ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΚΡΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

ΤΑ ΤΡΑΙΝΑ ΤΗΣ
ΦΥΓΗΣ ΤΩΝ ΤΥΝΗΣΙΩΝ
ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ

Το πρώτο αφορά τα τραίνα της φυγής των τυνησίων λαθρομεταναστών της Λαμπεντούζα. Ο ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που περνά άλλωστε δύσκολες μέρες μπροστά στα ιταλικά δικαστήρια για τα γνωστά σκάνδαλα «γλυκιάς ζωής», έκανε πράξη τις δηλώσεις του της τελευταίας εβδομάδας. Ότι δηλαδή, το θέμα των Τυνησίων και άλλων λαθρομεταναστών της Βορείου Αφρικής, που έρχονται στην Ιταλία μετά τον εμφύλιο πόλεμο και την επέμβαση στη Λιβύη, είναι υπόθεση όλης της Ευρώπης και όχι μόνο της Ιταλίας.

Είχε συγκρουσθεί, συγκεκριμένα, με τη γερμανική πολιτική για τη λαθρομετανάστευση και είχε αναρωτηθεί δημοσίως εάν υπάρχει ή όχι ευρωπαϊκή πολιτική για το θέμα αυτό. Εάν υπάρχει, είπε, τότε η αντιμετώπιση των λαθρομεταναστών και προσφύγων της Βορείου Αφρικής θα πρέπει να είναι υπόθεση όλης της Ευρώπης και όχι μόνο της Ιταλίας. Διαφορετικά, τόνισε, ας αφεθεί η κάθε χώρα να ασκήσει την πολιτική που νομίζει.

Στο πνεύμα αυτό, εφοδίασε τους λαθρομετανάστες της Λαμπεντούζα με προσωρινά έγγραφα και τους άφησε ελεύθερους να μεταβούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτη τη Γαλλία, μητρόπολη της γαλλοφωνίας, και δεύτερη τη Γερμανία.

Η μετάβαση ενός σημαντικού αριθμού τυνησίων λαθρομεταναστών στη Γαλλία πήρε μαζικό χαρακτήρα. Ναυλώθηκε γι’ αυτό ειδικό τρένο, κατάλληλο ν’ ασκήσει πολιτική πίεση στη γαλλική κυβέρνηση για να τους δεχθεί, αλλά και εξίσου ικανό για να διεγείρει σφοδρές αντιδράσεις και φόβους στη γαλλική κοινωνία για μια ανεξέλεγκτη πλημμυρίδα λαθρομεταναστών από τη Βόρεια αλλά και την άλλη Αφρική.

Η γαλλική κυβέρνηση ανέστειλε μονομερώς τη Συνθήκη του Σένγκεν και ανέκοψε το τρένο των μεταναστών με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις στα γαλλοϊταλικά σύνορα. Έπραξε δηλαδή αυτό που πράττει και η Ιταλία στα θαλάσσια σύνορά της με την Ελλάδα, όταν στέλνει πίσω στη χώρα μας οποιονδήποτε λαθρομετανάστη φτάσει εκεί, ακόμη και αν είναι εφοδιασμένος με χαρτιά.

Για το δεύτερο, επικαλείται τη λεγόμενη Συμφωνία του Δουβλίνου ΙΙ. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με αυτήν, εάν μια ευρωπαϊκή χώρα νομιμοποιήσει έναν λαθρομετανάστη και αυτός μεταβεί σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αξιοποιώντας την ελευθερία κινήσεως εντός του χώρου Σένγκεν, η πρώτη χώρα που τον νομιμοποίησε είναι υποχρεωμένη να τον δεχθεί πίσω, εάν η άλλη χώρα δεν τον θέλει και ζητήσει την επανεισδοχή του.

Για τη γαλλοϊταλική εμπλοκή διεξάγονται συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών για την εξεύρεση μιας λύσεως, η οποία να παρέχει μερική ικανοποίηση στην ιταλική πλευρά αλλά και ταυτοχρόνως να καθησυχάζει τη γαλλική κοινή γνώμη ότι δεν θα επιτραπεί ανεξέλεγκτη εισβολή λαθρομεταναστών στη χώρα.

