απρίλιο του 1850, αφήνοντας το ονοματάκι του σουβενίρ για ν’ αναγραφεί η δράση του ως «Παρκερικά», κοντά στα διάφορα Ευαγγελικά, Νοεμβριανά, Ιουλιανά κ.λπ., να… λαμπιρίζει στην αιωνιότητα…


Σχολιάστε εδώ