Μια φορά και έναν καιρό

Κάνει αναδρομές στο παρελθόν, και καθώς βαραίνουν τα βλέφαρά του, τσακίζει κάθε τόσο έναν στιγμιαίο γλυκό υπνάκο… Κυριακή των Βαΐων σήμερα και ανάμεσα στα άλλα, σαν σφήνα τού κολλάει στο μυαλό εκείνο το Μεγάλο Σάββατο που δεν κατάλαβαν Ανάσταση, επειδή η παρέα είχε βαρεθεί κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια, και κανόνισαν να περάσουν το Πάσχα σε κάποια επαρχία, για ν’ απολαύσουν –λέει– μια γνήσια γιορτινή ατμόσφαιρα γεμάτη κατάνυξη μέσα στη φύση.

Την πρόταση την έκανε η Ρούλα με τις ριζοσπαστικές ιδέες και καθώς βρισκόταν σε μεγάλο ποιητικό οίστρο, άρχισε να περιγράφει την ειδυλλιακή πασχαλιά που θα περνούσαν. Μίλησε για τα καταπράσινα χωράφια τα γεμάτα παπαρούνες και κάθε λογής μαργαρίτες. Πρόσθεσε και το ποταμάκι με τα κελαηδιστά γάργαρα νερά, τα ολάνθιστα αγριολούλουδα που θα στόλιζαν τις όχθες του και τα κατσικάκια που θα χοροπηδούσαν παιχνιδιάρικα γύρω από την ευτυχισμένη μαμά κατσίκα (όσα θα γλίτωναν τη σφαγή, διέκοψε ο Νίκος στον οποίον έριξε μια άγρια ματιά). Και συνέχισε: «Πολύχρωμες πεταλούδες θα πετάν ολόγυρά μας σαν σε ξέφρενο μπαλέτο κι όλα θα είναι ένας πανώριος πίνακας ζωγραφικής…» (Ζουζούνια θα μπαίνουν στα βρακιά μας; διέκοψε ξανά ο Νίκος για να εισπράξει πιο άγρια ματιά.) Ήταν ασυγκράτητη. Μίλησε για το ζυμωτό ψωμί που θα έτρωγαν, για τα ολόφρεσκα μαρούλια με τη νυχτερινή δροσιά πάνω στα φύλλα, για το λαχταριστό κοκορέτσι και την τραγανιστή πετσούλα του οβελία, και για να πάψουμε να είμαστε πεζοί και να μη μετράμε τα πάντα με την κοιλάρα μας, δογμάτισε πως οι ψυχές μας θα πλημμύριζαν συγκίνηση από το σήμαντρο που θα ηχούσε στο μακρινό ξωκλήσι ενώ τ’ αστέρια θα τρεμόσβηναν στην ανοιξιάτικη νύχτα… Είπε κι άλλες τέτοιες αηδίες και τους έπεισε όλους, πλην ενός ορθοφρονούντος, που υποτάχθηκε στη βούληση της πλειοψηφίας.

Η χώρα τα χρόνια εκείνα είχε ανανήψει από το κώμα όπου την είχαν ρίξει οι δεκαετείς πολεμικές περιπέτειες και οι άνθρωποι άρχισαν να χαίρονται τη «γλυκιά ζωή». Μάθανε να οδηγούν, αγόρασαν ένα σαραβαλάκι και ξαμολήθηκαν σε τσάρκες και εκδρομές. Παράλληλα, λόγω τουριστικής ανάπτυξης, μια σειρά από «Ξενία» κτίζονταν σε τόπους ιδιαιτέρου κάλλους και ενδιαφέροντος, και τα πάντα συνηγορούσαν για ξεπορτίσματα. Ύστερα από πολλές συζητήσεις και περισσότερες αντιρρήσεις του μπάρμπα Νίκου, που τότε ήτανε απλώς Νικολάκης, κατέληξαν να πάνε για Πάσχα στον Βόλο. Η νέα εθνική οδός Αθηνών – Θεσσαλονίκης βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, κι ένα τμήμα του ολοκαίνουργιου αυτοκινητοδρόμου που με περηφάνια καμαρώναμε, έφτανε μέχρι τη στροφή προς τη Χαλκίδα… Από κει και πέρα, ακολουθούσες την… πεπατημένη. Σύμφωνα με τους οδικούς χάρτες του «Γαιομετρογραφικού Ινστιτούτου Πυζόλ», οι οποίοι ήσαν οι μόνοι τεκμηριωμένοι, για την προς βορρά πορεία σου έπρεπε να διέλθεις μέσα από τη Θήβα και, κατόπιν, μπαίνοντας στη Λιβαδειά, όφειλες να σταματήσεις και να χλαπακιάσεις μερικά σουβλάκια, ως ιερή υποχρέωση προς την πόλη. Τα παραπέρα είχαν μπόλικο… σασπένς. Σε μια διασταύρωση χωρίς σηματοδότηση που συναντούσες, μόνον εάν ήσουν τυχερός πετύχαινες με το πρώτο τη σωστή κατεύθυνση. Η Αταλάντη ήταν η επόμενη πόλη και δεν ήσουν ούτε στη μέση του δρόμου σου.

