ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΗ ΕΘΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΧΩΡΙΣ «ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ»
H πρώτη διάσταση της εθνικής κρίσεως είναι, προφανώς, η οικονομική κρίση, που σείει συθέμελα τη χώρα. Η κρίση έχει βαθιά δομικά χαρακτηριστικά, που συνδέονται με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και τις πολιτικές που εφαρμόσθηκαν κατά την τελευταία τριαντακονταετία. Έχει σχέση επίσης με την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την ταύτισή της με την παγκοσμιοποίηση. Η δεύτερη διάσταση είναι οι βλέψεις και οι διεκδικήσεις στον ελληνικό εθνικό χώρο του γειτονικού γνώριμού μας από τα παλιά, που καιροφυλακτεί να εκμεταλλευθεί τη σημερινή δύσκολη για την Ελλάδα συγκυρία. Η τρίτη στην κατάταξη, αλλά καθόλου τρίτη σε σημασία, είναι η ανεξέλεγκτη, μαζική λαθρομετανάστευση. Η τελευταία αλλάζει ραγδαία τους γεωπολιτικούς όρους στον ελληνικό χώρο, δημιουργεί τις συνθήκες για απίστευτες περιπλοκές και, αν δεν ληφθούν άμεσα δραστικά μέτρα, απειλεί ευθέως το ελληνικό εθνικό μέλλον.
Η οικονομική πολιτική δεν μπορεί να είναι σισύφειο έργο
Υπάρχουν πολλά ερωτήματα σχετικά με την απότομη, δραματική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας στο τέλος του 2009, που οδήγησε τη χώρα στο Μνημόνιο και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Δεν είναι τόσο βέβαιο ότι η πορεία αυτή ήταν αντικειμενικά αναπόδραστη, όπως παρουσιάσθηκε. Διεπράχθησαν σοβαρά σφάλματα και έγιναν επιλογές στο πνεύμα μιας κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν από χρόνια κάτω από την επίφαση ενός ακμαίου καταναλωτισμού, βασιζόμενου σε υπερχρέωση, που οδηγούσε σταθερά σε πλήρες αδιέξοδο. Δεν σημαίνει επίσης ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που κυριάρχησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επέβαλε το άνοιγμα των συνόρων προς κάθε κατεύθυνση, όπως επίσης η οιονεί δικτατορία των αγορών που επικράτησε, στο πλαίσιο ενός απορρυθμισμένου διεθνούς χρηματιστικού καπιταλισμού, δεν θα είχαν αναπόφευκτα τις καταστρεπτικές συνέπειές τους στην ανοχύρωτη και μη ανταγωνιστική ελληνική οικονομία.
Το σημαντικό στην περίπτωση αυτή, πάντως, είναι να εξετάσει κανείς εάν η ελληνική πλευρά ανέλυσε σωστά την παραπάνω κατάσταση και προσέφυγε σε ενδεικνυόμενες πολιτικές, στο πλαίσιο έστω των θεσμικών υποχρεώσεων που έχει ως χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των απαιτούμενων συναινετικών διαδικασιών για τη λήψη αποφάσεων. Η ελληνική ηγεσία, διαπνεόμενη η ίδια από την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, είδε ως μόνη διέξοδο και λύση στο πρόβλημα τις στερεότυπες συνταγές που συστήνονται στις περιπτώσεις αυτές από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε συνεργασία τη φορά αυτή με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακόμη όμως και σ’ αυτήν την περίπτωση, η ελληνική πλευρά έσπευσε να υπογράψει μια δανειακή σύμβαση για το Μνημόνιο, που δεν έχει προηγούμενο στα παγκόσμια χρονικά. Υποθηκεύεται μ’ αυτήν η δημόσια κινητή και ακίνητη περιουσία και αίρεται η ασυλία της εθνικής κυριαρχίας υπέρ των ξένων δανειστών, οι οποίοι, σημειωτέον, μπορούν να εκχωρήσουν τις αξιώσεις τους και προς τρίτους. Ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Αθηνών, συνταγματολόγος Γιώργος Κασιμάτης ανέλυσε ενδελεχώς το περιεχόμενο της συμβάσεως αυτής με επανειλημμένα άρθρα και διαλέξεις του.