Γίνονται παραλλήλως έντονες διαβουλεύσεις στις Βρυξέλλες για την ανεύρεση μιας χρυσής τομής, που θα διασώζει την επίφαση μιας δήθεν κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής. Είναι όμως φανερό ότι καμιά χώρα-μέλος δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί το κόστος μιας πολιτικής ανοικτών θυρών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την πολύ διευρυμένη έννοια του πολιτικού πρόσφυγα και του πολιτικού ασύλου.

Αφήνεται το κύριο βάρος στις χώρες πρώτης εισόδου, με επίκληση των υποχρεώσεων που έχει η κάθε χώρα να περιφρουρεί, έναντι τρίτων, τα εξωτερικά ευρωπαϊκά σύνορα.

Καταλαμβάνεται κανείς από μελαγχολία όταν βλέπει, ενώπιον αυτών των δεδομένων, πώς αντιμετωπίζει η Ελλάδα, η κυβέρνηση, αλλά και οι πολιτικές ηγεσίες το μέγα θέμα της λαθρομεταναστεύσεως.

Με απίστευτο περίσσευμα πολιτικού παραλογισμού, διατείνονται ότι ασκούν δήθεν «προοδευτική» πολιτική, αφήνοντας ανεξέλεγκτα τα σύνορα της χώρας και ανεχόμενοι μια πραγματική εισβολή λαθρομεταναστών, που παίρνει διαστάσεις μαζικού εποικισμού.

ΘΕΑΜΑΤΙΚΗ ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ
ΑΚΡΑΙΦΝΩΝ ΦΙΝΛΑΝΔΩΝ ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Το δεύτερο σημαδιακό γεγονός είναι η θεαματική εκτόξευση του φερόμενου ως ακροδεξιού κόμματος των Ακραιφνών Φινλανδών από το 4% στο 19% των ψήφων στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Το κόμμα αυτό διαπνέεται από έντονο ευρωσκεπτικισμό και τάσσεται, π.χ., κατά της παροχής ευρωπαϊκής βοήθειας στην Πορτογαλία, που αντιμετωπίζει παρόμοια κρίση με την Ελλάδα, όπως και γενικά κατά της παροχής βοήθειας προς τις χώρες της Νότιας Ευρώπης.

Η άνοδος των Ακραιφνών Φινλανδών έρχεται μετά τη σημαντική, επίσης, άνοδο προσφάτως στη Σουηδία αντιστοίχου πολιτικού κόμματος. Παλαιότερα, είχαμε την άνοδο του αντιμεταναστευτικού κόμματος στην Ολλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, εκτός της Γαλλίας, παρομοίων κομμάτων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κοινός παρονομαστής των κομμάτων αυτών είναι ο ευρωσκεπτικισμός, η αναδίπλωση στο εθνικό κράτος και την εθνική ταυτότητα και ο φόβος της ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως.

Η άνοδός τους έχει, προφανώς, σχέση με τη μεταβαλλόμενη εικόνα της Ευρώπης και τις συνέπειες που επιφέρουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές. Η Ευρώπη είχε προβληθεί ως ο νέος κοινός δυναμικός ορίζοντας αναπτύξεως, μεγαλύτερης ακόμα κοινωνικής προόδου, ασφάλειας και ευημερίας.

Η Ευρώπη όμως, πιεζόμενη μέσα στο νέο διεθνές σκηνικό της παγκοσμιοποίησης και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, παρουσιάζει σήμερα μια άλλη ανησυχητική εικόνα παρατεταμένης οικονομικής στασιμότητας, αγωνίας και αβεβαιότητας για το μέλλον, περιορισμού του κοινωνικού κράτους και φόβου για κοινωνική οπισθοδρόμηση. Είναι ενδεικτικό το κύμα των γενικευμένων πολιτικών μέτρων σκληρής λιτότητας που σαρώνει την Ευρώπη.

