Η επικίνδυνη ώρα της αλήθειας για την Κύπρο
Με οριστική παγίωση του status quo. Που θα μετεξελιχθεί σε de jure διχοτομικό τετελεσμένο. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει βεβαίως διολίσθηση προς ό,τι πιο απευκταίο θα μπορούσε να υπάρξει για μας. Κυρίως για τους γόνους των σημερινών γενεών, που θ’ αποκτήσουν δυνάμει ημερομηνίαν ιστορικής λήξεως εάν τα προαγόμενα δεν ανασχεθούν.
Και δεν υπερβάλλομεν. Αντιθέτως. Εάν δηλαδή πρόκειται να λέμε πλέον τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Αρνούμενοι να εμπαίζομεν και ν’ αυτοεμπαιζόμεθα.
Ότι λοιπόν η σημερινή –και παντελώς άγονη– διαπραγματευτική διαδικασία έχει φθάσει στα όριά της εξαντλούμενη, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη δεινότης για να πιστοποιηθεί. Ούτε και οι προειδοποιητικές βολές του ιδίου του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών. Ο οποίος και φυσιολογικά: Είτε θ’ αναζητήσει διεξόδους προς άλλες μορφές παρεμβάσεως του διεθνούς οργανισμού είτε θα προχωρήσει σε τρόπους απεμπλοκής του από το πρόβλημα. Ό,τι δηλαδή χειρότερο μπορεί να επισυμβεί.
Εάν λοιπόν θέλουμε να είμεθα πραγματιστές, η ελληνική πλευρά έχει (μεταεισβολικά), σε όλη τη μακρά διαδρομή, διολισθήσει σε όντως επικίνδυνες θέσεις κι έωλες δι’ εκχωρήσεων αποδοχές, από τις οποίες δεν είναι πλέον εύκολο να διαφύγει. Και οι οποίες προσδιορίζουν καταθλιπτικά πλαίσια ιστορικού συμβιβασμού. Που οριοθετείται όχι μόνον από τη λεγόμενη Διζωνική Ομοσπονδία (στη βάση πολιτικής μάλιστα ισότητος), αλλά και από τα τραυματικότερα πλαίσια μερισμού των εξουσιών (εκ περιτροπής Προεδρία), παραμονής εποίκων κ.ά. Των οποίων τα παράγωγα θ’ αποβούν έως και μοιραία, εάν δεν υπάρξουν ανασχετικές δικλίδες ασφαλείας.
Εκείνοι που προσδοκούν –γιατί ακούεται κι αυτό– διαφοροποίηση της Άγκυρας επί το θετικότερον μετά τις εκλογές στην Τουρκία, είτε αφελώς μυωπάζουν είτε κι εθελοτυφλούν. Γιατί:
• Ούτε τα ισοζύγια έχουν διαφοροποιηθεί καθόλου (και αν έχουν αλλάξει κάπως, αυτό έχει συμβεί σε βάρος μας, λόγω ελληνικών αδυναμιών) ούτε και ασκείται απ’ οποιαδήποτε πλευρά η παραμικρή πίεση προς την Τουρκία, σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Πλην κάποιων εμμέσων παραινέσεων των Βρυξελλών. Ουδείς την πιέζει. Ουδείς ασχολείται κατ’ ακρίβειαν με το πρόβλημα.
Οπόταν και –τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση– μόνο σε τουρκική μεγαλοψυχία μπορεί να στηρίζονται οι προσδοκίες εκείνων που αναμένουν φως. Αλλά η Άγκυρα έχει σταθερά μεθοδεύσει συγκεκριμένη στρατηγική για το Κυπριακό.
Στο οποίο έχει προδιαγράψει τις προθέσεις της. Δηλαδή:
• Λύση δύο κρατών, υπό κοινή (συνομοσπονδιακή) πολιτειακή κάλυψη, με προδιασφάλιση του κηδεμονευτικού της ρόλου σ’ αυτήν τη γεωγραφία. Ο οποίος και θ’ ασκείται μέσω εγγυητικών θεσμών και ταυτοχρόνως διά της ηγεμονικής της θέσεως στο τουρκοκυπριακό συνιστών κρατικό σκέλος και της επικυριαρχίας της στο ελληνικό. Λόγω στρατηγικής ισχύος και δημογραφικού όγκου.
Στο Κυπριακό, λοιπόν, προσεγγίζει με σαφώς επιταχυνόμενους ρυθμούς η ώρα της αλήθειας. Η οποία δεν θα είναι ασφαλώς ανώδυνη. Αντιθέτως. Και η οποία θα μας οδηγήσει μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα και στην ανάγκη σαφώς ιστορικών αποφάσεων. Οι οποίες και δεν είναι δυνατόν να ληφθούν είτε υπό το κράτος συγχύσεως είτε με λογικές επιπολαίων (ή μυωπικών) υπολογισμών. Αυτό ακριβώς είναι που επιβάλλει στη δική μας πλευρά: α) Ορθοτόμηση πραγματικής και δυνάμει περιεκτικής (άρα και παραγωγικής) ενότητος. β) Προσδιορισμό πλαισίων γι’ αποτελεσματική στρατηγική διαχείριση των παραγώγων ενός ενδεχομένου αδιεξόδου. Και σ’ αυτά, πρέπει να προστεθεί το εξίσου σημαντικό (και κατ’ ακρίβειαν ως ο εκ των ων ουκ άνευ συντελεστής) που αφορά την ανάταξη της ευρύτερης ελλαδοκυπριακής συμπαρατάξεως. Ενίσχυση δηλαδή (όχι με όρους εθνικιστικών ρητορειών) κι ενεργοποίηση του ευρύτερου πανεθνικού μετώπου.