Τι απέδωσε μέχρι
τώρα το Μνημόνιο;
Όλα όμως δοκιμάζονται μέσα στον χρόνο. Ο απολογισμός από την εφαρμογή του Μνημονίου δεν είναι μόνο πενιχρός, ακόμη και σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής περιστολής, που αποτελεί τον πρωταρχικό του στόχο. Είναι επίσης πολύ ανησυχητικός σε ό,τι αφορά τις προοπτικές ανακάμψεως και πραγματικής παραγωγικής αναπτύξεως. Η ύφεση μεγεθύνεται, τα έσοδα υστερούν και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο παραμένει πάντα απειλητικό, παρά τη σημαντική και ελπιδοφόρα, σ’ έναν βαθμό, αύξηση των εξαγωγών.
Η κατάσταση αυτή εξωθεί στη λήψη νέων περιοριστικών μέτρων, που ενέχουν τον κίνδυνο να τροφοδοτήσουν έναν φαύλο κύκλο, με περισσότερη ακόμη ύφεση, συρρίκνωση της παραγωγής και ελλειμματικά έσοδα, παρά τις προβαλλόμενες υψηλές προσδοκίες.
Διαμορφώθηκε σε αδρές γραμμές ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πρόγραμμα, σε συνάρτηση με το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Πού είναι όμως το αντίστοιχο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό πρόγραμμα; Για την κάλυψη του κενού αυτού, δημοσιεύθηκε ένας άλλος αναπτυξιακός νόμος, που, με τα μέτρα της νεοφιλελεύθερης οικονομίας κρίνεται επαρκής για την υποστήριξη της αναπτυξιακής πολιτικής. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Υπολαμβάνεται ως θεραπεία αυτό που αποτελεί, κατά πολύ σημαντικό μέρος, αιτία του προβλήματος. Η ελληνική οικονομία δεν πάσχει μόνο για λόγους δημοσιονομικούς και γενικά για λόγους εσωτερικούς. Πάσχει επίσης για αντικειμενικούς εξωτερικούς λόγους, που είναι το ανεξέλεγκτο άνοιγμα των συνόρων, μετά την ταύτιση της ευρωπαϊκής πολιτικής με την παγκοσμιοποίηση και την απουσία θεσμικής και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής προστασίας από τη διεθνή κερδοσκοπία.
Πώς αντιμετωπίζεται μια τέτοια κατάσταση; Λογικά θα έπρεπε η Ευρωπαϊκή Ένωση να επανεξετάσει, υπό το φως της πρόσφατης διεθνούς κρίσεως και των διδαγμάτων της, τόσο τη θέση της απέναντι στο διεθνές οικονομικό σύστημα όσο και τις πολιτικές της σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση συμπλέει όμως σταθερά με την κυρίαρχη αμερικανική πολιτική της Ουώλ Στρήτ. Εφόσον αδυνατεί ένας νέος αμερικανός Πρόεδρος να επιβάλει στις ΗΠΑ ένα «Νιου Ντηλ», κατά το παράδειγμα του Προέδρου Ρούσβελτ στη δεκαετία του 1930, η Ευρώπη παραμένει επίσης αδρανής. Οι πιο ανεπτυγμένες μάλιστα χώρες, με επικεφαλής τη Γερμανία, δεν αισθάνονται καμιά επείγουσα ανάγκη για τολμηρές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, εφόσον οι ίδιες και τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα σ’ αυτές βολεύονται, προς το παρόν, με την παγκοσμιοποίηση και το υπάρχον σύστημα.
Είναι προφανές όμως ότι το σύστημα αυτό δεν βολεύει το ίδιο τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες μέλη, που κατακλύζονται από ξένα προϊόντα και βλέπουν να χάνεται σταθερά ακόμη και η εθνική τους αγορά και να εκτοξεύεται το εμπορικό τους έλλειμμα στα ύψη. Βλέπουν, χειρότερα ακόμη, να είναι ουσιαστικά ανυπεράσπιστες μπροστά στη διεθνή χρηματιστική κερδοσκοπία και στις περίφημες αγορές. Η προτεινόμενη ευρωπαϊκή ασπίδα στον τομέα αυτό έρχεται, δυστυχώς, είτε πολύ αργά, με πολύ υψηλό κόστος για τη χώρα, είτε με πολύ σκληρούς όρους.