Ορισμένες φορές παίρνει μάλιστα τη μορφή αθέμιτου κοινωνικού ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ. Η Γερμανία, π.χ., με την πολιτική Agenda 2010 του καγκελαρίου Σρέντερ, που περιελάμβανε μεγάλες περικοπές μισθών και κοινωνικών μέτρων, απέκτησε σημαντικό πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας έναντι των εταίρων της, που δεν ήταν πολιτικά σε θέση να κάνουν το ίδιο, όπως, π.χ., η Γαλλία. Η Μ. Βρετανία του Κάμερον έσπευσε να υπερακοντίσει ακόμη και τη Γερμανία, μ’ ένα πολύ σκληρό πρόγραμμα λιτότητας.

Η Ευρώπη πιέζεται επίσης συνεχώς από μεταναστευτικά ρεύματα, τα οποία σε πολλές χώρες αποδίδονται στα ανοικτά σύνορα της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά και στην εφεκτική στάση των κυβερνώντων κομμάτων Δεξιάς και Αριστεράς. Η πολιτική του «πολιτικώς ορθού» που ακολουθούν τα κόμματα αυτά, σύμφωνα με τις κυρίαρχες ιδεολογικές επιταγές της παγκοσμιοποίησης, αφήνουν ένα μεγάλο πολιτικό κενό, το οποίο σπεύδουν να καλύψουν τα κόμματα αυτά.

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΠΑΝΟΔΟΣ
ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΛΕΠΕΝ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ

Ιδιαίτερα έντονο και σημαντικό είναι το φαινόμενο του κόμματος του Λεπέν στη Γαλλία, υπό την ηγεσία τώρα της κόρης του Μαρίν. Οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών το φέρουν σε πολύ υψηλή θέση, μεταξύ 18% και 22%. Το ποσοστό αυτό μπορεί να του δώσει τη δεύτερη θέση, ιδίως αν επιβεβαιωθεί ο μεγάλος αριθμός υποψηφίων του κυβερνώντος κόμματος UMP, αλλά και του Σοσιαλιστικού Κόμματος στον α΄ γύρο.

Ο σημερινός Πρόεδρος, με τη σκληρή πολιτική του στα θέματα ασφάλειας και μεταναστεύσεως, είχε κατορθώσει, κατά τις προηγούμενες εκλογές, να αποσπάσει σημαντικό αριθμό ψήφων από το κόμμα του Λεπέν και να περιορίσει τη δύναμή του. Φαίνεται όμως αρκετά δύσκολο να επιτύχει το ίδιο και στις εκλογές του 2012. Τα προβλήματα έχουν γίνει τώρα οξύτερα, ειδικότερα στο καυτό θέμα της μεταναστεύσεως, που αποτελεί την αιχμή του δόρατος του κόμματος του Λεπέν. Ο Πρόεδρος Σαρκοζί έλαβε την πρωτοβουλία, κατά τη διάρκεια της θητείας του, να προωθήσει μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση, με τη μορφή ενός Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση. Κατόρθωσε, πράγματι, να το κάνει πράξη, με πρόνοια στο πρώτο άρθρο του την απαγόρευση μαζικών νομιμοποιήσεων λαθρομεταναστών από οποιαδήποτε χώρα.

Εμφιλοχώρησαν όμως σ’ αυτό τροποποιήσεις και ειδικές πρόνοιες, που αφήνουν ανοικτά παράθυρα για την εύσχημη παράκαμψή του. Πρωτοστάτησαν σ’ αυτό διάφορες χώρες, με πρώτη τη Σουηδία. Η τελευταία, αισθανόμενη σχετικά ασφαλής από ανεξέλεγκτα μεταναστευτικά ρεύματα, στη βόρεια εσχατιά της Ευρώπης, παρουσιάζεται ως πρωταγωνιστής σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικού ασύλου.

Η Ελλάδα, αντί να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία και να μετατρέψει το Σύμφωνο σε ευρωπαϊκή ασπίδα κατά της λαθρομεταναστεύσεως, επέδειξε μια ιδιαίτερα χλιαρή στάση.