Ξεκινήσανε το απομεσήμερο του Μεγάλου Σαββάτου με τρία αυτοκίνητα και ύστερα από μια συναρπαστική διαδρομή σε δρόμους όλο λακκούβες, στροφές και «φουρκέτες», όπου σκυλιά ορμούσαν αλυχτώντας, παιδιά τους πετροβολούσαν και γριές σταυροκοπιόνταν στο πέρασμά τους, σε κάποιο σημείο σκοτεινό κι απόμερο χάλασε ξαφνικά το κουρσάκι που τους μετέφερε, και βρέθηκαν στο ύπαιθρο να ανταλλάσουν ιδέες περί των πιθανών αιτίων της βλάβης, τρεις με το συμπάθιο συν δύο, ο οδηγός με τη συμβία του, σύνολον άτομα πέντε, άπαντες αδαείς επί του προβλήματος, και μ’ ένα κάρο βλακείες ως προτάσεις για τη λύση του. Φαίνεται πως ένα ασήμαντο σκουπιδάκι έφραξε το καρμπιρατέρ και το «Ντεκαβέ» μουλάρωσε στα άγρια ρουμάνια…

Δεν κατεργάζεται τέχνας μόνον η πενία, αλλά και η απόγνωση. Βίδωσε, ξεβίδωσε όποια βίδα ήταν ορατή, στο τέλος τα κατάφεραν και πήρε μπρος η μηχανή. Ξεκίνησαν τροπαιούχοι αλλά και γεμάτοι αγωνία αν θα φτάσουν εγκαίρως στον προορισμό τους. Όσο περνούσε η ώρα άρχισαν τις… εκπτώσεις: «Εντάξει, την Ανάσταση στον Βόλο δεν την προλαβαίνουμε, θ’ αναστήσουμε στον Αλμυρό ή στη Λάρισα, μπορεί και στα Φάρσαλα, έστω στο Νέο Μοναστήρι. Για φύση και γραφικότητα δεν ξεσπιτωθήκαμε άλλωστε;»

Κάποτε στα μαύρα σκοτάδια διέκριναν ανθρώπους να βαδίζουν στον δρόμο με αναμμένα κεριά στο χέρι, ένδειξη πως ήταν κοντά σε κατοικημένη περιοχή. Σταμάτησαν και ρώτησαν πού είναι η εκκλησία. Καθώς ήσαν όμως χωρικοί με έμφυτη την περιέργεια, αντί να τους κατατοπίσουν, ρώτησαν: «Τι να την κάνετε την εκκλησία; Τώρα ούουου… σχόλασε! Άντε, Χριστός Ανέστη».

Κοντά στα ξημερώματα που λέει και το τραγούδι, φτάσανε στον Βόλο. Με τη μεγάλη καθυστέρησή τους είχε ανησυχήσει η υπόλοιπη παρέα. Κάποιοι μάλιστα επίδοξοι κληρονόμοι τους εκδήλωναν την ανησυχία τους με πνιχτά γελάκια. Αντί για ξενοδοχείο, ένας κολλητός της Ρούλας που είχε το γενικό πρόσταγμα της εκδρομής, προσέφερε την ιδιόκτητη κλινική του, που ήταν άδεια λόγω των ημερών, να καταλύσουν. Λυπήθηκε ο νεαρός τότε Νίκος που η κλινική δεν ήταν ψυχιατρική, να επωφεληθούνε τουλάχιστον της ευκαιρίας και να μαντρώσουν όσους ενστερνίστηκαν την ιδέα της. Δυστυχώς, όπως συνήθως, οι προσδοκίες του απέβησαν φρούδες…

Ήταν πραγματικά μια πολύ ωραία πόλη ο Βόλος, την οποία βλέπανε για πρώτη φορά, και εκείνο που της έδινε ιδιαίτερη γραφικότητα ήταν το τρενάκι του Πηλίου που διέσχιζε την κεντρική οδό Δημητριάδος με τούφες-τούφες καπνού από τη λιλιπούτεια ατμομηχανή του.

Ανήμερα Πάσχα, την ώρα που απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδος ανέθρωσκε καπνός από τους οβελίες, πήγανε στο «Ξενία» για το πασχαλινό τσιμπούσι. Ήρθε με σμόκιν ο σερβιτόρος, ατσαλάκωτος και ντούρος, στητός σαν γρεναδιέρος του Κάιζερ, να πάρει παραγγελία. Ζητήσανε φυσικά, λόγω της ημέρας, αρνί σούβλας και κοκορέτσι, πράγμα που έκανε τον «μετρ» να εκδηλώσει μ’ έναν μορφασμό αηδίας τον αποτροπιασμό του, εξηγώντας τους πως το εστιατόριο είναι πολυτελείας και δεν σερβίρει μπανάλ μενού. Ούτε κόκκινα αυγά υπήρχαν να τσουγκρίσουνε για το «Χριστός Ανέστη». Την έβγαλαν όπως-όπως με άσπρα μακαρόνια, γιατί το πλήθος φαγητών που έγραφε σε τρεις γλώσσες ο κατάλογος (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά) ούτε που τα είχαν ακουστά και είπανε να μη βλαστημήσουνε χρονιάρα μέρα…

Για να καταλάβει δε πας τρίτος πόσο καλοί άνθρωποι παρ’ όλα ταύτα ήσαν, αρκεί να λεχθεί πως κανέναν δεν ανασκολόπισαν από τους πρωταίτιους της πασχαλινής ταλαιπωρίας.

Μια διόρθωση απαραίτητη στο προηγούμενο. Ο σωτήρας του Ευταξία λεγόταν Βαγγέλης (κι όχι Ανδρέας) Δενδρινός. Ήταν για χρόνια βουλευτής Κεφαλληνίας και Ιθάκης της δημοκρατικής παράταξης και μετά το 1961 της Ένωσης Κέντρου και χρημάτισε και υφυπουργός Συγκοινωνιών. Και είχε την αγάπη του κεφαλονίτικου και θιακού λαού.


Σχολιάστε εδώ