Η ευρωπαϊκή αυτή πολιτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υποσκάπτει μακροπρόθεσμα την ευρωπαϊκή συνοχή γιατί, αντί της συνεργατικής αλληλεγγύης και της ισόρροπης αναπτύξεως στο εσωτερικό της και μιας κοινής πολιτικής προς τα έξω, καλλιεργεί ενός είδους «ιμπεριαλιστική» πολιτική ισχύος, που αντιμάχεται την αρχή και το ιδεώδες της ισοτιμίας των χωρών μελών στο πλαίσιο μιας Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας.
Παραμένει σημαντικότατος
ο ρόλος του εθνικού κράτους
Με δεδομένη λοιπόν την κατάσταση αυτή, κάθε σοβαρή χώρα που μεριμνά για την ανεξαρτησία, την εθνική κυριαρχία και το εθνικό της μέλλον, οφείλει να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού το εθνικό της κράτος και να το αξιοποιήσει για να προασπίσει και να προαγάγει τα εθνικά της συμφέροντα. Ιδεοληψίες ότι τώρα που είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πολύ μικρότερη σημασία το εθνικό μας κράτος και ότι προορίζεται να προσλάβει στο μέλλον επαρχιακό σχεδόν χαρακτήρα, είναι αβάσιμες και παραπλανητικές. Θα ίσχυαν εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθούσε άλλη πορεία και αποτελούσε μια πραγματικά συνεκτική πολιτική ένωση, βασισμένη στην αρχή της εσωτερικής συνοχής και αλληλεγγύης.
Στο πνεύμα αυτό, οι ελληνικές ηγεσίες πρέπει να συνειδητοποιήσουν, παραλλήλως με πολλά άλλα που αφορούν το πολιτικό σύστημα, και τις εσωτερικές πολιτικές, ότι το εθνικό κράτος παραμένει σταθερά αναγκαίο και αναντικατάστατο για την προάσπιση των ζωτικών ελληνικών συμφερόντων και τη διασφάλιση του εθνικού μέλλοντος.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το κράτος πρέπει να διαφυλάξει σημαντικές δυνατότητες για τη χάραξη και την άσκηση στρατηγικών και πολιτικών, περιλαμβανομένης μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, με συγκεκριμένους στόχους. Δεν πρέπει σ’ αυτό να είναι εμπόδιο ή άλλοθι το κακό παρελθόν και η κομματοκρατία, που το δυσφήμησαν. Αν χρειάζεται να παραθέσει κανείς ένα παράδειγμα για τον θετικό στρατηγικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το κράτος, στο πλαίσιο μιας μεικτής οικονομίας, ας δει το παράδειγμα της Κίνας, που είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα στον κόσμο, με καθοριστικό ρόλο του κράτους. Ας δει επίσης το παράδειγμα της Γαλλίας του στρατηγού Ντε Γκωλ, που έκανε ένα θεαματικό αναπτυξιακό άλμα, στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου στρατηγικού σχεδιασμού.
Η Ελλάδα κινδυνεύει να σαρωθεί, να ξεπουληθεί και να αλλοτριωθεί χωρίς την άσκηση μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, που θα διατηρήσει σημαντικό δημόσιο έλεγχο και ρόλο σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και σε αντίστοιχες δημόσιες επιχειρήσεις.
Είναι μια πρώτη «κόκκινη γραμμή», που πρέπει να χαραχθεί αποφασιστικά απέναντι στις σειρήνες των γενικευμένων και άκριτων ιδιωτικοποιήσεων, που προβάλλονται ως δήθεν μόνη ή αναπόφευκτη λύση. Μια δεύτερη «κόκκινη γραμμή», που πρέπει επειγόντως να χαραχθεί, αφορά την εφαρμογή του Μνημονίου και των διαδοχικών του επανεκδόσεων. Πού οδηγεί τελικά η πολιτική αυτή, εάν δεν αποκλείει την αναδιάρθρωση του χρέους αργότερα, υπό χειρότερους όρους, και εάν παραλλήλως το χρέος μεγεθύνεται αντί να μειώνεται στη διαρροή του χρόνου; Υπό τις συνθήκες αυτές, θα επρόκειτο για σισύφειο έργο. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν λογικό να εξετασθούν οι δυνατότητες για την επανδιαπραγμάτευση του χρέους ή μέρους του.