Συνέπλευσε με τη διάβρωση και άμβλυνση των ισχυρών άρθρων του Συμφώνου, ακολουθώντας τη γνωστή «προοδευτική» πολιτική ανοχής της λαθρομεταναστεύσεως, που θεσπίσθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη στη δεκαετία του ’90 και η οποία συνεχίσθηκε, δυστυχώς, αδιάλειπτα μέχρι σήμερα, με επίκληση του ιδεολογήματος της παγκοσμιοποίησης για «πολυπολιτισμική κοινωνία».

Χαρακτηριστική περίπτωση αξιοποίησης των παραθύρων που αφήνει το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο είναι η πολιτική που εφαρμόσθηκε από την κυβέρνηση στην περίπτωση των 300 απεργών λαθρομεταναστών του μεγάρου Υπατίας. Τακτοποιήθηκαν, με παραπομπή της νομιμοποιήσεώς τους σε βάθος χρόνου και με απεριόριστη ανοχή μέχρι τότε. Πολύ χειρότερη όμως ακόμη, είναι η σιωπηρή παραπομπή όλων των λαθρομεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα στην ίδια διαδικασία.

Στη νομιμοποίηση, δηλαδή, σε βάθος χρόνου, ώστε να αποφευχθεί το πολιτικό κόστος και ταυτοχρόνως να συγκαλυφθεί η παράκαμψη του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση, εφόσον ο κάθε παράνομος μετανάστης θα υποβάλλει ατομική αίτηση νομιμοποιήσεως, όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Όταν δηλαδή θα έχει συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος αναμονής των οκτώ ετών, αντί των δώδεκα που ήταν προηγουμένως. Η διαπίστωση αυτή εξάγεται από την περίεργη σιωπή που ακολούθησε, μετά την Υπατία, τις εξαγγελίες για την κατασκευή προστατευτικού φράχτη στον Έβρο και για την απέλαση όλων των μη νομίμων μεταναστών. Η γειτονική Βουλγαρία, εν όψει της εισόδου της στις χώρες Σένγκεν, ανέλαβε ήδη την κατασκευή φράχτη σ’ όλο το μήκος των τουρκοβουλγαρικών συνόρων.

Η εικόνα των τραίνων από την Ιταλία, κατάφορτων με τυνήσιους λαθρομετανάστες, έρχεται να ενισχύσει την ανησυχία και τους φόβους της γαλλικής κοινής γνώμης και να κάνει πιο δύσκολο ακόμη το έργο της κυβερνήσεως. Συμπίπτει, άλλωστε, με δύο άλλες πρωτοβουλίες, που ανέλαβε το κυβερνών κόμμα για να στείλει μήνυματα προς κάθε κατεύθυνση, και να μην αφήσει το πεδίο ελεύθερο στην προπαγάνδα του κόμματος της Μαρίν Λεπέν. Συγκεκριμένα, απαγόρευσε διά νόμου την «μπούργκα», τη μουσουλμανική γυναικεία περιβολή που κατακαλύπτει το πρόσωπο, στους δημόσιους χώρους. Ανέλαβε επίσης την πρωτοβουλία διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου για το Ισλάμ στη Γαλλία και την ανάγκη συμβιβασιμότητας και προσαρμογής του με τις επιταγές και το πνεύμα του γαλλικού κοσμικού κράτους.

Μια τέτοια συζήτηση, με δεδομένο το γεγονός ότι ζουν σήμερα περίπου έξι εκατ. μουσουλμάνοι στη Γαλλία, δεν είναι καθόλου εύκολη.

Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις ότι με τη συζήτηση αυτή υφίσταται διάκριση και εμμέσως στοχοποιείται το Ισλάμ. Η κυβέρνηση όμως επέμεινε και αυτό δείχνει την αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης πάνω σε θέματα λαθρομεταναστεύσεως, κοινωνικής συνοχής και εθνικής ταυτότητας. Το κυβερνών κόμμα έχει, επιπλέον, ν’ αντιμετωπίσει, σήμερα, στο πρόσωπο της Μαρίν Λεπέν, μια πολύ πιο ευέλικτη και ικανή πολιτικό στην ηγεσία, η οποία παίρνει αποστάσεις από τις πιο ακραίες θέσεις του πατέρα της.

Επιδιώκει να καλύψει έναν ευρύτερο πολιτικό χώρο. Όχι μόνο στα δεξιά του κυβερνώντος κόμματος, αλλά επίσης σε λαϊκά κοινωνικά στρώματα, που εκφράζονταν παλαιότερα μέσα από κόμματα της Αριστεράς. Πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των παλαιών κόκκινων δήμων στην περιφέρεια που Παρισιού, που δέχθηκαν το μεγαλύτερο βάρος από τη μετανάστευση. Η επιρροή του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος καταποντίσθηκε σ’ αυτούς, ενώ αντιθέτως η επιρροή του κόμματος του Λεπέν αυξήθηκε κατακόρυφα.

ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΕΥΡΩΠΗ;

Ο ευρωσκεπτικισμός δεν αφορά μόνο τα κόμματα, που κατατάσσονται συμβατικά, με πολλή άλλωστε ευκολία, στην άκρα Δεξιά. Πώς, π.χ., σε μια δημοκρατική χώρα, όπως η Φινλανδία, σημειώθηκε αιφνιδίως μια τέτοια μεταστροφή του 19% του εκλογικού σώματος σε «άκρα Δεξιά»; Το ίδιο ισχύει και για άλλες χώρες.

Ο ευρωσκεπτικισμός, δεδηλωμένος ή υπολανθάνων, καλύπτει ένα πολύ ευρύτερο φάσμα. Αρκεί να υπενθυμίσει κανείς το «όχι» στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα στη Γαλλία.

Οι λόγοι είναι διαφορετικοί για κάθε χώρα. Εκδηλώνονται είτε με τη μορφή αντιθέσεων μεταξύ χωρών του Ευρωπαϊκού Βορρά και του Ευρωπαϊκού Νότου είτε με τη μορφή της δυσπιστίας, της σχετικής απογοητεύσεως και της αντιθέσεως προς την πολιτική που εφαρμόζουν οι Βρυξέλλες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το ευρώ και το ανεξέλεγκτο άνοιγμα των συνόρων προς τις τρίτες χώρες, με την πολιτική των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών.

Με την έλλειψη εσωτερικής ενότητας και αλληλεγγύης, ο άκρατος νεοφιλελεύθερος ανταγωνισμός, αδιακρίτως εντός και εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων, παροξύνει τις εσωτερικές αντιθέσεις και ανισορροπίες, οδηγώντας σε ολοένα αυξανόμενες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών-μελών. Εντείνει επίσης τους φόβους και τις διαμάχες.

ΑΛΛΑΓΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΩΝ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΧΩΡΩΝ

Οι αποκλίσεις δεν αφορούν μόνο το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των βορείων πολύ ανεπτυγμένων χωρών και των νοτίων, που βρίσκονται σήμερα στη δίνη των ελλειμμάτων και του εξωτερικού χρέους. Αφορούν επίσης τις ισορροπίες μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών-μελών, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Μ. Βρετανία.

Η Γαλλία, που πρωτοστάτησε ιστορικά στην προώθηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, είχε επενδύσει σ’ αυτήν μια νέα εθνική προοπτική, εκτιμώντας ότι μόνο ενωμένη θα μπορούσε η Ευρώπη να συνεχίσει να διαδραματίζει έναν σημαντικό διεθνή ρόλο και η Γαλλία έναν σημαντικό ρόλο μέσα σ’ αυτήν.