Μια τρίτη «κόκκινη γραμμή» είναι η διπλή ανάγκη της διαφυλάξεως της κοινωνικής συνοχής, έστω και με σκληρές θυσίες, και της άμεσης δρομολογήσεως αναπτυξιακών μέτρων και πολιτικών, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης εθνικής στρατηγικής.
Κανείς δεν διαφωνεί με την ανάγκη δημοσιονομικής εξυγιάνσεως και περισυλλογής. Η πολιτική αυτή όμως δεν μπορεί να μετατρέπεται σε μπούμερανγκ και να πλήττει, πέρα από κάθε επιτρεπτό όριο, τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, την κοινωνική συνοχή ή, ακόμη, την εθνική άμυνα, όταν οι κίνδυνοι είναι προφανείς και άμεσοι. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις γιγαντιαίες διαστάσεις του εξωτερικού χρέους, είναι ηλίου φαεινότερον ότι, χωρίς σημαντική ανάπτυξη, δεν μπορούν να δημιουργηθούν ουσιαστικά πλεονάσματα για τη σταδιακή αποπληρωμή του σε βάθος χρόνου. Η ιδέα ότι η ανάπτυξη θα προέλθει μόνο από διεθνείς επενδύσεις των πολυεθνικών και από αποκρατικοποιήσεις, είναι μια ιδεολογική νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, τις συνέπειες της οποίας είδαμε σε πολλές χώρες, με πολύ ακραίο παράδειγμα τη Ρωσία του Γιέλτσιν. Η ανάπτυξη θα προέλθει από ένα μεικτό σύστημα εθνικών, δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, διεθνών επενδύσεων και αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας, περιλαμβανομένων, όπου αυτό πραγματικά ενδείκνυται, αποκρατικοποιήσεων και ιδιωτικοποιήσεων.
Τι γίνεται με τα εθνικά θέματα στο διπλωματικό παρασκήνιο;
Προς επίρρωσιν των όσων γνωστοποιήθηκαν προσφάτως από τα WikiLeaks, σχετικά με τη διεξαγωγή μυστικών διαπραγματεύσεων για το Αιγαίο, νέες ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες κάνουν λόγο για «πρόοδο» στις διεξαγόμενες μυστικές «διερευνητικές επαφές», όπως ευσχήμως αποκαλούνται. Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν τις συστηματικές τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και την απόπειρα, προσφάτως, δημιουργίας τετελεσμένου γεγονότος στην ελληνική ΑΟΖ στο Καστελλόριζο, και τις συνδυάσει με τις γνωστές πάγιες τουρκικές επιδιώξεις, καταλαμβάνεται από απορία. Από πού θα μπορούσε να προέλθει η φημολογούμενη προσέγγιση θέσεων στο Αιγαίο; Εκτός κι αν αυτό αποτελεί τουρκική καθοδηγούμενη διαρροή, για προφανείς λόγους.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να υποτιμά κανείς τη δυναμική μιας κατευναστικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, που δρομολογήθηκε αμέσως μετά τις εκλογές και την ανάδειξη της νέας κυβερνήσεως. Η φοβερή οικονομική κρίση, στην οποία παραδέρνει η χώρα, αντιμετωπίζεται από γνωστούς παράγοντες του παρασκηνίου αλλά και από την Άγκυρα ως ευκαιρία που πρέπει να «αξιοποιηθεί» για την επίτευξη «προόδου» στα ελληνοτουρκικά.
Αυτό δεν αφορά μόνο το Αιγαίο. Αφορά επίσης την Κύπρο, όπου επιχειρείται η σιωπηρή μετάλλαξη των διακοινοτικών συνομιλιών σε «τριμερείς» συνομιλίες (ΟΗΕ, Κυπριακή Δημοκρατία, Τουρκοκύπριοι). Προφανής στόχος είναι η σταδιακή ανάδειξη της κατεχόμενης Κύπρου σε «τουρκοκυπριακή επικράτεια», η οποία θα «συνενωθεί», όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, σε διζωνική ομοσπονδία, με δύο ισότιμα «κράτη».
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το Αιγαίο, είναι γνωστοί οι επιδιωκόμενοι τουρκικοί στόχοι.
α. Παραμερισμός των προνοιών της Συμβάσεως του Διεθνούς Θαλασσίου Δικαίου και επιβολή διαπραγματεύσεων, πάνω σε διμερή βάση, σε όλο το φάσμα των τουρκικών διεκδικήσεων, περιλαμβανομένων των «γκρίζων ζωνών».