Η αλλαγή του διεθνούς σκηνικού, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, όπως επίσης η παράλληλη άνοδος ενός νέου ακραίου χρηματιστικού καπιταλισμού, που προβάλλει ως κυρίαρχο παράγοντα στο διεθνές οικονομικό σύστημα τις ελεύθερες και ουσιαστικά ασύδοτες αγορές, τροποποίησαν δραματικά τα δεδομένα. Ο μεγάλος γάλλος οικονομολόγος Μaurice Allais, που είχε τιμηθεί για το έργο του με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας το 1987, προειδοποιούσε, ήδη από τη δεκαετία του 1980, ότι η άκριτη πολιτική των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών καταδικάζει την Ευρώπη σε μόνιμη χαμηλή ανάπτυξη και υψηλή ανεργία και εκθέτει σε κίνδυνο αφανισμού ολόκληρους παραγωγικούς τομείς.

Θεωρούσε για τον λόγο αυτό απαραίτητο τον έλεγχο των εισαγωγών, οι οποίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 10% σε όλους τους τομείς, εκτός από τη γεωργία, όπου θα μπορούσαν να φθάνουν το 20%, ως εξαιρετικό μέτρο βοήθειας προς τις χώρες του Τρίτου Κόσμου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολούθησε μια άλλη πορεία και είναι ορατά τα αποτελέσματα της πολιτικής των ανοικτών συνόρων, που διασυνδέεται οργανικά με τη λειτουργία ενός διεθνούς χρηματιστικού συστήματος χωρίς αποτελεσματική πολιτική εποπτεία και έλεγχο.

ΕΝΤΕΙΝΕΤΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ
ΓΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΗΣΗ

Η πορεία αυτή πλήττει, κατά πρώτο λόγο, τις πιο αδύναμες χώρες, που έχουν λιγότερο ανταγωνιστική οικονομία. Πλήττει όμως, κατά δεύτερο λόγο, και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου εντείνεται η κοινωνική πόλωση και διαβρώνεται σταθερά το κράτος πρόνοιας, που αποτελεί το διακριτικό γνώρισμα του ευρωπαϊκού οικονομικού μοντέλου.

Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτική η πολιτική φθορά του κόμματος της καγκελαρίου Μέρκελ στη Γερμανία και του συμμάχου της κόμματος των Φιλελευθέρων. Η καγκελλάριος Μέρκελ εκφράζει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την πιο σκληρή, συντηρητική γραμμή τόσο προς τις χώρες του Νότου όσο και γενικότερα όσον αφορά την ευρωπαϊκή, οικονομική πολιτική. Δεν αποκομίζει όμως από την πολιτική αυτή πολιτικά οφέλη. Εισπράττει διαδοχικές ήττες στις περιφερειακές εκλογές προς όφελος των αντιπάλων της, που προτάσσουν κοινωνικά κυρίως θέματα. Είναι φανερό ότι ακόμη και στη Γερμανία, που θεωρείται πρότυπο οικονομικής επιτυχίας στην Ευρώπη, ο φόβος για κοινωνική οπισθοδρόμηση είναι διάχυτος.

Η Μεγάλη Βρετανία είναι από παράδοση ο πιο ένθερμος υποστηρικτής των ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών. Η πολιτική αυτή έδωσε στη Μ. Βρετανία, στο παρελθόν, την αυτοκρατορία γιατί τότε ήταν η πρώτη βιομηχανική δύναμη στον κόσμο και η πολιτική αυτή την εξυπηρέτησε άριστα.

Η κατάσταση όμως σήμερα είναι πολύ διαφορετική. Η Μ. Βρετανία επενδύει τώρα πολύ λιγότερο στη βιομηχανία και πολύ περισσότερο στη χρηματιστική οικονομία, στην οποία έχει ένα αναμφισβήτητο πλεονέκτημα. Είναι αμφίβολο όμως αν το πλεονέκτημα αυτό τη βοηθήσει όσο το ελπίζει, γιατί ο νέος μεγάλος ανταγωνιστής στην παγκοσμιοποίηση, η Κίνα, διατηρεί, παρ’ όλο το άνοιγμά της, έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων και μη μετατρέψιμο το νόμισμά της.