β. Προώθηση σχεδίων συνδιαχειρίσεως και συνεκμεταλλεύσεως του Αιγαίου.
γ. Αποτροπή ανακηρύξεως ΑΟΖ από την Ελλάδα.
δ. Διαχωρισμό του Καστελλορίζου από οποιαδήποτε συζήτηση ή διαπραγμάτευση για το Αιγαίο.
Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να αντιμετωπίζονται με ανησυχία οι φήμες για «πρόοδο», γιατί είναι βέβαιο ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα περιελάμβαναν ελληνικές απεμπολήσεις δικαιωμάτων στο Αιγαίο και ενδεχομένως πολύ σημαντική ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος.
Η ανακήρυξη της ΑΟΖ, με ανοικτό το θέμα της οριοθετήσεως, η απόρριψη οποιασδήποτε ιδέας για μερική «διαπραγμάτευση», που θα διεχώριζε το Καστελλόριζο από το Αιγαίο, η παραπομπή στη Χάγη μόνο του θέματος της υφαλοκρηπίδος, η απόρριψη οποιασδήποτε τουρκικής αξιώσεως για παραμερισμό της Συμβάσεως του Διεθνούς Θαλάσσιου Δικαίου και για διμερή διαπραγμάτευση, η απόρριψη των τουρκικών ισχυρισμών για δήθεν «γκρίζες ζώνες», πρέπει να αποτελούν για την ελληνική πλευρά σταθερές «κόκκινες γραμμές».
Η λαθρομετανάστευση
αλλάζει τα γεωπολιτικά
δεδομένα στον ελληνικό χώρο
Η τρίτη διάσταση της μεγάλης εθνικής κρίσεως που διέρχεται η χώρα, είναι η ανεξέλεγκτη μαζική λαθρομετανάστευση. Γεγονότα που συντελούνται αργά και σταδιακά μέσα στον χρόνο λανθάνουν της προσοχής και η πραγματική σημασία τους γίνεται αντιληπτή εκ των υστέρων, με πολλή καθυστέρηση. Το φαινόμενο αυτό επιτείνεται όταν συνδέεται επιπλέον με στερεότυπες ιδεοληψίες που έχουν τη μορφή ιδεολογικού και πολιτικού κεκτημένου κομμάτων και ομάδων, τα οποία εκμεταλλεύεται επιτηδείως η παγκοσμιοποίηση, προκαλώντας σύγχυση και ταυτίζοντας με αυτά τα γνωστά ιδεολογήματά της.
Η σύγχυση αυτή εξηγεί σε μεγάλο μέρος την κατά τα άλλα παράδοξη και ακατανόητη στάση που τηρούν, απέναντι στο φαινόμενο της λαθρομεταναστεύσεως, κοινοβουλευτικά κόμματα και πολιτικές ομάδες.
Η Ελλάδα είναι η χώρα η οποία, από τη γεωγραφική της θέση, είναι η πιο εκτεθειμένη στα κύματα των λαθρομεταναστών. Συνορεύει επίσης με την Τουρκία, η οποία έχει κάθε λόγο να θέλει τη διάσπαση της εθνικής συνοχής της Ελλάδος και ιδιαίτερα τη μαζική εγκατάσταση μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, η επίσημη Ελλάδα, υπό την πολιτική και ιδεολογική κυρίως επιρροή της παγκοσμιοποίησης, ακολούθησε μια δήθεν «προοδευτική» πολιτική, η οποία γιγάντωσε το πρόβλημα. Πού είναι η πολιτική του φράχτη στον Έβρο και της απελάσεως όλων των παράνομων μεταναστών, που εξαγγέλθηκε λίγους μήνες πριν;
Η πολιτική ανοχής που εξαγγέλθηκε για τους 300 του μεγάρου Υπατίας θα ισχύσει τελικά σιωπηρά, σε βάθος χρόνου, για όλους τους λαθρομετανάστες;
Η κυβέρνηση δεν έχει καμιά νομιμοποίηση και κανένα δικαίωμα ν’ αλλάξει τον πληθυσμό της χώρας και να θέσει σε κίνδυνο το μέλλον της Ελλάδος ως εθνικού κράτους και ως έθνους. Είναι κι αυτό μια άλλη «κόκκινη γραμμή», που δεν έχει κανένα δικαίωμα να υπερβεί.