Στη Γαλλία είναι πολύ πιθανόν να εκτονωθούν, με μεγάλη πολιτική ένταση και ανατροπές, οι αντιφάσεις, η απογοήτευση και οι φόβοι που δημιουργεί η σημερινή ευρωπαϊκή πορεία. Οι λόγοι είναι βασικά τρεις. Ο πρώτος αφορά τη διαταραχή των ισορροπιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε βάρος της Γαλλίας, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Γερμανία.

Ο δεύτερος αφορά τις πιέσεις της παγκοσμιοποίησης, που μεταφράζονται σε μέτρα περιορισμού του κοινωνικού κράτους για λόγους διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η γαλλική κοινή γνώμη δεν δέχεται εύκολα περιορισμούς της κοινωνικής πολιτικής, που υπολαμβάνονται ως κοινωνική οπισθοδρόμηση.

Ο τρίτος λόγος είναι η αυξανόμενη αντίδραση στη μετανάστευση και λαθρομετανάστευση, που αντιμετωπίζονται ως απειλή γιατί αλλοιώνουν, πέρα από κάθε αποδεκτό όριο, τη γαλλική κοινωνία και την εθνική ταυτότητα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση προσφάτως του υπουργού Εσωτερικών Κλοντ Γκεάν ότι «ο Γάλλος δεν έχει πια την αίσθηση ότι βρίσκεται στη χώρα του».

Αναφερόταν ιδίως στην παρουσία του Ισλάμ στη Γαλλία, που προβάλλει μια έντονη ξένη εικόνα στην κοινωνία, με τις προσευχές, π.χ., σε δημόσιες πλατείες και την προβολή γενικά θρησκευτικών συμβόλων που δεν συμβαδίζουν με την κοσμική εικόνα, τον τρόπο ζωής και την παράδοση της Γαλλίας.

Ανεξάρτητα όμως από τη Γαλλία, η πορεία της Ευρώπης σε μια προοπτική οικονομικής στασιμότητας και αβεβαιότητας, η πολιτική των ανοικτών συνόρων, η υπερβάλλουσα επιρροή των αγορών χωρίς αυστηρό πλαίσιο πολιτικής εποπτείας και ελέγχου, η άνιση ανάπτυξη και η λαθρομετανάστευση, που συμπορεύεται με τον φόβο για την εθνική ταυτότητα και ιδιοπροσωπία, είναι παράγοντες που τροφοδοτούν ένα ανησυχητικό ευρωσκεπτικισμό.

Ο τελευταίος είναι, προφανώς, διαφοροποιημένος από χώρα σε χώρα. Είναι όμως κοινός σε ό,τι αφορά τις ρίζες του και τις συνέπειές του για την Ευρώπη.

Η Ευρώπη έχει ανάγκη από ριζική αναθεώρηση της πολιτικής της και από ενεργό, αποφασιστικό ρόλο για ένα νέο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, που δεν θα θέτει υπεράνω όλων την ασυδοσία των κερδοσκοπικών αγορών. Δεν έχει όμως την αναγκαία γι’ αυτό εσωτερική πολιτική ενότητα, όπως επίσης τη γεωπολιτική αυτονομία από τις ΗΠΑ, που θα της επέτρεπε να δράσει, στην ανάγκη μονομερώς, και να εκβιάσει νέες ρυθμίσεις.

Συνηθίζεται να λέγεται ότι η Ευρώπη προχωρεί μέσα από συνεχείς κρίσεις που τις υπερβαίνει.

Αυτό είναι εν μέρει αληθές. Έχει όμως καθοριστική σημασία η διατήρηση της ελπίδας και του οράματος, που ενέπνευσε τους ευρωπαϊκούς λαούς και τους έδωσε την πίστη και την προσδοκία ότι η Ευρώπη θα είναι ένα κοινό σύνορο αναπτύξεως, κοινωνικής προόδου, προστασίας και ευημερίας.

Ότι επίσης θα διαφυλάξει και θα εγγυηθεί τους εθνικούς πολιτισμούς των λαών της και τις εθνικές τους ταυτότητες, όπως αναφέρεται ρητά στις ιδρυτικές της συνθήκες.


Σχολιάστε εδώ